Τον Αύγουστο του 1944 οι χιτλερικοί εξαπέλυσαν ενάντια των ελεύθερων περιοχών της Στερεάς τις τελευταίες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους. Στις επιχειρήσεις αυτές, που άρχισαν στις 5 Αυγούστου ’44, πήραν μέρος περίπου 19.000 Γερμανοί με πολλά τανκς, πυροβολικό, όλμους και θωρακισμένα οχήματα. Σκοπός τους: να συντρίψουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ της περιοχής ή τουλάχιστον να τους διώξουν από τους κύριους ορεινούς όγκους που ήταν και τα ορμητήριά τους, για να κρατηθεί ανοιχτή η οδική αρτηρία Αθήνας-Θεσσαλονίκης ενόψει της επικείμενης αναχώρησης των γερμανικών τμημάτων από την Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ανήκει και η μάχη στις Καρούτες.
Δραστηριότητα πριν τη μάχη στις Καρούτες
Επίλεκτο γερμανικό τάγμα των SS, πάνω από 300 άνδρες, κατάφερε να ανατρέψει στις 4 Αυγούστου τα φυλάκια του ΕΛΑΣ στην τοποθεσία Έλατος και να εγκατασταθεί στο χωριό Καρούτες με προορισμό το Λιδωρίκι, όπου η έδρα της 5ης ταξιαρχίας ΕΛΑΣ.
Παράλληλα στις 4 Αυγούστου του 1944 ένας λόχος ανταρτών του ΕΛΑΣ της Ρούμελης είναι στρατοπεδευμένος στη Στρώμη, ένα μικρό χωριό στις βορεινές πλαγιές της Γκιώνας κοντά στις όχθες του Μόρνου. Οι αντάρτες με διοικητή το Μήτσο Δημητρίου (καπετάν Νικηφόρο) πήραν το μεσημεριανό συσσίτιό τους και ξεκίνησαν. Ήρθε η πληροφορία πως οι Γερμανοί ξεκίνησαν απ’ την Άμφισσα για το 51 χιλιόμετρο. Εκεί λοιπόν θα πήγαιναν να τους χτυπήσουν.
Έφτασαν στο χωριό Λευκαδίτη κι έκαναν μικρή στάση. Τους μοίρασαν λίγο μπομπότα και λίγα φύλλα καπνού και ξεκίνησαν ξανά. Ανέβηκαν σχεδόν κατακόρυφα σχεδόν στην Γκιώνα. Στην κορυφή έκαναν μια καινούργια στάση και τους μίλησαν για την αποστολή τους. Τους είπαν πως ένα χιτλερικό τάγμα Ες Ες κινήθηκε από την Άμφισσα και βρίσκεται στο χωριό Καρούτες. Αυτό θα χτυπούσαν.
Η διοίκηση έστειλε μια διμοιρία μπροστά ν’ ανιχνεύσει το ύψωμα πάνω απ’ τις Καρούτες και οι υπόλοιποι περίμεναν εκεί. Έριξαν στις πλάτες τους τις χλαίνες τους, γιατί παρόλο που ήταν Αύγουστος έκανε πολύ κρύο. Ήταν σε υψόμετρο κοντά στα 2.000 μέτρα. Και άρχισαν τις προετοιμασίες τους.
Τμήματα της Ταξιαρχίας και του 5ου Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδος, ακολουθώντας καλυμμένα δρομολόγια, κυκλώνουν τους Γερμανούς και κατά το μεσημέρι τους επιτίθενται αιφνιδιαστικά και ύστερα από σκληρή μάχη τους εκμηδενίζουν ολοκληρωτικά.
Σκοτώθηκαν 220 Γερμανοί, ενώ 122 πιάστηκαν αιχμάλωτοι, από τους οποίους πολλοί τραυματίες. Όσοι επέζησαν παραδόθηκαν στην Αγγλική Αποστολή. Ανάμεσά τους και ο υποδιοικητής του Γερμανικού Τάγματος.
Οι αντάρτες πήραν πολλά λάφυρα: ένα πυροβόλο των 7.5, δύο ομαδικούς όλμους, πολλούς ατομικούς όλμους, πυροβόλα, μυδράλια. Στη μάχη αυτή έπεσαν 28 μαχητές του ΕΛΑΣ. Ένας από τους 28 αυτούς ΕΛΑΣίτες ήταν και ο Θεόδωρος Μισαηλίδης, 20 ετών, γιος του πρώτου Δήμαρχου Δραπετσώνας Δημήτρη Μισαηλίδη.
Ο Θεόδωρος Μισαηλίδης
Ο Θεόδωρος Μισαηλίδης, γνωστός με το αντάρτικο όνομα «Ακρίτας», ήταν ανθυπολοχαγός της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ, εκπαιδευτής των Εφεδροελασιτών στο στρατόπεδο που είχε οργανωθεί στο Κάλλιο της Δωρίδας. Στη μάχη που προαναφέραμε πολέμησε επικεφαλής του μεγαλύτερου τμήματος των Εφεδροελασιτών που κινήθηκαν από το νοτιοδυτικό μέρος του χωριού, και σκοτώθηκε στο προαύλιο του σχολείου μπροστά στο εχθρικό πυροβόλο κατά την πρώτη έφοδο των ανταρτών εναντίον των Γερμανών που αμύνονταν μέσα στο σχολείο.
«Όταν τον είδαμε,» γράφει ο συμπολεμιστής του Αθηναίος, «ήταν καθισμένος και ακουμπισμένος σε ένα πεζούλι. Είχε σφιχτά αγκαλιασμένο το όπλο του και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση… σα να ήθελε να μας πει: “Το όπλο αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς!”» (εφ.Προοδευτική Εύβοια, 14/5/81).
Σύμφωνα με αφήγηση του πατέρα του και του αδελφού του Αλέκου, ο «Ακρίτας» φυγαδεύτηκε στο βουνό τον Οκτώβρη του 1942 καταδιωκόμενος από τη γερμανική αστυνομία, γιατί είχε βοηθήσει τρεις Άγγλους αιχμαλώτους να δραπετεύσουν από στρατόπεδο συγκέντρωσης και στη συνέχεια τους έκρυβε σε φιλικά σπίτια. Το όνομα του Θεόδωρου Μισαηλίδη αναφέρεται σε όλα τα δημοσιεύματα για τη μάχη στις Καρούτες.
Μια ιστορία από τη μάχη στις Καρούτες
Ο Γιώργος που είχαν τρυπήσει τα τσαρούχια του απ’ τα λιθάρια τα έσιαζε σιγομουρμουρίζοντας:
«Εχ, ρε έρμα ποδάρια, καμιά φορά δεν είχατε τύχ’ να ιδήτε ποδήματα. Σήμερα, όμως, όπως και ναχ’ το πράμα θα σας μποτοφορέσω».«Μήπως φορούσες και στο χωριό σου μπότες;» τον πείραξε ένας δίπλα του απ’ την Αγιαθυμιά που άκουσε το μουρμουρητό του Γιώργου.«Όχι, ρε Αη-Θυμιώτ’, είμνα φτωχός, πολύ φτωχός. Δούλευα με τη Μαριώ μ’ απ’ την αυγή ως το βράδυ και δε χορταίναμε ψωμί με τα κουτσούβαλά μας, όχ’ να φουρέσω και παπούτσια. Τσ’ Κυριακές σαν έβγαινα κι εγώ στην πλατέα τ’ χουριού μ’ αυτά τα “γλαρώνια” έβγαινα».Έγινε η μάχη. Μακελιοκόπηκαν οι Γερμανοί. Όσοι γλίτωσαν ξεπρόβαιναν μέσα απ’ τα ερείπια του χωριού με άσπρα μαντήλια δεμένα στις κάνες των όπλων τους και παραδίνονταν. Και άλλους τους ξετρύπωναν οι αντάρτες απ’ τους φράχτες, τα κατώγια των σπιτιών, τους φούρνους, φωνάζοντας:«Ψηλά τα χέρια, ρεμάλια!»«Νίξ’ καπούτ;» ρωτούσαν φοβισμένοι στη γλώσσα τους οι Γερμανοί.«Νίξ’ καπούτ. Ψηλά τα χέρια», τους απαντούσαν.Η μάχη στις Καρούτες τέλειωσε. Περίλαμπρη νίκη για τους αντάρτες. Στην πλατεία έγινε προσκλητήριο για να βρεθεί πόσοι λείπουν. Έλειπε ο Γιώργος κι ένας άλλος μόνο. Τι όμως απόγιναν; Μας πληροφορεί η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης: «Ο Αη-Θυμιώτης που προχωρούσε δίπλα-δίπλα με το Γιώργο κι ήταν υπεύθυνος για τη σύνδεση μαζί του λέει:“Αν χτυπήθηκε, χτυπήθηκε σ’ αυτά τα σπίτια”, κι έδειξε τον ανήφορο. “Ως εκεί κρατούσαμε σύνδεση, έπειτα δεν τον ξανάδα”. Ξεκινήσαμε να τους βρούμε. Μόλις ανηφορήσαμε βλέπουμε το Γιώργο κεφαλοδεμένο μ’ ένα όπλο χιαστί κι ένα στο δεξί του χέρι να συνοδεύει ένα Γερμανό γυμνό που απ’ το πλευρό του έτρεχε αίμα.\“Τι έγινε, πού χάθηκες βρε Γιώργο; Νομίσαμε πως… ”“Δε σας τόπα το πρωί ρε συναγωνιστές ότι τέλειωσαν οι αμαρτίες των ποδαριών μου κι ότι σήμερα θα τα μποτοφορέσω. Όμως ο κερατάς παραλίγο να μου φάει το στάρι. Είχ’ ανεβεί στα καδρόνια της σκεπής και μ’ φύτεψε μια στ’ αριστερό μου μπράτσο. Αν δεν πάθαινε μπλοκή το πιστόλι τ’ θα με σκότωνε. Φωτιά τόχου κι εγώ πλέτι και τον έφερα σαν τσόνι κάτω. Τον αφόπλισα του ’βγαλα τσ’ μπότες και τα ρούχα και να μ’ έκανε βαφτιστήρ’ αυγουστιάτικα”.“Στο κεφάλι έχεις τραύμα; Γιατί δέθηκες έτσι;”“Δεν είναι τίποτα συναγωνιστές, μια γκρατσουνιά μοναχά”.Άμαθος ο Γιώργος να βαδίζει με μπότες πήγαινε σαν βαρυφορτωμένη μαούνα. “Σαν μαούνα πας”, τον πείραζαν οι άλλοι. Κι από τότε του έμεινε και το όνομα “Μαούνας”.Το Μήτρο τον βρήκαμε σκοτωμένο σ’ ένα καμένο σπίτι. Τον είχε βρει η σφαίρα στο κούτελο».
Πηγή: http://karteria1.blogspot.com/2015/04/blog-post_223.html