Η μάχη του Αναλάτου ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας Ελλήνων και Φιλελλήνων εναντίον των Τούρκων, που όμως οδήγησε στο θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη και την οικτρή ήττα των Ελλήνων.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αρχικά διαφωνούσε με το σχέδιο των Τσώρτς, Κόχραν και Γκόρντον, ξένων φιλελλήνων στρατιωτικών, να επιτεθούν κατά μέτωπο στους Τούρκους που πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Ο Ρουμελιώτης, όμως, οπλαρχηγός παραμέρισε τον εγωισμό του και συντάχθηκε μαζί τους. Μετά από συζητήσεις, συμφώνησαν να επιτεθούν κατά μέτωπο.
Ο Καραϊσκάκης θεωρώντας το λόφο της Σικελίας (νότια του Κουκακίου) απροσπέλαστο στο εχθρικό ιππικό, σκέφτηκε να ανοίξει διάδρομο από τη Γαργαρέτα για την Ακρόπολη, πλευροκοπώντας την τουρκική δύναμη του λόφου του Φιλοπάππου, χτυπώντας από δύο πλευρές. Για να το επιτύχει όμως αυτό θα έπρεπε προηγουμένως να ενεργηθεί νυχτερινή απόβαση στους Τρεις Πύργους (Φαληρικό Δέλτα). Από εκεί και μέχρι τον Ανάλατο (νοτιοανατολικά του Αγίου Σώστη Ν. Σμύρνης σήμερα) ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί σειρά οχυρωμάτων.
Για την πραγματοποίηση θα προέλαυναν δύο φάλαγγες με διαφορετική κατεύθυνση. Η πρώτη με επικεφαλής τους Μπότσαρη, Τζαβέλλα, Βέικο, Δράκο, Βάσο, Καλλέργη και Νοταραίους, θα ξεκινούσε από τους Τρεις Πύργους. Ο Καραϊσκάκης επικεφαλής της δεύτερης φάλαγγας, μέσω του πυκνού ελαιώνα, θα ακολουθούσε τη γραμμή Κερατσινίου, Κορυδαλλού, Κοκκινιάς, Ρουφ, Μεταξουργείου, για να μπει τελικά στην Αθήνα. Θα έμεναν ακόμη 2.000 άνδρες στα στρατόπεδα Κερατσινίου-Καστέλλας, ενώ άλλες 2.000 θα ήταν έτοιμες να προστρέξουν σε βοήθεια της μιας ή της άλλης φάλαγγας. Την επιχείρηση, η οποία είχε ορισθεί για το βράδυ της 22ας προς την 23η Απριλίου, θα ενίσχυαν από τη θάλασσα όλα τα πλοία, ενώ ο Κόχραν και ο Τσωρτς θα παρακολουθούσαν την έκβαση της από τη φρεγάτα «Ελλάς».
Ο Καραϊσκάκης είχε δώσει διαταγή στις 22 του μηνός «τα στρατεύματα να μην πυροβολήσωσι αλλά να ησυχάσωσι δι’ όλης της ημέρας», εν όψει της βραδινής επιθέσεως. Κατά το μεσημέρι όμως κάποιοι νησιώτες άρχισαν να ακροβολίζονται κατά μήκος της τουρκικής γραμμής στο Νέο Φάληρο. Αμέσως έσπευσαν ορισμένοι οπλαρχηγοί, ανάμεσα τους και ο Νικηταράς, προσπαθώντας να θέσουν τέρμα στην αναταραχή. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης αν και άρρωστος με πυρετό, βγήκε από τη σκηνή του και έφθασε στον τόπο της συμπλοκής για να δώσει τέρμα στην αψιμαχία. Η εμφάνιση όμως του αρχηγού παρεξηγήθηκε από τους άνδρες του και έτρεξαν οι περισσότεροι να λάβουν μέρος στη μάχη.
Ο Κιουταχής αντιλαμβανόμενος την παρουσία του Καραϊσκάκη έστειλε το ιππικό του με αποτέλεσμα η συμπλοκή να εξελιχθεί σε κανονική μάχη. Ο Καραϊσκάκης περιτριγυρισμένος από το ελληνικό ιππικό κυνήγησε τους Τούρκους. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα, οπότε ξαφνικά και καθώς φαινόταν να λήγει αυτή η τρίωρη μάχη ο αρχηγός χτυπήθηκε από μία σφαίρα στο υπογάστριο. Το νέο του τραυματισμού και μόνο πάγωσε τους Έλληνες. Το τραύμα του Καραϊσκάκη ήταν θανάσιμο. Ο αρχηγός βλέποντας τους άνδρες του να κλαίνε, προσπάθησε να τους εγκαρδιώσει και συγχρόνως τους έδινε συμβουλές.
Ο Κόχραν, οποίος ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός και δεν τον εμπόδιζε κανένας συναισθηματισμός στο να συνεχίσει τον πόλεμο, επέμενε στην πραγματοποίηση του σχεδίου. Έτσι το πρωί της 24ης με αρχηγό τον Κίστο Τζαβέλλα, τα σώματα των Βάσου, Βέικου, Δράκου, Καλλέργη, Νοταραίων και άλλων αποβιβάστηκαν στους Τρεις Πύργους, έχοντας ως εμπροσθοφυλακή τον Μακρυγιάννη και τους Αθηναίους. Με προχειρότητα, τακτικοί και άτακτοι, προσπαθούσαν να ανοίξουν ταμπούρια σε τελείως ακατάλληλες θέσεις για αντιμετωπίσουν το εχθρικό ιππικό. Ο Κιουταχής κινήθηκε ταχύτατα. Έστειλε εναντίον τους ντελήδες του πεζικού και ισχυρό πεζικό. Ταυτόχρονα διέταξε και δράση του πυροβολικού, ενώ κίνησε και άλλες δυνάμεις εναντίον του Κερατσινίου ώστε να εμποδιστεί η κίνηση της δεύτερης φάλαγγας να διαβεί τον ελαιώνα και να σπεύσει σε βοήθεια των υπολοίπων.
Οι πρώτες επιθέσεις του πεζικού και του ιππικού αποκρούσθηκαν. Έπειτα, όμως, από πολλές εφόδους το πρώτο ελληνικό οχύρωμα καταλήφθηκε. Η μάχη πια γινόταν σώμα με σώμα και οι Έλληνες υποχωρούσαν και σφάζονταν. Την ίδια τύχη είχαν και οι τακτικοί. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα για να σωθούν.
Έτσι στο έλεος των Τούρκων έπεσε όλο το άνθος του ελληνικού στρατού, ο Λάμπρος Βέικος, ο Ιω. Νοταράς, ο Κώστας Τζαβέλλας, ο Γεώργιος Τζαβέλλας, ο Φώτος Φωτομαράς, ο Ιγγλέσης, ο Αθ. Τούσας Μπότσαρης, ο Αθηναίος Ζαχαρίτσας, και πολλοί άλλοι. Ο Γεώργιος Δράκος και ο Δημήτριος Καλλέργης αιχμαλωτίστηκαν. Ο Δράκος σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε και ο Καλλέργης αργότερα απελευθερώθηκε. Όσοι κατόρθωσαν να σωθούν έφθασαν σε κακή κατάσταση στον Πειραιά. Γρήγορα άρχισαν να διαλύονται. Οι Πετμεζαίοι με τους άνδρες τους γύρισαν στην Πελοπόννησο, ενώ ο Χατζημιχάλης αποσύρθηκε στο Φάληρο.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών