Η μάχη των Πλαταιών (479π.Χ.)

Η μάχη των Θερμοπυλών ανέδειξε την ανδρεία και την τόλμη των Ελλήνων, η ναυμαχία στο Αρτεμίσιο αποτελούσε την πρώτη εμπειρία για τα ελληνικά πληρώματα του ελληνικού στόλου και η ναυμαχία της Σαλαμίνας έδειξε τις δυνατότητες του ελληνικού ναυτικού. Η μάχη όμως που έδιωξε τους Πέρσες από τον ελλαδικό χώρο ήταν η μάχη των Πλαταιών.

Η μάχη των Πλαταιών (479π.Χ.)

Ο χειμώνας που ακολούθησε την ναυμαχία της Σαλαμίνας επέβαλλε διακοπή των επιχειρήσεων. Στο διάστημα αυτό η αντίθεση ανάμεσα στις πόλεις της Πελοποννήσου που δεν κινδύνευαν άμεσα από τους Πέρσες και στις πόλεις της Στερεάς έγινε εντονώτερη. Αθηναίοι, Μεγαρείς και Αιγινήτες πίεζαν τους Σπαρτιάτες για άμεσα στρατιωτική ενέργεια πέρα από τον Ισθμό για απλευθέρωση της Κεντρικής Ελλάδας. Μετά από αναβολές από μέρους των Σπαρτιατών με διάφορες προφάσεις, όπως η γιορτή των Υακινθίων, οι Σπαρτάτες διατάζουν τον Παυσανία να περάσει τον Ισθμό και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ ο Μαρδόνιος όταν πληροφορήθηκε τις κινήσεις του Παυσανία, εγκατέλειψε την Αττική και στρατοπέδευσε στη Θήβα. Πριν εκκενώσει την Αθήνα γκρέμισε και σκέπασε με χώμα ό,τι είχε απομείνει όρθιο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο: οι Πέρσες αποχώρησαν από την Αττική γιατί η χώρα ήταν ακατάλληλη για το ιππικό και σε περίπτωση ήττας ο στρατός του κινδύνευε να αποκοπεί. Αντίθετα η Θήβα είχε πεδιάδα κατάλληλη για το ιππικό τους. Ο Μαρδόνιος κατάφερε να παρασύρει τον ελληνικό στρατό στον χώρο που είχε διαλέξει. Τελικά όμως δεν κατάφερε να τον προσελκύσει βορειότερα, αλλά θα αναγκασθεί να επιτεθεί σε έδαφος ακατάλληλο για τον στρατό του.

Ο πελοποννησιακός στρατός του Παυσανία ενώθηκε με 3.000 Μεγαρείς, 8.000 Αθηναίους και 600 Πλαταιείς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η συνολική ελληνική δύναμη ήταν 39.000 βαριά οπλισμένοι πολεμιστές (οπλίτες) και 69.500 άνδρες με ελαφρύτερο οπλισμό. Την ηγεσία των Αθηναίων είχε ο Αριστείδης. Ο ελληνικός στρατός δεν διέθετε ιππικό και αυτό θα κάνει άνισο τον αγώνα του με τον στρατό του Μαρδόνιου. Οι Έλληνες έφτασαν στην Βοιωτία μετά τον περσικό στρατό. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν με τον αριθμό του Ηρόδοτου, που ανεβάζει τη δύναμη των Περσών σε 300.000 άνδρες συν 50.000 Έλληνες που είχαν μηδίσει, με τους περισσότερους να θεωρούν ότι οι Πέρσες είχαν περίπου 80.000 άνδρες.

Αντικειμενικός σκοπός του Μαρδόνιου ήταν να δοθεί η μάχη στην πεδιάδα του Ασωπού. Το κύριο μέρος του περσικού στρατού στρατοπέδευσε στη βόρεια όχθη του Ασωπού σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Θήβα. Στην παράταξη αυτή οι Πέρσες κατείχαν την αριστερή πτέρυγα, «οι μηδίζοντες Έλληνες» τη δεξιά και τα άλλα ασιατικά έθνη το κέντρο. Ο Μαρδόνιος κατασκεύασε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο μήκους δέκα σταδίων, με σκοπό είτε να καταφύγει εκεί ο στρατός σε περίπτωση ήττας είτε μάλλον προοριζόταν να χρησιμεύσει ως χαράκωμα από το οποίο οι τοξότες θα έρριχναν στην πεδιάδα τα βέλη τους, απρόσβλητοι από την ελληνική φάλαγγα των οπλιτών.

Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, στις κατώτερες υπώρειες του Κιθαιρώνα: οι Σπαρτιάτες τοποθετήθηκαν στην δεξιά πτέρυγα, οι άλλοι Έλληνες που αποτελούσαν το κέντρο της παράταξης, στις Ερυθρές, και οι Αθηναίοι που αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα στις Υσιές. Εμπρός στο ελληνικό μέτωπο εκτεινόταν μια πεδιάδα με λοφίσκους και χαράδρες ως τον Κιθαιρώνα. Πίσω από τον ελληνικό στρατό βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός τους.

Ο Μαρδόνιος έσετιελε εναντίον των Ελλήνων όλο το ιππικό του με αρχηγό τον Μασίστιο. Οι Μεγαρείς τοποθετημένοι σε ακατάλληλο σημείο ζήτησαν ενισχύσεις και έσπευσαν οι Αθηναίοι. Η συμπλοκή αυτή έληξε με νίκη των Ελλήνων. Η μάχη αυτή φαίνεται να κρίθηκε περισότερο από την υπεροχή των Ελλήνων οπλιτών σε ορεινό έδαφος. Ο Μαρδόνιος διδάχθηκε έτσι ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με το ιππικό του στο σημείο αυτό, απέσυρε το ιππικό του βόρεια του Ασωπού και άφησε την πρωτοβουλία της κίνησης στον Παυσανία, ελπίζοντας ότι οι Έλληνες θα προχωρούσαν στην πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό.

Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να φέρει την παράταξη του στρατού του κοντά στις Πλαταιές. Πιθανόν ενθαρρύνθηκε από την πρώτη επιτυχία και αντιμετώπισε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τη δυνατότητα μάχης σε πεδινό έδαφος. Ίσως όμως και η έλλειψη νερού να τον ανάγκασε να αλλάξει θέση.

Το μέτωπο σχηματίστηκε κατά τον Ηρόδοτο από δεξιά προς τα αριστερά ως εξής: Σπαρτιάτες, Τεγεάτες, Κορίνθιοι, Ποτειδαιάτες, Ορχομένιοι από την Αρκαδία, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι, Λεπρεάτες, Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, Φλειάσιοι, Ερμιονείς, Ερετριείς και Στυρείς, Χαλκιδείς, Αμπρακιώτες, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, Παλείς από την Κεφαλλονία, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Πλαταιείς και Αθηναίοι. Σύνολο περίπου 110.000 άνδρες.

Η νέα θέση άφηνε ένα κενό μπροστά στην περσική παράταξη, με αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη η διάβαση των Δρυός Κεφαλών. Η νέα θέση είχε επίσης το μειονέκτημα ότι άφηνε εκτεθειμένο το ελληνικό κέντρο. Ο Παυσανίας όμως απέβλεπε να προκαλέσει σε εκείνο το σημείο επίθεση του ισχυρού περσικού κέντρου, ώστε τα δύο άκρα (Σπαρτιάτες και Αθηναίοι) να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, όπως στον Μαραθώνα. Ο Παυσανίας όμως αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει ξανά θέση, πράγμα που αποδεικνύει την αδυναμία αυτής της μετακίνησης. Η τελική θέση των Ελλήνων ήταν η θέση που ονομαζόταν Νήσος, γιατί περιλαμβανόταν ανάμεσα σε δύο παραπόταμους της Ωερόης, παραπόταμου του Ασωπού.

Η μάχη των Πλαταιών έγινε στις 4 του μηνός Βοηδρομιώνος (27 Αυγούστου) του 479π.Χ., δεκατρείς μέρες μετά την κατάληψη της δεύτερης θέσης από τους Έλληνες. Μετά την ανατολή του ηλίου, οι Πέρσες ιππείς, που πέρασαν ξανά τον Ασωπό για να συνεχίσουν τις επιθέσεις των προηγούμενων ημερών διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους. Ο Μαρδόνιος έμαθε από τους ιππείς του την ελληνική υποχώρηση. Καθώς ήταν αποφασισμένος να δώσει την αποφασιστική μάχη, θέλησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε.

Η απόφαση του φαίνεται συνετή: Η ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα λόγω της αταξίας με την οποία εγκατέλειψαν τη δεύτερη θέση και κατέλαβαν την τρίτη και τελευταία θέση στρατοπέδευσης. Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμη και δεν θα είχαν ασφαλώς καμία δυσκολία να περάσουν από την υποχώρηση στην άμυνα ή στην επίθεση. Δεν υποπτεύθηκε πάντως ο Μαρδόνιος τη δυνατότητα παγίδας και οπωσδήποτε φαίνεται ότι παρασύρθηκε σε θέση όχι τόσο κατάλληλη για το ιππικό του.

Οι Πέρσες λοιπόν και «οι μηδίζοντες Έλληνες» εφόρμησαν εναντίον των τριών αυτών ελληνικών τμημάτων χωριστά. Τρεις συμπλοκές, η μία αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με κάποια αλληλοεξάρτηση αποτέλεσαν τη μάχη των Πλαταιών. Στην πρώτη, στη μάχη δηλαδή που συνήψαν οι Πέρσες με τους Σπαρτιάτες κρίθηκε οριστικά η τύχη του πολέμου και η τύχη της αρχαίας Ελλάδας.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους