Η Κοζάνη (600π.Χ.-…)

Η Κοζάνη είναι πόλη της Μακεδονίας. Είναι χτισμένη ανάμεσα στις οροσειρές του Βερμίου, του Μπούρινου και των Πιερίων, 15 χλμ βορειοδυτικά της λίμνης του Πολυφύτου, σε υψόμετρο 720 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.

Η πλατεία Νικης με το Δημαρχείο και το ρολόι του Αγίου Νικολάου.
Η πλατεία Νίκης με το Δημαρχείο και το ρολόι του Αγίου Νικολάου.

Τα αρχαία και βυζαντινά χρόνια της Κοζάνης

Αρχαιότητες από την προϊστορική εποχή έχουν ανακαλυφθεί σε πολλά σημεία της πόλης. Στα ανατολικά της Κοζάνης, έχει ανασκαφεί νεκρόπολη, η οποία χρονολογείται από την εποχή του Σιδήρου. Οι αρχαιότητες που βρέθηκαν εδώ μαρτυρούν την ύπαρξη μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της αρχαίας Ελιμιώτιδας (ή Ελίμειας), της οποίας η ακρόπολη βρισκόταν στο λόφο του «Αγίου Ελευθερίου». Στα νοτιοδυτικά της σύγχρονης πόλης, στο λόφο Σιόποτο, υπήρχε οικισμός ο οποίος ονομαζόταν Καλύβια, μεταξύ 1100 και 1300, ίχνη του οποίου υπάρχουν ακόμα.

Η Κοζάνη κατά την τουρκοκρατία

Η Κοζάνη εμπορεύεται

Η Κοζάνη είναι μια πόλη που δημιουργήθηκε και γνώρισε οικονομική ακμή κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι κάτοικοι της Κοζάνης, μαζί με άλλων δυτικομακεδονικών πόλεων, όπως της Σιάτιστας, της Βλάστης, των Γρεβενών, της Κλεισούρας, εκμεταλλεύτηκαν παλιές και νέες γεωγραφικές διασυνδέσεις, συχνά παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού, στη νέα γεωπολιτική δυναμικής της οθωμανικής περιόδου. Ένα μεγάλο κομμάτι του ορεινού κόσμου της Δυτικής Μακεδονίας αξιοποίησε βορειοβαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές οδικές συνδέσεις, παραποτάμια και παραλίμνια περάσματα και χάραξε τα δρομολόγια του χερσαίου εμπορίου. Στις δυτικομακεδονικές πόλεις συγκεντρώθηκε οικονομικό πλεόνασμα από την κτηνοτροφία κυρίως και τη γεωργία και αναπτύχθηκαν τοπικές μεταποιητικές δραστηριότητες, καθώς και διαβαλκανικές εμπορικές συναλλαγές. Έτσι οι πόλεις αυτές είναι γνωστές για τη εμπορική αποδημία των κατοίκων τους, που έφθανε μέχρι τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη.

Στην Κοζάνη ίσχυε προνομιακό φορολογικό καθεστώς. όπως είναι γνωστό και από άλλες παρόμοιες προβιομηχανικές κοινωνίες, στην πόλη αναπτύχθηκε η υφαντική τέχνη. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια οικονομική νησίδα αρκετά διαφοροποιημένη από τη γύρω αγροτοκτηνοτροφική περιοχή και η Κοζάνη αναδείχθηκε σε τοπικό οικονομικό κέντρο, κοιτίδα ενός σημαντικού αριθμού εμπόρων που δραστηριοποιήθηκαν στη βόρεια Βαλκανική και κεντρική Ευρώπη. Κάτοικοι αυτής της πόλης διείσδυσαν σε βορειότερα οικονομικά κέντρα, καλύπτοντας το εμπορικό κενό που δημιουργήθηκε μετά την παρακμή της Μοσχόπολης και του Μελένικου, καθώς και κέντρων του βενετομακεδονικού εμπορίου και τη συνακόλουθη μετατόπιση των εμπορικών αξόνων.

Η Κοζάνη και οι κάτοικοι της

Το οικιστικό πλέγμα που διαμορφώνεται κατά μήκος του Αλιάκμονα παρουσιάζει χαρακτηριστικά παραδείγματα μεσαιωνικών και νεότερων οικισμών της οθωμανικής περιόδου. Παράλληλα συγκροτούνται μοναστικές μονάδες, με το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, την επονομαζόμενη Ζάβορδα από το γειτονικό ομώνυμο οικισμό. Έτσι η ιστορία των οικισμών εξετάζεται παράλληλα με αυτής της μονής και αξιολογούνται οι ίδιοι γεωγραφικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες.

Σε ολόκληρο το 19ο αιώνα η Κοζάνη εμφανίζει ένα σχεδόν ομοιογενές πληθυσμιακό σύνολο, με κανονική αυξητική τάση. Στις αρχές του αιώνα ο Άγγλος περιηγητής Λικ (Leake) σημείωνε ότι η Κοζάνη είχε 600-700 σπίτια ελληνικά (3000 κατοίκους περίπου). Στο β’ μισό του 19ου αιώνα η πόλη είχε 5000 κατοίκους, οι οποίοι σε γεωγραφικό λεξικό της εποχής χαρακτηρίζονται φιλομαθείς έμποροι.

Λίγο αργότερα ο Ν. Σχινάς σημειώνει 8000 «κατοίκους» (δηλαδή Έλληνες) και μόνο 500 Οθωμανούς στην Κοζάνη. Τέλος, στις παραμονές της ένωσης της Κοζάνης με την Ελλάδα η πόλη είχε φτάσει τους 12000 Ορθόδοξους Έλληνες.

Στην ύστερη Τουρκοκρατία το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας ανήκε στο οθωμανικό διοικητικό διαμέρισμα, στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου. Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η Κοζάνη είχε αποκτήσει τη φυσιογνωμία της αστικής Βαλκανικής πόλης. Το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, η Βιβλιοθήκη και άλλα δημόσια ιδρύματα πλαισιώνουν ιδρυτικά οικοδομήματα.

Παράλληλα παγιώνεται η κοινωνική διαστρωμάτωση στην πόλη. Η οικονομική ελίτ μετέχει στην οργάνωση της τοπικής εκκλησιαστικής και σχολικής διοίκησης και η κύρια οικονομική δύναμη αντλείται από τον αγροτικό χώρο: τα αμπέλια και τα σιτηρά.

Η Κοζάνη και η οθωμανική Βουλή

Το 1908 ξέσπασε το κίνημα των Νεοτούρκων και θεσπίστηκε Σύνταγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Σύνταγμα προέβλεπε εκλογές, οι οποίες προκηρύχθηκαν. Δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι άντρες υπήκοοι της Αυτοκρατορίας και ανεξάρτητα από θρήσκευμα και εθνικότητα. Θα ψήφιζαν δηλαδή και οι ραγιάδες και η ψήφος τους θα ήταν ισοδύναμη με των Τούρκων. Το σύστημα ήταν περίπου σαν πλειοψηφικό. Οι Νεότουρκοι έκαναν μια σειρά ενεργειών ούτως ώστε να αποκλειστούν πολλοί χριστιανοί από την εκλογική διαδικασία. Δεν τα κατάφεραν όμως. Στην περιοχή της Κοζάνης ο χριστιανικός πληθυσμός ήταν σχετικά μεγαλύτερος από τον τουρκικό.

Μέσα σε τρομοκρατική ατμόσφαιρα έγινε ο εκλογικός αγώνας. Δεν το έβαλαν κάτω όμως οι Κοζανίτες. Οι τελευταίοι δεν ήταν ανίδεοι εκλογών και εκλογικών αγώνων. Πάντοτε ακολουθούσαν δημοκρατικές διαδικασίες στους συλλόγους, στα σωματεία, στην εφορεία κτλ. Και΄ήξεραν πως να μαζεύουν ψήφους και πως να ψηφίζουν. Εκλέχτηκαν λοιπόν, και δύο Έλληνες υποψήφιοι, ο Γεώργιος Μπούσιος και ο Κοζανίτης Κωνσταντίνος Δρίζης.

Η απελευθέρωση της Κοζάνης

Στις παραμονές του 1912 δεν είχε μείνει κοζανίτικο σπίτι χωρίς να έχει κάποιο όπλο κρυμμένο. Δεν ήταν μόνο τα απομεινάρια του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά κρατούσε η παλιά παράδοση να προστατεύεται κάθε οικογένεια μονάχη της. Κρυψώνες για όπλα υπήρχαν όχι μόνο στα σπίτια αλλά και για μεγαλύτερους αριθμούς και ποσότητες στις εκκλησίες, και κυρίως εκείνη του Αγίου Νικολάου. Οι Τούρκοι σπάνια έψαχναν στις εκκλησίες και πολύ λιγότερο στο χώρο της Αγίας Τράπεζας. Υπήρχαν επίσης και ελληνικές σημαίες. Σε όλα τα σπίτια τις έραβαν μόνοι τους και τις κρατούσαν κάπου κρυμμένες. Τις ξεδίπλωναν και τις ανέμιζαν μέσα στα σπίτια στις γιορτές.

Από το Σεπτέμβριο του 1912, που φαινόταν πια καθαρά πως θα ξεσπάσει πόλεμος, ο εκνευρισμός του τουρκικού πληθυσμού ήταν φανερός, η εχθρότητα προς τους Έλληνες είχε ξανανάψει. Οι συγκεντρώσεις στα σπίτια είχαν μεταβληθεί σε συσκέψεις μικρών συνωμοσιών για τον τρόπο που οι ίδιοι θα χτυπούσαν τους Τούρκους, όταν ο ελληνικός στρατός θα πρόσβαλλε τις οχυρές θέσεις του κατακτητή στο Σαραντάπορο.

Η μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε θρίαμβος πραγματικός του ελληνικού στρατού. Έπειτα από αυτή την ελληνική νίκη, οι Τούρκοι έφυγαν άτακτα από το Σαραντάπορο και εγκατέλειψαν τα Σέρβια. Οι Τούρκοι στρατιώτες εγκαταλείπουν τα όπλα τους και αρπάζουν ψωμιά από τους φούρνους και κρέατα από τα κρεοπωλεία. Ο πληθυσμός βράζει από αγωνία και ενθουσιασμό. Οι Τούρκοι των γύρω χωριών λουφάζουν. Ο πανικός μεταδίδεται σε όλα τους Τούρκους στρατιώτες στην περιοχή. Το τουρκικό επιτελείο συνεδρίασε το πρωί και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη την 11η Οκτωβρίου. Όταν έγινε γνωστή η απόφαση της εγκατάλειψης δημιουργήθηκε ακόμη μεγαλύτερος πανικός στις τάξεις των Τούρκων. Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έσπευσαν στους τουρκικούς στρατώνες και άρπαζαν όπλα. Από όλες τις γειτονιές κατέβαινε κόσμος προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το κέντρο της πόλης. Κάποιοι αναπέταξαν στο κωδωνοστάσιο τη γαλανόλευκη. Αυτά όλα έγιναν γύρω στις 3 με 4 το απόγευμα. Αυτήν την ώρα εμφανίζεται ο πρώτος Έλληνας ιππέας από το Νότο και δέχεται τους ασπασμούς και τις περιπτύξεις των αλλοφρονούντων εκ συγκινήσεως και χαράς πολιτών. Την επομένη μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος και στις 14 Οκτωβρίου ο βασιλιάς Γεώργιος Α’.

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *