Η οχύρωση της Αθήνας

Από τις πρώτες φροντίδες των Αθηναίων, μετά τα Μηδικά, ήταν η οχύρωση της Αθήνας και του Πειραιά. Αν ακολουθούσαν κατά γράμμα το πνεύμα της ναυτικής πολιτικής του Θεμιστοκλή, όπως βρήκαν την πόλη τους κατεστραμμένη όταν γύρισαν πίσω οι κάτοικοι, ίσως να την εγκατέλειπαν για να ιδρύσουν μια νέα πόλη στον Πειραιά, οχυρώνοντάς την. Υπήρχαν όμως λόγοι συναισθηματικοί και ιστορικοί που αντιμάχονταν αυτό το σχέδιο. Η ύπαρξη κάθε πολίτη ήταν ακατάλυπτα δεμένη με την Αθήνα, την εστία των προγόνων του, τον χώρο όπου υπήρχαν τα ιερά των θεών του και ιδίως η Ακρόπολη, η συνυφασμένη με τις πανάρχαιες παραδόσεις της Αττικής, και της λατρείας της Παλλάδας, προστάτριας της μοίρας της πόλης.

Η οχύρωση της Αθήνας

Ο Θεμιστοκλής, πνεύμα τελείως απελευθερωμένο από την προσκόλληση στις παραδόσεις, με ιδέες που προηγούντο πάρα πολύ από την εποχή του, έβλεπε βασικά την ουσία των προβλημάτων, χωρίς να παρασύρεται από συναισθηματισμούς. Συλλαμβάνοντας παλαιότερα το ναυτικό του πρόγραμμα, οραματίστηκε να γίνει η Αθήνα ισχυρό ναυτικό κράτος, οπότε βάση της θα ήταν το λιμάνι, γι’ αυτό και θα προτιμούσε τώρα να οχυρωθεί ο Πειραιάς και να εγκατασταθούν οι Αθηναίοι στον χώρο του. Αν προχωρούσαν στην ανοικοδόμηση της Αθήνας, θα έπρεπε να γίνουν, από την αρχή σχεδόν, δύο πόλεις που για να είναι απρόσβλητες από κάθε εχθρό, είτε από τη στεριά είτε από τη θάλασσα παρουσιαζόταν ο κίνδυνος, θα χρειαζόταν να ενωθούν μεταξύ τους με άλλο τείχος, ώστε η επικοινωνία να είναι εξασφαλισμένη. Αν πετύχαινε η επεκτατική πολιτική της Αθήνας, δεν ήταν απίθανη μια εισβολή των Σπαρτιατών, πράγμα που δεν θα συνέβαινε για πρώτη φορά και ήταν ένας μόνιμοςφόβος των Αθηναίων.

Στο σχέδιο μετοικεσίας των Αθηναίων, λογικό ήταν να αντιδράσει το συντηρητικό κόμμα, που έβλεπε στην εγκατάλειψη της Αθήνας την αποδυνάμωση της στρατιωτικής προστασίας της Αττικής, οπότε θίγονταν αμέσως οι γαιοκτήμονες και ο αγροτικός πληθυσμός, γιατί έμεναν ανυπεράσπιστοι απέναντι σε εχθρική εισβολή.

Είχε γίνει συνείδηση στους Αθηναίους ότι το ναυτικό είχε σώσει την πόλη στους εθνικούς πολέμους, γεγονός που οφειλόταν στο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή, γι’ αυτό και όλοι αισθάνονταν ότι ήταν ανάκη να ολοκληρωθεί αυτό το πρόγραμμα, τώρα μάλιστα που νέοι ορίζοντες ανοίγονταν για την Αθήνα. Αποφασίστηκε να τειχισθεί και πάλι η Αθήνα σε ευρύτερη όμως από πριν έκταση και να συμπληρωθεί η οχύρωση του Πειραιά και των τριών λιμανιών του.

Όταν έγινε γνωστό το σχέδιο των ΑΘηναίων να οχυρώσουν την πόλη τους, η αντίδραση της Σπάρτης ήταν άμεση. Οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών, αλλά και οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι ανησύχησαν. Η ανεξαρτητοποίση της Αθήνας με το ισχυρό ναυτικό που διέθετε εκείνη τη στιγμή και με την αίγλη που είχε αποκτήσει η πόλη από τους πολέμους, ήταν δυσάρεστο προμήνυμα. Πρεσβεία σπαρτιατική έφτασε αμέσως στην Αθήνα και ζήτησε να σταματήσει η ανοικοδόμηση του τείχους. Η δικαιολογία τους ήταν πως δεν έπρεπε, αν ξανάρχονταν οι βάρβαροι, να βρουν οχυρωμένες πόλεις, για να μην τις χρησιμοποιήσουν ως ορμητήρια, όπως είχε συμβεί με τη Θήβα. «Ολόκληρη η Πελοπόννησος ήταν αρκετή για καταφύγιο και αφετηρία για επίθεση». Η πρόταση αυτή δείχνει την ιδιότυπη ιστορική συνείδηση της Σπάρτης, καθώς και τον περιορισμένο ορίζοντα της πολιτικής της σκέψης, που εξακολουθούσε να θεωρεί την Πελοπόννησο καρδιά όλης της Ελλάδας.

Οι Αθηναίοι έστειλαν πίσω την σπαρτιατική αντιπροσωπεία, δηλώνοντας ότι θ απήγαινε δική τους αντιπροσωπεία στην Σπάρτη για να συνεννοηθεί με τις αρχές. Οι Αθηναίοι έστειλαν τον Θεμιστοκλή, αργότερα θα πήγαιναν και ο Αριστείδης και ο Αβρώνιχος. Παράλληλα, όλοι οι Αθηναίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, άρχισαν να εργάζονται για να χτιστεί το τείχος της πόλης το συντομότερο δυνατόν. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, επειδή ο χρόνος πίεζε θα χρησιμοποιούσαν στην οικοδόμηση ό,τι υλικό έτοιμο έβρισκαν διαθέσιμο, είτε από ιδιωτικά είτε από δημόσια κτίρια που κείτονταν γκρεμισμένα.

Ο Θεμιστοκλής καθυστερούσε να παρουσιασθεί στις αρχές της Σπάρτης, με την δικαιολογία ότι περίμενε και τους άλλους δύο πρέσβεις. Στην πραγματικότητα περίμενε να περάσει λίγος καιρός, να χτιστεί ικανό μέρος του τείχους, ώστε να φέρει τους Σπαρτιάτες προ τετελεσμένου γεγονότος. Τελικά ο Θεμιστοκλής παρουσιάστηκε στη Απέλλα, για να δηλώσει πως η Αθήνα είχε πια τειχισθεί, για να μπορεί να σώζει όσους μένουν εκεί, και να γνωρίζουν οι Λακεδαινόνιοι ότι από εδώ και πέρα μιλούν με ανθρώπους που ξέρουν να διακρίνουν τι συμφέρει αυτούς και την πολιτεία τους. Οι Σπαρτιάτες δεν θέλησαν να δείξουν στους Αθηναίους πόσο είχαν δυσαρεστηθεί.

Τον επόμενο χρόνο (477/6π.Χ.), άρχισε και η ολοκλήρωση της οχύρωσης του Πειραιά. Τα τείχη του Πειραιά κατασκευάστηκαν με μεγάλη προσοχή γιατί δεν υπήρχε βιασύνη και γιατί ο Θεμιστοκλής έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην εξασφάλιση του Περαιά και των λιμανιών του.

Μ επληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους