Την ίδια μέρα της καταστροφής του Πέτα μια άλλη αποτυχία των Ελλήνων γραφόταν στην ιστορία της Επανάστασης, η μάχη της Σπιάντζας, οπότε και έχασε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης τη ζωή του.
Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης επικεφαλής μικρής δυνάμεως Μανιατών και ο Ιωάννης Ραζηκότσικας με Μεσολογγίτες (όλοι μαζί 500-600 άνδρες) είχαν αποβιβασθεί στις ηπειρώτικες ακτές, στα μέσα Ιουνίου, με σκοπό να ενισχύσουν τους πολιορκημένους στην Κιάφα Σουλιώτες.
Η ολιγάριθμη αυτή ελληνική δύναμη προχώρησε πρώτα στο λιμάνι του Μούρτου, όπου αιχμαλώτισε τους Τούρκους κατοίκους του και τους έστειλε στην Πελοπόννησο. Από τον Μούρτο οι Έλληνες για να αποφύγουν δίωξη ή εχθρική ενέργεια από τις αγγλικές αρχές της Επτανήσου, που τους διέταξε να απομακρυνθούν από την περιοχή, μετακινήθηκαν και κατέλαβαν τη Σπιάντζα ή Σπλάντζα, στις εκβολές του Αχέροντα, 7 ώρες από την Κιάφα.
Αμέσως μετά την άφιξη του Μαυρομιχάλη στην Σπιάντζα, οι Σουλιώτες, που, αν και είχαν βελτιώσει τη θέση τους με την κατάληψη δύο οχυρών θέσεων, της Σαμωνίβας και της Σαμωνίκης και με αγωνία περίμεναν ενισχύσεις σε στρατό, πολεμοφόδια και τρόφιμα, έστειλαν εκεί τον Λάμπρο Ζάρμπα με 150 άνδρες και σε λίγο τους Ζώη Πάνου και Βασίλη Ζέρβα με άλλους 100. Με απογοήτευση οι Σουλιώτες αντίκρισαν τους λιγοστούς στρατιώτες που ήρθαν να τους βοηθήσουν και που δεν είχαν φέρει μαζί τους παρά ελάχιστα πολεμοφόδια και καθόλου τρόφιμα. Παρ’ όλα αυτά πίστευαν πως με τη βοήθεια τους θα ανακούφιζαν κάπως τους δοκιμαζόμενους σκληρά συμπατριώτες τους.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι που είχαν αντιληφθεί τη συνεργασία Σουλιωτών με τον Μαυρομιχάλη και θεώρησαν επικίνδυνη τη νέα εχθρική εστία που δημιουργούσε η κατάληψη της παράλιας αυτής τοποθεσίας της Ηπείρου, έστειλαν δύναμη 3.000 ανδρών κατά του Κουτσονίκα, που την οδηγούσε ο κεχαγιάμπεης του Χουρσήτ, ο ίδιος που είχε αιχμαλωτισθεί στην Τριπολιτσά και είχε απελευθερωθεί λίγες μέρες πριν.
Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν από έναν βοσκό την προσέγγιση του εχθρού, τη νύχτας της 3ης προς την 4η Ιουλίου, ενώ ήταν τελείως απροετοίμαστοι. Στο πολεμικό συμβούλιο προτάθηκε η εγκατάλειψη της Σπιάντζας. Τελικά όμως αποφασίσθηκε να κατασκευάσουν ένα πρόχειρο οχύρωμα και να αποκρούσουν από εκεί την εχθρική επίθεση. Πριν ακόμη ξημερώσει η 4η Ιουλίου οι Τούρκοι έφθασαν πολύ κοντά στις ελληνικές θέσεις. Αντιλήφθηκαν όμως πως οι Έλληνες είχαν προλάβει να οχυρωθούν και ο αιφνιδιασμός που ετοίμαζαν δεν μπορούσε να πετύχει. Ο κεχαγιάμπεης διέταξε τότε γενική έφοδο με ταυτόχρονο γενικό τυφεκισμό. Τα περισσότερα όμως τουρκικά όπλα δεν εκπυρσοκρότησαν γιατί η υγρασία είχε καταστρέψει την πυρίτιδα. Η πρώτη απόπειρα απέτυχε.
Ο κεχαγιάμπεης όρμησε και πάλι ακολουθούμενος από στρατιώτες του. Τότε άρχισε η σφοδρή και πεισματώδης μάχη της Σπιάντζας ανάμεσα στις αντίπαλες δυνάμεις. Ξαφνικά μια σφαίρα χτύπησε στη μασχάλη του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον έριξε νεκρό. Οι Μανιάτες τότε υποχώρησαν. Ενώ όμως φαινόταν πως η νίκη έκλινε προς το μέρος των Τούρκων, τραυματίσθηκε θανάσιμα και ο δικός τους αρχηγός, ο κεχαγιάμπεης. Έτσι οι δύο δυνάμεις έμειναν ακέφαλες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι Τούρκοι είχαν απώλειες 50 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες 3.
Οι Μανιάτες μετέφεραν τη σωρό του Κυρικακούλη Μαυρομιχάλη στο Μεσολόγγι όπου τον έθαψαν μέσα σε ατμόσφαιρα γενικού πένθους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών