Το μυθιστόρημα «Η Πάπισσα Ιωάννα» είναι ένα πολύ δουλεμένο λογοτεχνικό κείμενο. Υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις, χτυπητές λέξεις και γεγονότα που λέγονται και ξαναλέγονται. Όμως είναι ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε στο πόδι και φανερώνει ένα μεγάλο τεχνίτη του λόγου. Το ότι πήρε την «Πάπισσα Ιωάννα» από τον Σπανχάιμ δε σημαίνει ότι ο Εμμανουήλ Ροΐδης δεν έκανε τίποτα. Το κακό είναι ότι δεν είπε λέξη για αυτήν την πηγή, ενώ, αντίθετα, μας λέει ένα σωρό ιστορίες για το πού και πώς την εμπνεύστηκε.
Η αξία της έγκειται στο ότι τάραξε τα νερά, όχι μόνο της εποχής του αλλά και της δικής μας σήμερα. Κάθε έκδοση της από τότε είναι ένα επεισόδιο και ένα πρόβλημα. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει επίσης ότι συνέδεσε εκείνα τα γεγονότα της ”Πάπισσας Ιωάννας” με ένα σωρό άλλα τρέχοντα γεγονότα της εποχής του, με αμέτρητες αναφορές στη δική μας ιστορία, μυθολογία και θρησκεία, με έναν απίστευτο πλούτο γνώσεων, που τον έφερε δημοσιογραφικά στο προσκήνιο.
«Η Πάπισσα Ιωάννα»
…Η Αγία Λιόβα φιλώντας στο μάγουλο την καινούργια πιστή, πρόσθεσε όλο χαρά:
”Για να βεβαιωθώ ότι η τάση σου για μοναστική ζωή είναι ειλικρινής, δε σου είπα ακόμη πιο τρισένδοξο μέλλον σε περιμένει και ποια ανεκτίμητη ανταμοιβή. Η Σεμίραμις έγινε βασίλισσα των Ασσυρίων, η Μοργκάνη των Βρετανών και η Βαθίλδη της Γαλλίας. Αλλά εσύ κοίτα τι θα γίνεις Ιωάννα.”
Τότε, μια παράδοξη οπτασία, ένα όνειρο μέσα στο όνειρο θάμπωσε την κοπέλα. Είδε να κάθεται σε θρόνο τόσο ψηλό, που το κεφάλι της, με τριπλή πολύτιμη κορόνα ακούμπαγε στα σύννεφα. Άσπρό περιστέρι πέταγε γύρω της και δρόσιζε με τα φτερά του. Πολύς λαός σπρωχνότανε γονατιστός στα πόδια του θρόνου της. Μερικοί θυμιάτιζαν με αργυρά λιβανιστήρια, που οι ατμοί τους γίνονταν μυρωδάτα νέφη, και άλλοι, πάνω σε πανύψηλες σκάλες, φίλαγαν με ευσέβεια τα σανδάλια της.
Έτυχε ποτέ, αναγνώστη, να ονειρευτείς ότι σε κρεμάνε ή πέφτεις από ψηλά σε τεράστιο βάραθρο; Τη στιγμή που σφίγγει το λαιμό σου το σκοινί ή πρόκειται να τσακιστεί το σώμα σου, ξυπνάς και είσαι στο ζεστό σου στο κρεβάτι, με το σκούφο της νύχτας στο κεφάλι και το σκύλο σου στα πόδια.
Τίποτα πιο γλυκό από εκείνο το ξύπνημα! Ψάχνεις να βρεις τα μέλη σου και χαίρεσαι που είναι γερά. Ανοίγεις μετά τα μάτια και το παράθυρο για να μην ξανάρθει το κακό όνειρο. Αλλά αν έτυχε να δεις ότι βρήκες την πέτρα των αλχημιστών ή γυναίκα φρόνιμη και ξυπνήσεις τη στιγμή που άπλωνες το χέρι να πιάσεις τα άπιαστα αυτά πράγματα, τότε όλα σου φαίνονται δυσάρεστα και χωρίς γεύση. Διώχνοντας τη στενόχωρη πραγματικότητα, χώνεις το κεφάλι πάλι στο πάπλωμα ζητώντας με κάθε τρόπο να ξαναδείς τα φαντάσματα που φεύγουν.
Κάτι τέτοιο αισθάνθηκε και η Ιωάννα όταν ξύπνησε. Βρέθηκε πάλι φτωχιά, απροστάτευτη και μόνη, κοντά στο νεοσκαμμένο τάφο του πατέρα της. Ο φιλόξενος Αρκούλφος ήρθε σε λίγο, για να προσφέρει στο ορφανό τροφή και παρηγόρια,. Αλλά η Ιωάννα έσπρωξε πέρα και τα λόγια και τα ανάλατα χόρτα του καλού ασκητή.
Πού είναι το πιο κοντινό μοναστήρι;” ρώτησε.
”Της Αγίας Βλιθρούρδης στη Μοσβάχη”, αποκρίθηκε έκπληκτος ο γέρος, δείχνοντας με τρεμάμενο χέρι ανατολικά. ”Ευχαριστώ”, απάντησε. Και σφίγγοντας τη ζώνη της βιάστηκε να φύγει κατά που της είχε δείξει ο ασκητής, με σκοπό να κατακτήσει τ΄αγαθά που της υποσχέθηκε η Λιόβα…
Πηγή: Η Πάπισσα Ιωάννα, Εμμανουήλ Ροΐδης, εκδ. Λιβάνη