Η πολιορκία του Ναυπλίου είχε ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 1821. Με την κάθοδο του Δράμαλη στην Πελοπόννησο σχεδόν παρέλυσε. Άρχισε πάλι να οργανώνεται από ξηρά και θάλασσα μετά την νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια.
Η προσπάθεια του τουρκικού στόλου να ανεφοδιάσει τους πολιορκημένους στα μέσα Σεπτεμβρίου είχε αποτύχει και ο ελληνικός στόλος, που είχε αποκλείσει τον Αργολικό κόλπο, ματαίωσε λίγο αργότερα και την προσέγγιση ξένων πλοίων που μετέφεραν τρόφιμα. Από ξηρά οι παρενοχλήσεις των Ελλήνων, που πριν και μετά την καταστροφή του Δράμαλη δεν είχαν διακοπεί, έγιναν εντονότερες μετά την υποχώρηση του Τούρκου πασά στην Κόρινθο και τον εκεί θάνατό του, κάθε φορά που οι Τούρκοι αποτολμούσαν εξόδους στην πεδιάδα του Ναυπλίου για εξεύρεση τροφών.
Στις 8 Αυγούστου πενήντα Τούρκοι ιππείς και 600 πεζοί επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών θέσεων και κατόρθωσαν να απομακρύνουν τους άνδρες που είχαν ορισθεί για τη φύλαξη τους, αφού συνέλαβαν 14 αιχμαλώτους και ανάμεσα τούς τους οπλαρχηγούς Καβαλλαράκη και Κουμουντάκο ή Κουμαντάκο. Μια καινούργια απόπειρα των Τούρκων στις 14 Αυγούστου για συγκέντρωση καρπών αντιμετωπίστηκε από ενέδρα που είχαν στήσει οι Έλληνες, και οι Τούρκοι γύρισαν άπρακτοι στη βάση τους, αφού άφησαν στον τόπο της σύγκρουσης 26 νεκρούς, ενώ 18 αιχμαλωτίστηκαν. Στη μάχη αυτή έπεσε νεκρός και ο Νικόλαος Σταματελόπουλος, αδελφός του Νικηταρά, που είχε υπηρετήσει παλαιότερα στον αγγλικό στρατό της Επτανήσου και κατά τον Φωτάκο όταν άρχισε η Επανάσταση «εχρησίμευσεν ως διδάσκαλος της τακτικής».
Μετά το θάνατο του Νικόλαου Σταματελόπουλου την αρχηγία των δυνάμεων που πολιορκούσαν την πόλη ανέλαβε ο Στάικος Σταϊκόπουλος από τη Ζάτουνα Γορτυνίας, που βρισκόταν εκεί επικεφαλής των Αργείων. Οι πολιορκημένοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν την περίπτωση της συνθηκολόγησης και της παράδοσης του Ναυπλίου.
Ημέρα με την ημέρα το ηθικό των Τούρκων κάμπτονταν όλο και περισσότερο και ο Κολοκοτρώνης με γράμμα της 19ης Οκτωβρίου απευθύνθηκε στους «μπέηδες και τους αγάδες του Αναπλιού και του Παλαμηδιού» και αφού τους τόνιζε ότι κάθε ελπίδα για ανεφοδιασμό από την Κόρινθο είχε χαθεί, τους καλούσε να παραδοθούν, δίνοντας τους την υπόσχεση ότι θα μπορέσουν να φύγουν ανενόχλητοι χωρίς να πειραχθούν.
Στην πρόταση του Κολοκοτρώνη οι Τούρκοι δεν έδωσαν αμέσως απάντηση. Πίστευαν ότι οι ομοεθνείς από την Κόρινθο δεν θα τους άφηναν αβοήθητους. Εξ άλλου ακόμη ήλπιζαν σε βοήθεια από τη θάλασσα. Όταν όμως στις 5 Νοεμβρίου μια αγγλική γολέττα, που μετέφερε τρόφιμα από τη Σμύρνη, αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες, οι ελπίδες τους λιγόστεψαν.
Οι Τούρκοι έστειλαν λίγους άνδρες στην Κόρινθο να αναγγείλουν ότι η κατάσταση των Τούρκων στο Ναύπλιο ήταν τραγική και ότι θα παραδίδονταν. Ο Ντελή Αχμέτ, ο οποίος συστηματικά προμήθευε με τρόφιμα τους Τούρκους του Ναυπλίου, το βράδυ της 27ης προς την 28η Νοεμβρίου 1822, με 6.000 άνδρες και πυρπολικό έφτασε στη Κουρτέσα. Ο Κολοκοτρώνης ο οποίος υποπτευόταν ότι θα περνούσαν από το Στενό του Αγίου Σώστη, διέταξε το Νικηταρά, τον Παπα-Αρσένη Κρέστα ,τον Κόλιο Μπακόπουλο, τον Χατζηχρήστο και άλλους να καταλάβουν επίκαιρες θέσεις και να εμποδίσουν με κάθε θυσία την πορεία των Τούρκων προς το Ναύπλιο. Η μάχη που ακολούθησε κατέληξε νικηφόρα για τους Έλληνες, γεγονός που επίσπευσε την πτώση του Ναυπλίου.
Οι διαπραγματεύσεις, όμως, ανάμεσα στους αρχηγούς των δύο πλευρών αργούσαν. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι αδημονούσαν. Δύο Αλβανοί ή Τούρκοι από τους κλεισμένους στο Παλαμήδι, κατέβηκαν κρυφά και καθώς πλησίαζαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων έγιναν αντιληπτοί από Δημήτρη Μοσχονησιώτη, από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, που τους συνέλαβε και τους οδήγησε στον Σταϊκόπουλο, στρατοπεδευμένο στην βόρεια πλευρά του Παλαμηδιού.
Οι δύο Αλβανοί ανέφεραν στον Σταϊκόπουλο για την αδυναμία της φρουράς στο Παλαμήδι και του αποκάλυψαν ότι η κατάληψη του θα ήταν ευχερέστατη. Ο Σταϊκόπουλος με τον Μοσχονησιώτη και τον Ιταλό φιλέλληνα Γκουβερνάτι και με 350 άνδρες προχώρησαν μέσα στην ασέληνη και βροχερή νύχτα, έχοντας μαζί τους σκάλες που είχαν πάρει μαζί τους από την Αγία Μονή της Άρειας. Πλησίασαν τη Γιουρούς-Τάπια, που και χαμηλότερη από τις άλλες και αφύλακτη ήταν, και μπήκαν στο κάστρο, πρώτα ο Μοσχονησιώτης και ύστερα οι άλλοι. Η κατάληψη των προμαχώνων του Παλαμηδιού ήταν εύκολη, καθώς οι έκπληκτοι από την έφοδο Τούρκοι εγκατέλειπαν την θέση τους και κατέβαιναν στην πόλη.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν στα Δερβενάκια, όταν έφτασε στο Παλαμήδι έγραψε στους «Οθωμανούς ευρισκόμενους εντός του φρουρίου και της πόλεως Ναυπλίας» και τους έδινε προθεσμία τριών ωρών για να παραδώσουν «το φρούριον και το Ιτς Καλέ» απειλώντας τους ότι σε αντίθετη περίπτωση θα γίνονταν «ανάλωμα του πυρός των κανονιών».
Οι επιφυλάξεις ορισμένων Τούρκων, που επέμεναν την τελευταία εκείνη στιγμή για συνέχιση της αντίστασης, δεν επηρέασαν την εξέλιξη των γεγονότων και αποφασίσθηκε να συνταχθεί η συνθήκη παράδοσης του Ναυπλίου, που υπογράφτηκε από τους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς αξιωματούχους του Ναυπλίου στις 3 Δεκεμβρίου 1822.
Η πολιορκία του Ναυπλίου και η πτώση του σημαντικού αυτού κάστρου, που αποτελούσε την πύλη της Πελοποννήσου από τη πλευρά του Αιγαίου και που για την κατάληψη του είχαν αγωνισθεί οι Έλληνες, πανηγυρίσθηκε από όλον τον Ελληνισμό.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] και στη θάλασσα. Συνέπεια αυτής της αποτυχίας ήταν η πτώση του Ναυπλίου δύο μήνες […]