Πιστεύεται ότι η Νάουσα κατέχει τη θέση του αρχαίου Κιτίου. Το 1929 είχε αποκαλυφθεί στην περιοχή δάπεδο αρχαίας κατοικίας που είχε καλυφθεί με μωσαϊκά του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Η θέση όμως αυτή είχε εγκαταλειφθεί.
Στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα μ.Χ., ένας Τούρκος λόγιος κατόρθωσε να να αποσπάσει προνόμια για εκείνους που ήθελαν να κατοικήσουν στην περιοχή, κτίζοντας νέα πόλη. Οι πόλεμοι και οι λεηλασίες είχαν ερημώσει τον τόπο που χρειαζόταν χέρια για να δουλευτεί. Ο Τούρκος λόγιος εξασφάλισε ότι στη νέα πόλη δεν θα κατοικούσε κανένας Οθωμανός παρά μόνο ο στρατιωτικός διοικητής και ο καδής. Οι κάτοικοι θα πλήρωναν ελάχιστους φόρους που θα πήγαιναν στο βακούφι του Εβρενός στα Γιαννιτσά και θα είχαν το δικαίωμα να αυτοδιοικούνται.
Η νέα πόλη ονομάστηκε Νιάουστα. Κατά μία εκδοχή, από παραφθορά της βυζαντινής Νέας Αυγούστας. Κατά μία άλλη, επειδή ο κύριος όγκος των κατοίκων απαρτίστηκε από πρόσφυγες από την Παλιανιάουστα.
Η φυσική οχύρωση της θέσης της εξασφάλιζε την ησυχία από τα κατά καιρούς διερχόμενα μπουλούκια ενόπλων. Τα προνόμια, η έλλειψη απευθείας παρουσίας του δυνάστη και η εργατικότητα των νέων κατοίκων, μετέτρεψαν τη Νάουσα σε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο με διασυνδέσεις και με το εξωτερικό (Αυστρία). Κρασί, υφαντική και βαφική, αλλά και λεπτουργία, χρυσοχοΐα και οπλοποιία ήταν οι κύριες δραστηριότητες των Ναουσαίων. Κάποια στιγμή η Νάουσα αριθμούσε χίλια σπίτια με πληθυσμό αμιγώς ελληνικό.
Όπως συνέβη και στην Κοζάνη, στα τέλη του 18ου αιώνα,οι Ναουσαίοι είχαν μοιραστεί σε δύο στρατόπεδα: των συντηρητικών και των προοδευτικών. Οι συντηρητικοί της Νάουσας, με αρχηγό το Μάμαντα, ζήτησαν τη βοήθεια του Αλή Πασά. Οι προοδευτικού με αρχηγό τον Ζαφειράκη, προσέφυγαν σε Τούρκους μπέηδες της Θεσσαλονίκης. Ο Αλή Πασάς έσπευσε να βοηθήσει τους συντηρητικούς στα 1804, κυριεύοντας τη Νάουσα και λεηλατώντας την. Την κράτησε υπό την κατοχή του ως τα 1816, οπότε υποχρεώθηκε να πάρει τα στρατεύματα του από εκεί.
Στα 1822 καθώς η Ελληνική Επανάσταση συμπλήρωνε σχεδόν ένα χρόνο στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη, οι Φιλικοί διέτρεχαν την υπόλοιπη Ελλάδα, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν και τους Έλληνες της Μακεδονίας. Ο ξεσηκωμός στη Χαλκιδική ατύχησε αλλά οι προσπάθειες για μια νέα απόπειρα συνεχίστηκαν εντατικά.
Οι Τούρκοι το έμαθαν και διέταξαν να γίνει απογραφή του πληθυσμού, ώστε να εντοπίσουν τους νεοφερμένους στις μακεδονικές επαρχίες. Όταν ξεσηκώθηκαν και τα χωριά του Ολύμπου, οι Τούρκοι ζήτησαν από τις οικογένειες των προκρίτων της Μακεδονίας να στείλουν ομήρους. Έτσι μόνο θα έπειθαν ότι ήταν νομοταγείς. Πολλοί πειθάρχησαν κι άλλοι αρνήθηκαν με διάφορες δικαιολογίες. Στη Νάουσα έγινε σύσκεψη. Ο μυημένος στη Φιλική Εταιρεία Ζαφειράκης, ο Άγγελος Γάτσος και ο οπλαρχηγός Καρατάσος αποφάσισαν να επισπεύσουν την Επανάσταση. Με λίγους άνδρες, κυρίευσαν την πόλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία, στις 22 Φεβρουαρίου 1822, στο κάστρο. Γάτσος και Καρατάσος, με 1800 άνδρες, πήγαν να καταλάβουν τη Βέροια που ήταν κλειδί στην περιοχή. Στη μάχη που ακολούθησε οι Έλληνες νίκησαν.
Από τη Θεσσαλονίκη όμως, ξεκίνησε στρατός με 16.000 Τούρκους. Οι Έλληνες υποχώρησαν στη μονή Δοβρά, όπου και οχυρώθηκαν. Εκεί, απέκρουσαν επίθεση 4.000 ανδρών και σκότωσαν 500 από αυτούς. Αλλά η θέση δεν θα μπορούσε να κρατηθεί για πολύ. Γύρισαν στη Νάουσα, όπου μπορούσαν να οργανώσουν την άμυνα τους.
Οι Τούρκοι έκαναν αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά της πόλης. Αποκρούστηκαν όλες με ηρωισμό. Τότε προχώρησαν σε άλλες μεθόδους Πλησίασαν τους συντηρητικούς αντιπάλους του Ζαφειράκη και τους έπεισαν να βοηθήσουν. Στις 13 Απριλίου οι Τούρκοι έκαναν γενική έφοδο. Την κατάλληλη στιγμή, κάποιος από τους μιλημένους άνοιξε την πύλη του Αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην πόλη, όπου ακολούθησαν φοβερές οδομαχίες και σφαγές. Τρεις χιλιάδες Έλληνες σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα.
Ο Ζαφειράκης κατάφερε να φτάσει στον πύργο του και να οχυρωθεί εκεί. Στον πύργο είχαν οχυρωθεί και πολλά γυναικόπαιδα. Έφτασαν και ο Γάτσος με τον Καρατάσο. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Αμύνθηκαν τέσσερις μέρες.
Στις 17 Απριλίου του 1822 αποφάσισαν έξοδο. Με ηρωισμό, έσπασαν τον κλοιό. Ο Καρατάσος, ο Γάτσος και 300 άνδρες πέρασαν και κατέβηκαν στο Μεσολόγγι. Ο Ζαφειράκης κι ο γιος του Καρατάσου έπεσαν στη μάχη. Τα κεφάλια τους στάλθηκαν στο Σουλτάνο. Τα γυναικόπαιδα δεν τα κατάφεραν. Οι Τούρκοι μπήκαν στον Πύργο κι άρχισαν να σφάζουν και να βιάζουν. Τότε, 13 κορίτσια της Νάουσας, μανάδες και παιδιά συγκεντρώθηκαν στη γέφυρα του Αραπίτσα, πάνω από τον καταρράκτη. Καθώς οι Τούρκοι τις πλησίαζαν, ρίχθηκαν στο ποτάμι προτιμώντας το θάνατο από την ατίμωση.
Μετά το πνίξιμο της Επανάστασης η Νάουσα γνώρισε την καταστροφή. Η πόλη ισοπεδώθηκε, πολλοί κάτοικοι σφαγιάστηκαν, άλλοι στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Τα προνόμια ανακλήθηκαν.
Η Νάουσα βουτήχθηκε στη φτώχεια και στην απελπισία. Για πολύ λίγο. Σύντομα, ο εναπομείνας πληθυσμός ξαναγύρισε στις παλιές ασχολίες του. Νέα εργαστήρια υφαντικής και νηματουργίας υψώθηκαν. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα νέα εργοστάσια χτίστηκαν: κλωστοϋφαντουργίας, νηματουργίας και κλωστήρια. Οι ρυθμοί ανάπτυξης επιταχύνθηκαν, οι αγορές της Δυτικής Ευρώπης άνοιξαν πάλι, η πόλη ευημερούσε.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Νάουσα είχε εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τους Ναουσαίους να οργανώνονται στο «Κέντρο Άμυνας Ναούσης» στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Νάουσα και την απελευθέρωσε στις 17 Οκτωβρίου 1912, μια μέρα μετά την απελευθέρωση της Βέροιας.
Στα 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η πόλη μπολιάστηκε με πολλούς πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί καθώς και στα γύρω χωριά. Στα 1955, χαρακτηρίστηκε ηρωική πόλη, όπως το Μεσολόγγι, το Σούλι, το Αρκάδι.
Από τη δεκαετία του 1950 και μετά ανθεί η κλωστοϋφαντουργία και νέες καλλιέργειες στον αγροτικό τομέα συντελούν στην παραπέρα ανάπτυξη της πόλης. Ο δασικός πλούτος του Βερμίου αξιοποιείται κατάλληλα. Αναπτύχθηκε και ο χειμερινός τουρισμός με τα χιονοδρομικά κέντρα στο Σέλι και Τρία Πέντε Πηγάδια.
Πηγή: http://www.enet.gr