Η πολιορκία του Χάνδακα

Η πολιορκία του Χάνδακα άρχισε τον Μάιο του 1648. Οι Τούρκοι με τον αρχηγό τους, Ντελή Χουσεΐν, οργάνωσαν στρατόπεδο στην περιοχή Γιόφυρος, περίπου 6 χιλιόμετρα δυτικά του Χάνδακα, και ετοιμάστηκαν για το μεγάλο αγώνα.

Η πολιορκία του Χάνδακα

Η πρώτη σοβαρή επίθεση έγινε στις 2 Ιουνίου 1648 στο φρούριο του Αγίου Δημητρίου, στη σημερινή περιοχή της Αναλήψεως του Ηρακλείου. Για 16 ολόκληρα χρόνια η πολιορκία του Χάνδακα παρουσιάζει εικόνα στασιμότητας και αποτελμάτωσης. Οι βομβαρδισμοί, οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις, οι υπονομεύσεις και οι ανθυπονομεύσεις του φρουρίου φθείρουν βαθμιαία και τους δύο αντιπάλους, αλλά το φρούριο, που οι Τούρκοι το θεωρούσαν «στοιχειωμένο» φαίνεται απόρθητο.

Ο πόλεμος στην Κρήτη λαμβάνει ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, παρ’ όλες τις αντιθέσεις τους με την Βενετία, συγκινούνται από τον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον εκδηλώνεται ήδη από τη διετία 1650-1651. Πρώτη στέλνει ενισχύσεις οι Ισπανία, 8 γαλέρες και τρόφιμα για τους στρατιώτες. Ακολουθεί η Γαλλία, η οποία στέλνει τον στρατηγό Almerigo d’ Este με 4.000 άνδρες. Η προσπάθεια του στρατηγού να καταλάβει τα Χανιά απέτυχε και κατέληξε σε καταστροφή του στρατού αλλά και των Κρητών χωρικών που είχαν ενωθεί μαζί τους.

Ο αγώνας αυτός στην Κρήτη έχει και θρησκευτικές προεκτάσεις. Οι Τούρκοι υπόσχονται να επαναφέρουν στο νησί την ορθόδοξη ιεραρχία και να απομακρύνουν τους Λατίνους επισκόπους. Αλλά και οι Βενετοί έπρατταν ανάλογα σε μια απέλπιδα προσπάθεια για να εξασφαλίσουν τη συμπάθεια και την αφοσίωση των Κρητών.

Οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να δώσουν ένα τέλος στον μακροχρόνιο αυτό πόλεμο. Το 1666 ο αρχιστράτηγος Χουσεΐν ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τη θέση του ανέλαβε ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλής. Οι Βενετοί στέλνουν στη Κρήτη τον στρατηγό Φραντσέσκο Μοροζίνι.

Από τότε ο βενετοτουρκικός πόλεμος στην Κρήτη μπαίνει στην τελευταία φάση του. Στα τρία τελευταία χρόνια μια γιγαντομαχία διεξάγεται κάτω και πάνω στα τείχη της κρητικής πρωτεύουσας. Χρησιμοποιήθηκαν τα τελειότερα και βαρύτερα όπλα της εποχής και δοκιμάστηκαν οι άριστοι πολεμιστές της Ευρώπης και της Ανατολής. Ο πόλεμος πήρε χαρακτήρα διεθνή και θεωρήθηκε υπόθεση όλου ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου.

Η δράση του Κιοπρουλή αρχίζει ουσιαστικά την άνοιξη του 1667, όταν έφτασαν στην Πελοπόννησο 64 πολεμικές γαλέρες με 40.000 Τούρκους πολεμιστές. Από την εποχή αυτή ο Χάνδακας βρίσκεται στην επιθανάτια αγωνία του με τους καθημερινούς ανελέητους βομβαρδισμούς που καταστρέφουν τα πάντα και ενσπείρουν τον πανικό στους πολιορκημένους.

Μια σειρά προβλημάτων, όπως η αυτομόληση του Ανδρέα Μπαρότση στον Κιοπρουλή, η αδυναμία προσαρμογής των βόρειων στο κλίμα της Κρήτης, η αδυναμία καταβολής των μισθών, η κακή διατροφή, οι επιδημικές ασθένειες και προπαντός οι μόνιμες διαφωνίες των αντιθέσεις των στρατηγών, αποδυνάμωνα την άμυνα του κάστρου. Νέες επικουρίες από τη Γαλλία και την Βενετία αναπτέρωσαν το ηθικό των πολιορκουμένων. Δυστυχώς όμως οι Γάλλοι σε μια μόνο έξοδο έχασαν 2.000 άνδρες. Ο Γάλλος επικεφαλής αποφάσισε μετά την τρομερή απώλεια να εγκαταλείψει την Κρήτη. Ο αρχιστράτηγος Μοροζίνι έβλεπε πια καθαρά το επικείμενο τέλος. Έτσι, ο Μοροζίνι αποφάσισε να ζητήσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Χάνδακα.

Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν με κάθε μυστικότητα στα τέλη Αυγούστου και κράτησαν 20 ημέρες περίπου. Εκπρόσωποι του Κιοπρουλή ήταν ο Αχμέτ Αγάς και ο Έλληνας διερμηνέας Παναγιώτης Νικούσιος, που ο Κιοπρουλής τον είχε φέρι μαζί του για αυτό το σκοπό. Εκπρόσωποι του Μοροζίνι ήταν ο Σκωτσέζος Annant και ο Κτητικός ευγενής Στέφανος Σκορδίλης. Η συνθήκη που συντάχθηκε με κάθε επιμέλεια, υπογράφτηκε στις 16 Σεπτεμβρίου και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν αμέσως. Ο Βενετός αρχιστράτηγος είχε 12 μέρες προθεσμία να εκκενώσει την πόλη.

Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, ο χριστιανικός πληθυσμός του Χάνδακα μπορούσε να φύγει συναποκομίζοντας την κινητή του περιουσία. Στις 27 Σεπτεμβρίου η πόλη είχε εκκενωθεί. Ο τελευταίος που εγκατέλειψε τον Χάνδακα ήταν ο Γερμανός αξιωματικός Χριστόφορος Degenfeld. Λέγεται ότι μόνο 2 γέροντες ιερείς και μία γυναίκα δεν θέλησαν να φύγουν. Έμειναν επίσης και οι λίγες οικογένειες των Εβραίων. Όταν ο Κιοπρουλής μπήκε στον Χάνδακα, στις 4 Οκτωβρίου, βρήκε μια πόλη έρημη, σε σωρούς ερειπίων. Ο Μοροζίνι μετέφερε τους δυστυχείς κατοίκους στο νησάκι Δίας, ανοιχτά του Ηρακλείου και από εκεί πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, στα Επτάνησα και αλλού.

Ο Μοροζίνι είχε την πρόνοια να πάρει μαζί του, σύμφωνα με ειδικό όρο της συνθήκης, ολόκληρο το αρχείο του Βασιλείου της Κρήτης. Πέντε πλοία φορτώθηκαν με το αρχειακό υλικό και τρία έφτασαν στην Βενετία. Η Βενετία πάντα ήλπιζε πως θα ανακτούσε την Κρήτη και τότε θα είχαν ανάγκη τις πληροφορίες των εγγράφων για την ανασυγκρότηση της εξουσίας τους. Αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ, αλλά χάρη στη σοφή πρόνοια του Μοροζίνι σώθηκε μεγάλο μέρος από τις αυθεντικές πηγές της Κρητικής Ιστορίας κατά τη μακρόχρονη περίοδο της βενετοκρατίας.

Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

    Αφήστε μια απάντηση

    Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *