Η Λήμνος είναι ένα πεδινό και άδενδρο νησί. Εντυπωσιακά ηφαιστειογενές τοπίο, σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, επιβλητικό κάστρο, γραφικοί παραδοσιακοί οικισμοί, περιζήτητο από την αρχαιότητα κρασί, πλούσιος σε ψάρια τόπος, αλλά και το κυνήγι είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτού του νησιού.

(φυλάσσεται στο Μουσείο Θεόφιλου της Μυτιλήνης)
Το ψηλότερο βουνό του νησιού έχει κορυφή 430 μέτρα και λέγεται Σκοπιά. Χαμηλότερα είναι ο Άγιος Ηλίας, ο Άγιος Αθανάσιος, το Παραδείσι, η Παναγιά και ο Φακός στην ομώνυμη χερσόνησο ανάμεσα στους κόλπους του Μούδρου και του Κονδιά. Τα περισσότερα χωριά είναι χτισμένα στους κάμπους που καλλιεργούνται με ελιές, αμπέλια, σιτάρι και οπωροκηπευτικά.
Ο κόλπος του Μούδρου εισχωρεί βαθιά στην ξηρά και σχηματίζει ασφαλές φυσικό λιμάνι. Με τον κόλπο Μπουρνιά που διανοίγεται στη βόρεια ακτή, ο κόλπος του Μούδρου ενώνεται με στενό ισθμό 4-4,5 χλμ, που χωρίζει το νησί σε δύο τμήματα.
Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Μύρινα. Βρίσκεται στη θέση που ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη με την ίδια ονομασία. Δυτικά δεσπόζει το βυζαντινό κάστρο με το άλσος που το περιβάλλει και στο οποίο ζουν κοπάδια ελαφιών.
Σίντες ή Σίντιες πειρατές σιδηρουργοί και ιερείς των Καβείρων αναφέρονται ως οι παλαιότεροι γνωστοί κάτοικοι της Λήμνου. Η παράδοση σημειώνει ότι κάποια στιγμή το νησί κατοικήθηκε από Μινύες που έφρασαν από την περιοχή της σημερινής Βοιωτίας. Τους ταυτίζουν με τους απογόνους των Αργοναυτών. Αργότερα, οι Μινύες εκδιώχθηκαν από Τυρρηνούς και αυτό πρέπει να έγινε την εποχή της αναστάτωσης και της μετακίνησης πληθυσμών εξαιτίας της δράσης των «λαών της θάλασσας». Στην χαραυγή των ιστορικών χρόνων η Λήμνος είχε δυο πόλεις, την Μυρίνη και την Ηφαιστία.
Στη Μυρίνη ανακαλύφθηκαν τυρρηνική νεκρόπολη και τείχη της αθηναϊκής αποικίας, ενώ στην Ηφαιστία εντοπίστηκαν νεκρόπολη της αρχαϊκής εποχής και ιερό στο οποίο βρέθηκαν πολλά αναθήματα και μια σειρά ειδώλια που παριστάνουν Σειρήνες, χρονολογημένα όλα στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα. Ένα κτίσμα που εκτείνεται σε δέκα στρέμματα, θεωρήθηκε ότι είναι ο Λαβύρινθος που υπήρχε στο νησί και που ο Πλίνιος αναφέρει: «υποβασταζόταν από 150 κολόνες και διέθετε τόσο καλά σταθμισμένες πύλες ώστε ακόμα και ένα παιδί μπορούσε να τις ανοίξει».
Στους περσικούς πολέμους η Λήμνος είχε κυριευθεί από τους Πέρσες, αλλά μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας πέρασε στους Αθηναίους, οι οποίοι εγκατέστησαν εκεί κληρούχους. Έμεινε στους Αθηναίους ως τα 405π.Χ., οπότε ο Λύσανδρος της κατέκτησε για λογαριασμό των Σπαρτιατών κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Εννέα χρόνια αργότερα ο Αθηναίος Κόνων την ανέκτησε.
Μετά το Λαμιακό πόλεμο (322π.Χ.), ανάμεσα στη Μακεδονία και τους Αθηναίους, πέρασε για λίγο στα χέρια του Αντίγονου, για να τον διαδεχθούν οι Μακεδόνες και αυτούς οι Ρωμαίου που την παραχώρησαν στην Αθήνα. Αργότερα ην πήραν πίσω.
Τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Λήμνος κέρδιζε από την εξόρυξη και το εμπόριο της «λήμνιας γη», ορυκτό το οποίο φημιζόταν για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, κυρίως σε χρόνιες παθήσεις. Στα 267μ.Χ. Γότθοι λεηλάτησαν το νησί που έναν αιώνα αργότερα πέρασε στα χέρια του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους μετέπειτα Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Στα 1204 την κυρίευσαν οι Βενετοί. Την μοίρασαν στον Filokalo Navigaioso, που πήρε το μεγαλύτερο κομμάτι, στους Gradenigo και στους Foscari. Στα 1269 τους έδιωξε ο τυχοδιώκτης Λικάριος, που τριγυρνούσε στο Αιγαίο πολεμώντας τυπικά για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, ουσιαστικά αναζητώντας εδάφη για τον εαυτό του. Ο τελευταίος των Navigaioso έπεσε στις επάλξεις αλλά η χήρα του, αδελφή του Σανούδου της Νάξου συνέχισε να αμύνεται. Τα παράτησε τρία χρόνια αργότερα όταν συμφώνησε να φύγει στη Νάξο συναποκομίζοντας όλη τη σοδειά της χρονιάς, το μολύβι της στέγης του μεγάρου της και ό,τι χρήμα υπήρχε στο θησαυροφυλάκιο.
Τον επόμενο αιώνα πέρασε χάρισμα στον Γατελούζο ως εξάρτημα της Λέσβου. Στα 1462 την πήρε ο Μωάμεθ ο Πορθητής και την έδωσε στον Δημήτριο Παλαιολόγο, μαζί με την Ίμβρο. Του την πήραν οι Βενετοί.
Στα 1475 ο τουρκικός στόλος τριακοσίων πλοίων με αρχηγό τον Σουλεϊμάν πασά κατέπλευσε στο νησί και προσπάθησε να το πάρει. Βυζαντινοί και Βενετοί αντιστάθηκαν σθεναρά. Ήταν όμως πολύ λίγοι. Κάποια στιγμή, σε ένα σημείο του κάστρου η φρουρά κλονίστηκε. Κάποιος από τους υπερασπιστές λαβώθηκε θανάσιμα. Η κόρη του, η Μαρούλα, άρπαξε το ξίφος και την ασπίδα του και όρμησε στη μάχη. ήταν 44 χρόνια μετά το θάνατο της Ιωάννας της Λωρραίνης (Ζαν Ντ΄Αρκ) και ίσως κανένας από εκείνους που πολεμούσαν στις επάλξεις του κάστρου της Λήμνου να την είχε ακουστά. Είδα, όμως, τη Μαρούλα να ορμά ξέφρενα πάνω στους Τούρκους και να τους γκρεμίζει από τα τείχη και αναθάρρησαν. Απέκρουσαν τον εχθρό. Όταν η μάχη καταλάγιασε η Μαρούλα αποθεώθηκε. Ο Σουλεϊμάν έλυσε την πολιορκία και έφυγε από το νησί.
Ο αρχιστράτηγος των Βενετών Λορεντάνο, που έμαθε τι συνέβη στα τείχη και κατάλαβε ότι χάρη στη Μαρούλα σώθηκαν από τους ΟΘωμανούς και αυτός και οι δικοί του, συγκάλεσε συμβούλιο των ευγενών, πήρε την έγκριση τους και κάλεσε την κοπέλα. Έκπληκτη εκείνη είδε τους αριστοκράτες αξιωματικούς του βενετικού στρατού να παρατάσσονται μπροστά της. Ο Λορεντάνο την κάλεσε να διαλέξει όποιον ήθελε για σύζυγο. Και στο όνομα της Βενετίας την προίκισε με κτήματα και τίτλους.
Τρία χρόνια αργότερα, στα 1478, η Λήμνος υποτάχθηκε στους Τούρκους. Στα 1768, όταν η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ο ρωσικός στόλος φάνηκε στο Αιγαίο και προσπάθησε να κυριεύσει τη Λήμνο για να την καταστήσει ορμητήριο εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Έπειτα από ένα μήνα πολιορκίας από τους Ρώσους ο Οθωμανός υπερασπιστής του κάστρου θέλησε να παραδοθεί. Την τελευταία στιγμή, όμως, φάνηκαν στο νησί τουρκικές ενισχύσεις 3.000 ανδρών, έλυσαν την πολιορκία και έτρεψαν τους Ρώσους σε φυγή. Κατά τη συνήθεια τους οι Τούρκοι ρίχτηκαν στους Έλληνες του νησιού: άλλους έσφαξαν, άλλους έδιωξαν και άλλους λήστεψαν. Ο αρχιερέας Ιωακείμ ο Χίος και ο δάσκαλος ιερομόναχος Κοσμάς δολοφονήθηκαν, ενώ η εκκλησία της Αγίας Τριάδος ξεθεμελιώθηκε.
Τελικά η Λήμνος απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1912.
[…] κεφάλι στραμμένο προς το Βορρά. Βρίσκεται νότια από τη Λήμνο από την οποία απέχει 16 ναυτικά μίλια. Το ψηλότερο […]