Η οικονομία των ελληνικών περιοχών της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι κατ’ εξοχήν αγροτική. Η θαλάσσια οικονομία στηρίζεται στην ανάπτυξη του εμπορίου που ωφελήθηκε από τη διεθνή πολιτική συγκυρία είτε γιατί αυτή έδιωχνε τα ευρωπαϊκά καράβια από την Μεσόγειο, είτε γιατί ευνοούσε άμεσα την ελληνική ναυτιλία (Κιουτσούκ-Καϊναρτζή).

Η αγροτική οικονομία
Ο τρόπος παραγωγής προσδιορίζεται από την ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος (δηλαδή του τμήματος της παραγωγής που συνιστά πλεόνασμα), η οποία επιτελείται με μορφή προσόδων φεουδαλικού τύπου και γαιοπροσόδου. Οι πρώτες καταβάλλονται από τους άμεσους παραγωγούς στο κράτος και στους εκπροσώπους της κυρίαρχης οθωμανικής κοινωνίας, ορισμένοι από τους οποίους ανήκουν στην οικονομικά κυρίαρχη τάξη. Η καθαυτή γαιοπρόσοδος καταβάλλεται από τους άμεσους παραγωγούς στους ιδιοκτήτες γης. Η τελευταία καταβάλλεται μικτά, δηλαδή σε χρήμα (διαφορική) και σε προϊόν (φυσική).
Τον κύριο όγκο των καλλιεργειών εκπροσωπούν τα δημητριακά, όπου προεξάρχουν το σιτάρι και τι κριθάρι, και στον προχωρημένο 18ο αιώνα προστίθεται και το καλαμπόκι. Οι «βιομηχανικές» καλλιέργειες (βαμβάκι, λινάρι, μετάξι, χρωστικές φυτικές ύλες) παρουσιάζουν μια γεωγραφική κατανομή που εν μέρει είναι αποτέλεσμα διαρθρώσεων των καλλιεργειών. Το ίδιο ισχύει και για την επέκταση της σταφιδοκαλλιέργειας στη βόρεια Πελοπόννησο. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές προκαλούνται κυρίως από την εξωτερική ζήτηση ή δέχονται τα ερεθίσματα από τη ζήτηση αυτή.
Η ατομική ιδιοκτησία που ξεπερνά τα όρια της τυπικής οικογενειακής εκμετάλλευσης δεν είναι δημιούργημα του 18ου αιώνα, αλλά αντίθετα αποτελεί μια σταθερή, που προϋπάρχει πριν από την οθωμανική κατάκτηση και ενισχύεται από αυτήν στα πλαίσια των μουσουλμανικών πληθυσμών. Η ιδιοποίηση καλύπτεται και συνεχίζεται σε πολλές περιπτώσεις με τη βακουφοποίηση των γαιών, που επιτρέπει μια διαιώνιση των ατομικών δικαιωμάτων πάνω σε αυτές.
Ωστόσο, τον 19ο και τον αρχόμενο 19ο αιώνα η ιδιοποίηση γνωρίζει μεγαλύτερη ένταση και καταλήγει στη δημιουργία μεγάλων γαιοκτησιών που αγκαλιάζουν όλο τον καλλιεργήσιμο χώρο της κοινότητας, δηλαδή σε μετατροπή μεγάλου χώρο της υπαίθρου σε τσιφλίκια. Στη διαδικαίαι της συγκέντρωσης της γης βρισκόμαστε μπροστά στη μετάβαση από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο ήδη δημιουργημένων μεγάλων γαιοκτησιών, καθώς και στην ιδιοποίηση ολόκληρων κοινοτήτων καταχρεωμένων ή και ατομικών μεταβιβάσεων γαιών που ανήκουν στα όρια των τυπικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Οι αγορές μεγάλων γιαοκτησιών δεν φαίνεται να εγγράφονται σε μια διαδικασία αυξήσεως της αξίας της γης, αλλά αντίθετα στην υποτίμηση της. Η συγκέντρωση της γης δεν συνεπάγεται και επέκταση των καλλιεργειών με την αξιοποίηση των περιθωριακών γαιών, καθώς συμπεραίνει κανείς από την ύπαρξη ακαλλιέργητων εδαφών στα ιδιόκτητα χωριά και στις μοναστηριακές περιουσίες. Επίσης, η έκπτωση των χωρικών από τις ιδιοκτησίες τους δεν φαίνεται να τους αποδεσμεύει, αλλά αντίθετα να τους καθηλώνει στη γη, εκεί που φορείς της συγκέντρωσης είναι παράλληλα και φορείς της πολιτικής εξουσίας. Οι τελευταίοι προσπαθούν να επιλύσουν την δυσαναλογία ανάμεσα στη διαθεσιμότητα γαιών και στο δημογραφικό δυναμικό με τη μεταφορά αγροτικών πληθυσμών από αλλού.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να υπολογίσει τον όγκο της αγροτικής παραγωγής στις ελληνικές περιοχές κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, να δείξει τη σύνθεση της, να την σταθμίσει με τον πληθυσμό και κυρίως να δεν σε ποιες αναλογίες συμμετέχει, σε σχέση με τη βιοτεχνία, στην αγορά τόσο στην εσωτερικά όσο και την εξωτερική.
Το εμπόριο
Η κυκλοφορία και ανταλλαγή των αγαθών στο εσωτερικό πραγματοποιούνται με τρεις τύπους αγοράς: τη διαρκή αγορά, την εβδομαδιαία και τα ετήσια εμπορικά πανηγύρια. Οι δύο πρώτοι τύποι συνήθως συνυπάρχουν τόσο στο επίπεδο των πόλεων όσο των μικρότερων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων. Τα εμπορικά πανηγύρια πραγματοποιούνται έξω από τις πόλεις αλλά πάντα σε νευραλγικά σημεία του συστήματος των επικοινωνιών.
Η διαρκής αγορά των πόλεων, όπου συγκεντρώνεται η αγροτική παραγωγή για να διοχετευτεί στο εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων ή και συγκλίνουν παράλληλα οι εισαγωγές για να διοχετευτούν με τη σειρά τους στην ενδοχώρα, αποτελούν συγχρόνως και τα κέντρα όπου πραγματοποιούνται και οι συμφωνίες ανάμεσα στους αγοραστές και στους πωλητές με την απλή επίδειξη δείγματος.
Η περιοδική αγορά συγκεντρώνει τους πληθυσμούς των χωριών που βρίσκονται κοντά σε αυτήν και τους επιτρέπει να εμπορευματοποιούν μέρος της φθαρτής παραγωγής τους ή και των διατηρήσιμων προϊόντων τους.
Η εσωτερική αγορά λειτουργεί κυρίως με τα αγαθά που παράγονται μέσα στην ίδια τη χώρα. Τα εισαγόμενα είδη περνούν σε αυτή και ανακατανέμονται με το σύστημα του εμπορίου των μεγάλων αποστάσεων. Ωστόσο η κατανάλωση αυτών των προϊόντων δεν είναι μεγάλη ούτε στους ίδιους στους κύριους εισαγωγικούς κόμβους. Η κατανάλωση επιτυγχάνεται με τη διοχέτευση στο εσωτερικό, δηλαδή με την απεριόριστη κατανομή που δείχνει την ανελαστικότητα της αγοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με ορισμένες ντόπιες βιοτεχνίες δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο συνδεόμενες με την εξωτερική αγορά. Ο κύριος αγωγός αυτού του εμπορίου είναι τα εμπορικά πανηγύρια που δίνουν τη δυνατότητα της περιοδικής προσφοράς μεγάλης ποικιλίας εμπορευμάτων και συνακόλουθα την κατανομή τους μέσω των πραγματευτάδων σε όλα τα σημεία της ενδοχώρας.
Η οικονομία των ελληνικών περιοχών και όλης της οθωμανικής αυτοκρατορίας κινείται, ως προς τις συναλλαγές της με τη Δύση, μέσα στο πλαίσιο που η τελευταία είχε επιβάλει από τα μέσα του 16ου αιώνα: τα αγροτικά προϊόντα έναντι βιοτεχνικών. Ο ρόλος των ντόπιων είναι ο ρόλος των ενδιάμεσων και η πίεση τους ασκείται βασικά προς την κατεύθυνση των αγροτικών παραγωγών και όχι των μισθωτών που απασχολούνται στις βιοτεχνίες των πόλεων και των μικρότερων αστικών σχηματισμών. Τα προϊόντα που φθάνουν στο εμπόριο είναι το αποτέλεσμα ιδιοποιήσεων που είτε δεν περνούν από το μηχανισμό της αγοράς είτε αυτή η τελευταία διαρθρώνεται με τρόπο ώστε να ελέγχεται από τους ενδιάμεσους μέσω του συστήματος της συμπιέσεως των τιμών σε βάρος του άμεσου παραγωγού.
Η θαλάσσια οικονομία
Η θαλάσσια οικονομία στηρίζεται στην ανάπτυξη του εμπορίου. Η ανάπτυξη ωστόσο της ναυτιλίας υπήρξε το σύνδρομο της όλης εμπορικής διακίνησης στην ανατολική και δυτική Μεσόγειο στον 18ο αιώνα, διακίνηση που γίνεται μέσα σε συνθήκες ανταγωνισμού, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Γάλλους και στους Άγγλους, ο οποίος επιτρέπει τη συμμετοχή των Ελλήνων στο εμπόριο των εθνών αυτών ήδη στο α’ ήμισυ του 18ουα αιώνα. Η δημιουργία του ναυτικού του Μεσολογγίου, που μετρούσε 75 πλοία το 1764, από τα οποία τα 57 είχαν ναυπηγηθεί σε ελληνικούς ταρσανάδες, αποτελεί το πρώτο σημαντικό δείγμα μιας ναυτιλίας που συγκροτείται εν όψει του εμπορίου ανάμεσα στα δύο τμήματα της Μεσογείου στον 18ο αιώνα.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html
[…] δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας η οικονομία των ελληνικών περιοχών βρισκόταν σε μια τάση ανόδου, […]