Μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη Χίο, ο σουλτάνος έλαβε μέτρα για την καταστολή του κινήματος. Διέταξε τον φόνο τριών ομήρων, των προκρίτων Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδωρο Ράλλη, που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Στις 25 Μαρτίου 1822 ο τουρκικός στόλος ήταν στην Καλλίπολη έτοιμος και η καταστροφή της Χίου δεν θα αργούσε.

Οι Ψαριανοί παρακαλούσαν την κυβέρνηση να ενεργήσει τα απαραίτητα για να μην απελπιστούν οι Χιώτες και χαθεί η τόσο απαραίτητη νήσος. Οι φόβοι των Ψαριανών, δυστυχώς, δεν διαψεύστηκαν. Ο Καρά Αλής βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Χίου στις 30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη με ισχυρό στόλο 34 πλοίων, ενώ το υπουργείο των Ναυτικών μόλις την επομένη καλούσε σε συναγερμό τα ναυτικά νησιά.
Ο τουρκικός στόλος βομβάρδισε αρχικά την πόλη, αποβίβασε 7.000 άνδρες που ενώθηκαν με τους ομοεθνείς τους, που έβγαιναν ορμητικά από το φρούριο. Έτσι ο αποκλεισμός του φρουρίου από τους Έλληνες διαλύθηκε και οι Σάμιοι και οι Χιώτες έφυγαν προς το εσωτερικό του νησιού. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είχαν συγκεντρωθεί προς τα δυτικά παράλια για να διαφύγουν προς τα Ψαρά. Οι Τούρκοι διαρκώς ενισχύονταν με με νέο στρατό και άτακτα στίφη που έφθαναν από το Τσεσμέ.
Οι Τούρκοι αφού σταθεροποίησαν τις θέσεις τους, στράφηκαν προς το εσωτερικό, για να καταβάλουν την αντίσταση των χωρικών. Την Κυριακή του Πάσχα, 2 Απριλίου, η τουρκική δύναμη, 15.000 άνδρες συνολικά, προχώρησε προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου είχαν καταφύγει 3.000 Έλληνες. Στην άρνηση των Ελλήνων να παραδοθούν, οι Τούρκοι όρμησαν με μανία και αφού έσφαξαν όλους σχεδόν όσους είχαν κλεισθεί σε αυτό το πυρπόλησαν. Νέα επίθεση πραγματοποίησαν την επομένη εναντίον του χωριού Άγιος Γεώργιος, όπου είχαν καταφύγει συνολικά 2.300 Έλληνες.
Ελάχιστες επαναστατικές εστίες, που είχαν μείνει σε διάφορα σημεία, εξουδετερώθηκαν γρήγορα και έτσι ο Καρά Αλής ήταν πια κύριος της κατάστασης. Ο Καρά Αλής ανακοίνωσε την χορήγηση αμνηστίας στους κατοίκους υπό τον όρο να επέστρεφαν στην πόλη και στα χωριά που είχαν εγκαταλείψει. Μέσω των προξένων της Αυστρίας και της Γαλλίας, που βρίσκονταν στο νησί, μετέφερε την πρόταση στους κατοίκους. Οι τελευταίοι έχοντας εμπιστοσύνη στους μεσολαβητές προξένους, πείσθηκαν και άρχισαν να επιστρέφουν και να παραδίδουν τα όπλα τους. Αφοπλισμένοι καθώς ήταν δεν πίστευαν ότι οι Τούρκοι θα παρέβαιναν τη συμφωνία. Και έτσι ανύποπτοι για την παγίδα δέχθηκαν τη συμφορά.
Η λεηλασία, οι εμπρησμοί, η σφαγή και η αιχμαλωσία των κατοίκων, αφάνισαν κυριολεκτικά το νησί. Από έναν πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 100.000, λιγότεροι από 2.000 έμειναν στη Χίο. Τριάντα χιλιάδες θανατώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Οι υπόλοιποι κατόρθωσαν να φύγουν με ψαριανά πλοία προς τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Αρκετοί επίσης διασώθηκαν στα Μαστιχοχώρια, στα οποία δόθηκε από το σουλτάνο αμνηστία.
Η καταστροφή της Χίου συγκλόνισε όχι μόνο τον Ελληνισμό, αλλά και τους λαούς της Ευρώπης. Οι εφημερίδες έγραφαν άρθρα εκφράζοντας τον αποτροπιασμό τους για την εξολόθρευση του πληθυσμού. Το φιλελληνικό κίνημα στην Αγγλία και τη Γαλλία προσπαθεί να συνεγείρει την κοινή γνώμη για την περίθαλψη των θυμάτων.
Η ευθύνη για την καταστροφή της Χίου δεν βαρύνει μόνο τον Λυκούργο Λογοθέτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να στείλει εγκαίρως βοήθεια και η βραδύτητα με την οποία κινήθηκαν τα διαθέσιμα ελληνικά πλοία συνετέλεσαν στην αποτυχία της επανάστασης στη Χίο. Η κατάσταση στο ανατολικό Αιγαίο δεν αντιμετωπίστηκε με τη σοβαρότητα που επέβαλαν οι συνθήκες.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] κατέλαβαν και αιματοκύλισαν την επαναστατημένη Χίο το 1822. Η ελληνική απάντηση ήταν η πυρπόληση της […]
[…] την καταστροφή της Χίου, τον Μάιο του 1822 έγιναν δύο απόπειρες να πυρποληθούν […]