Την 17η Αυγούστου, την επομένη της μάχης του Χαμούρκιοϊ, στις 6 το πρωί έφθασαν στο Σάλκιοϊ οι στρατηγοί Τρικούπης και Διγενής με τα στρατηγεία τους, αμέσως ύστερα από την εμπροσθοφυλακή. Λίγο αργότερα, προσήλθαν οι διοικητές των μεραρχιών, 4ης, 9ης και 12ης για να λάβουν διαταγές. Στη συγκέντρωση ο διοικητής της 12ης μεραρχίας συνταγματάρχης Καλλιδόπουλος και αξιωματικοί του επιτελείου του Α’ Σώματος Στρατού υπέβαλαν στο στρατηγό Τρικούπη πρόταση να συνεχισθεί αμέσως η πορεία με κατεύθυνση το Μπανάζ από το δρόμο Σάλκιοϊ-Αλή Βεράν. Ο Τρικούπης όμως απέρριψε την πρόταση και στις 7:30 εξέδωσε διαταγή για τη συνέχιση της πορείας προς Τουμλού Μπουνάρ.
Εκτός από τις τουρκικές φάλαγγες, που είχαν παρατηρηθεί από τις 9 το πρωί να πορελαύνουν προς το Σάλκιοϊ από το Χαμούρκιοϊ και Κιουτσούκιοϊ, φάνηκαν και άλλες να προχωρούν από βορρά προς Αλή Βεράν. Ο Τρικούπης έκρινε τότε ότι η παρατακτή δύναμη πεζικού που διέθετε, όπως προέκυπτε από τις αναφορές, δεν επέτρεπε την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εχθρού, και αλλάζοντας γνώμη διέταξε τη συνέχιση της υποχώρησης αμέσως προς το Μπανάζ από το δρόμο Σάλκιοϊ-Αλή Βεράν, ο μόνος που έμενε πιθανόν ελεύθερος. Συντασσόταν με την γνώμη που είχε απορρίψει το πρωί, μόνο που είχαν χαθεί πολύτιμες ώρες και οι τουρκικές φάλαγγες είχαν προελάσει και πλησιάσει στις θέσεις από όπου θα περνούσαν τα ελληνικά τμήματα.
Στις 11:30 εκδόθηκε η διαταγή για τη συνέχιση της πορείας. Όταν η εμπροσθοφυλακή πλησίαζε στο χωριό Αλή Βεράν βρέθηκε αντιμέτωπη με τουρκικά έφιππα τμήματα. Άρχισε έτσι η μάχη του Αλή Βεράν. Εναντίον των μικρών δυνάμεων του Τρικούπη επιτέθηκαν 6 μεραρχίες πεζικού και 1 μεραρχία ιππικού. Επιπλέον όλη η τοποθεσία βαλλόταν από το ισχυρό τουρκικό πυροβολικό δραστικά και συγκεντρωτικά. Ο Τρικούπης αναγκασμένος να δεχτεί τη μάχη, διέταξε τις μεραρχίες να αμυνθούν ως την επέλευση της νύχτας, οπότε θα επιχειρούσαν να διαφύγουν μέσω του Αλή Βεράν προς το Μπανάζ.
Ως τις 3 οι περισσότερες τουρκικές μονάδες πεζικού δεν έδειχναν μεγάλη ορμητικότητα. Στις 4 φάνηκαν και δύο νέες ισχυρές τουρκικές φάλαγγες. Εντάθηκε η τουρκική πίεση στο δεξιό της ελληνικής παράταξης, ενώ στη βόρεια πλευρά τα ελληνικά τμήματα κράτησαν τις θέσεις τους και όταν εκτοπίζονταν από αυτές, τις ανακτούσαν με αντεπιθέσεις.
Στις 5 το απόγευμα έφθασε στο πεδίο της μάχης ο ανθυπολοχαγός Καραμάνης και παρέδωσε στον Τρικούπη σημείωμα του Πλαστήρα, που ανέφερε ότι η ομάδα Φράγκου κατείχε τη γραμμή Γενιτζέ-Χατηζλαρ και ο ίδιος τον ορεινό όγκο Χασάν Ντεντέ Τεπέ. Ο ανθυπολοχαγός πρόσθεσε ότι υπήρχε ημιονική οδός που οδηγούσε στις θέσεις του Πλαστήρα και μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει τις δυνάμεις του Τρικούπη κατά τη νύχτα. Ο στρατηγός όμως απέρριψε την πρόταση.
Στο μεταξύ η κατάσταση γινόταν ολοένα και κρισιμότερη. Ο Τρικούπης συγκέντρωσε άνδρες από τους σχηματισμούς και τους ενέταξε στον ουλαμό εφέδρων αξιωματικών, διοικούμενο από τον ταγματάρχη Σίμο Βλάχο, και ενίσχυσε με το τμήμα αυτό τη γραμμή μάχης. Οι Τούρκοι είχαν βαριές απώλειες, ανανέωναν όμως τις επιθέσεις τους με τμήματα εφεδρικά. Σε μια κρίσιμη στιγμή, ο διοικητής του 2ου συντάγματος πεζικού συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος έφιππος περιερχόταν τις γραμμές προς εμψύχωση των τμημάτων του. Τραυματίστηκε θανάσιμα και εξέπνευσε μεταφερόμενος στο χειρουργείο. Την ίδια ώρα σκοτώθηκε και ο διοικητής του 26ου συντάγματος ταγματάρχης Παπαγιαννίδης.
Ο διοικητής του 14ου συντάγματος αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Κωτούλας, έφιππος με τη σημαία αναπεπταμένη, οδηγεί τους άνδρες του σε αντεπίθεση προς το ύψωμα 1140. Αλλά η αντεπίθεση θραύστηκε από τα δραστικά πυρά πολυβόλων του εχθρού και οι άνδρες με βαριές απώλειες στράφηκαν με αταξία προς τα πίσω. Υπό την επήρεια της υποχώρησης αυτής, οι πυροβολητές που βρίσκονταν στο εσωτερκό του μετώπου, οι ημιονηγοί των μεταγωγικών και ο όγκος των αμάχων τράπηκαν προς δυσμάς και σε ελάχιστο χρόνο άδειασε η βαλλόμενη από το εχθρικό πυροβολικό χαράδρα του Αλή Βεράν.
Εν τούτοις η γραμμή μάχης της 13ης μεραρχίας παρέμεινε ανεπηρέαστη. Οι αμυνόμενοι εκεί εξακολούθησαν τον αγώνα ως την επέλευση της νύχτας. Αλλά και στη μικρή κοιλάδα του Αλή Βεράν εξακολουθούσαν να προβάλλλουν αντίσταση τμήματα της 12ης μεραρχίας υπό τον αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Κωτούλα.
Με την επέλευση του σκότους τελείωσε η μάχη του Αλή Βεράν, με συντριβή της ομάδας Τρικούπη. Τα ελληνικά τμήματα, αγωνιζόμενα με ηρωισμό, υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, εναντίον πολλαπλάσιων εχθρικών δυνάμεων, κατόρθωσαν να μείνουν κύρια του πεδίου της μάχης. Έτσι έγινε δυνατή η διαφυγή προς δυσμάς που άρχισε στις 8:30. Ως σημείο κατεύθυνσης ορίστηκε το χωριό Κεκτσιλέρ, που καιγόταν και διακρινόταν μέσα στο σκοτάδι. Ο δρόμος προς το χωριό ήταν ελεύθερος.
Τα τμήματα της ομάδας Τρικούπη χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες. Η φάλαγγα του Τρικούπη, που την ακολούθησαν και χριστιανοί πρόσφυγες ανέκοψε επανειλημμένα τη πορεία της, αναζητώντας μάταια οδηγούς από τα γύρω χωριά. Περιπλανήθηκε ως τις 20 Αυγούστου, με βραδύτατο ρυθμό πορείας, εξαιτίας εξάντλησης των ανδρών, συγκρούστηκε με Τούρκους ιππείς που τους έκλειναν το δρόμο. Ύστερα από πολλές περιπέτειες έφθασε το πρωί της 2οης στο Καραζτά Χισάρ, βορειοανατολικά του Ουσάκ, οπότε δέχθηκε πυρά πεζικού από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις που την είχαν κυκλώσει.
Ο στρατηγός Τρικούπης διέταξε να δοθεί μάχη μέχρις εσάτων. Αλλά η κατάσταση των τμημάτων έκανε αδύνατη την εκτέλεση της διαταγής. Αναγκάστηκε τότε να επιτρέψει την αποστολή κήρυκα, για να ζητήσει συνθηκολόγηση. Στις 5 το απόγευμα της 20ης Αυγούστου παραδόθηκε η φάλαγγα Τρικούπη. Εκτός από δύο υποστράτηγους, διοικητές του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού και του διοικητή της 13ης μεραρχίας αιχμαλωτίστηκαν και άλλοι 190 αξιωματικοί και 4.400 οπλίτες μαζί με 6 ορειβατικά πυροβόλα.
Η φάλαγγα Δημαρά έχασε κατά τη νύχτα τον προσανατολισμό της και αφού περιπλανήθηκε αναζητώντας δρόμο προς το Ουσάκ, κυκλώθηκε στις 4 το απόγευμα από τουρκικές δυνάμεις στις βορειοανατολικές προσβάσεις του Μουράτ Δαγ κοντά στο χωριό Ογιουτσούκ και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Αιχμαλωτίστηκαν εκεί ο υποστράτηγος, Δημαράς, ο συνταγματάρχης Καλλιδόπουλος, 82 αξιωματικοί και 1.500 οπλίτες.
Καλύτερη τύχη είχε η φάλαγγα Γαρδίκα, που κατόρθωσε να φθάσει το πρωί της 19ης Αυγούστου στο Χαν, στον αμαξωτό δρόμο Τσενίζ-Ουσάκ. Μαζί της βρίσκονταν υπολείμματα της 12ης μεραρχίας υπό τον συνταγματάρχη Ιωάννη Κωτούλα, του 11ου συντάγματος υπό τον αντισυνταγματάχη Νικολαρέα και υπολείμματα του 3ου συντάγματος υπό τον αντισυνταγματάρχη Αβράμπο. Η δύναμη της έφθανε συνολικά τους 5.000 αξιωματικούς και οπλίτες.