Η κατάκτηση της Αιγύπτου ήταν παλαιό όνειρο των Ελλήνων. Ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα πολλοί Έλληνες της Ιωνίας είχαν υπηρετήσει ως μισθοφόροι στους φαραώ, και την εποχή του φαραώ του Ψαμμήτιχου Α’ είχε ιδρυθεί στον βραχίονα της Κανώπου, στο Δέλτα του Νείλου, η ελληνική αποικία Ναύκρατις, που σημείωσε αξιόλογη εμπορική ανάπτυξη. Οι Αθηναίοι είχαν επίσης κατανοήσει τη μεγάλη σημασία που είχε η Αίγυπτος για το διαμετακομιστικό εμπόριο και ως χώρα που παρήγε σιτάρι.
Ελληνική πολιτιστική ζωή υπήρχε στην Αίγυπτο και πριν την άφιξη του Αλέξανδρου. Στη Μέμφι υπήρχε και ελληνική κοινότητα, οι Ελληνομεμφίτες. Στην ίδια πόλη, όπως και στη Ναύκρατι, υπήρχε το «Ελλήνιον», ένα είδος συλλόγου για τη κοινή ελληνική θρησκευτική λατρεία και ζωή. Έτσι ο Αλέξανδρος υπήρξε ο εκλεκτός της ιστορίας που πραγματοποίησε τον προαιώνιο πόθο των Ελλήνων: να γίνουν κύριοι της χώρας του Νείλου.
Μετά την κατάκτηση της Τύρου, του τελευταίου μεγάλου λιμένα που κατείχαν οι Πέρσες στη Φοίνικη δεν ήταν δύσκολο εγχείρημα η κατάκτηση της Αιγύπτου, όπου ο περσικός ζυγός είχε γίνει αφόρητος και το αντιπερσικό φρόνημα ήταν εντονώτατο. Ο Μαζάκης, ο νέος Πέρσης σατράπης, που ο Δαρείος είχε τοποθετήσει στην Αίγυπτο, με τον λίγο στρατό του δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στον Αλέξανδρο. Επιπλέον ούτε τύπος αγωνιστικός ήταν, ούτε πολύ πιστός στον βασιλιά του. Είχε, εξάλλου, πληροφορηθεί ότι ο Δαρείος μετά τη μάχη της Ισσού είχε τραπεί σε φυγή. Γι’ αυτό δέχθηκε φιλικά τον Αλέξανδρο στη χώρα του.
Ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην Αίγυπτο τον Νοέμβριο του 332 π.Χ., αφού διάβηκε μέσα σε επτά ημέρες την έρημο του Σινά. Έφθασε πρώτα στο Πηλούσιο, το συνοριακό φρούριο της Αιγύπτου στον ανατολικό βραχίονα του Νείλου, όπου βρισκόταν ήδη ορμισμένος ο στόλος του, που τον είχε διατάξει να παραπλεύσει τη Φοινίκη και να κατευθυνθεί προς την Αίγυπτο. Ο νεαρός βασιλιάς, αφού τοποθέτησε φρουρά στο Πηλούσιο και έδωσε εντολή στον στόλο του να αναπλεύσει τον Νείλο, για να συναντηθεί μαζί του στη Μέμφι, ξεκίνησε και ο ίδιος προς τα εκεί.
Κατά τη διαδρομή οι Αιγύπτοι τον υποδέχονταν με επικεφαλής το ιερατείο τους, που μετά την κατάλυση της τελευταίας δυναστείας των φαραώ, «είχε αναλάβει εθναρχικές αρμοδιότητες», υπό τους Πέρσες κατακτητές. Στο πρόσωπο του Αλέξανδρου έβλεπαν τον ελευθερωτή της χώρας από τον περσικό ζυγό. Ο Μακεδόνας βασιλιάς διέσχισε τον δρόμο της ερήμου στα δεξιά του στο Νείλο και έφθασε στην Ηλιούπολη. Από εκεί πέρασε τον ποταμό και βγήκε απέναντι στην Μέμφι, την αρχαία πρωτεύουσα της Αιγύπτου, όπου ο σατράπης Μαζάκης του παρέδωσε την πόλη και 800 τάλαντα.
Ο νεαρός στρατηλατης φέρθηκε με εξαίρετη πολιτικότητα. Οργανώθηκε πανηγυρική είσοδος. Θυσίασε και στους Αιγύπτιους θεούς και στον ιερό ταύρο Άπι. Αντίθετα ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης και ο Αρταξέρξης ο Ώχος σκότωσαν τον ιερό ταύρο και η ανίερη αυτή πράξη ξεσήκωσε τον θρησκευτικό φανατισμό των Αιγυπτίων εναντίον των Περσών. Έτσι δέχθηκαν με μεγάλη χαρά τον Αλέξανδρο και τον στρατό του.
Οι Αιγύπτιοι ιερείς ενθουσιασμένοι από τον σεβασμό που έδειξε ο Αλέξανδρος προς την θρησκεία τους, έσπευσαν να τον χρίσουν φαραώ και να του φορέσουν στο κεφάλι το «ψεντ» (το διπλό στέμμα της Αιγύπτου), που συμβόλιζε την κυριαρχία στην Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Ο Αλέξανδρος ονομάστηκε «Ώρος», «αγαπητός του Άμμωνος και εκλεκτός του Ρα» και «Γιος του Ρα, παίρνοντας έτσι ορισμένους από τους παραδοσιακούς βασιλικούς τίτλους. Από τη στιγμή εκείνη οι Αιγύπτιοι του όφειλαν απόλυτη υπακοή.
Για να συγκινήσει περισσότερο τις ανώτερες τάξεις αλλά και τον λαό, έδωσε εντολή να αναστηλωθεί το ιερό του φαραώ Τουθμώσιος Γ’ στο Καρνάκ και του Αμενόφιος Γ’ στο Λούξορ. Η ανακήρυξη του Αλέξανδρου ως φαραώ είχε πολύ μεγάλη σημασία γιατί δεν η Αίγυτος δεν ήταν πια σατραπεία της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά αποκτούσε πάλι την ανεξαρτησία της, ως βασίλειο ενωμένο με τη Μακεδονία και την Ασία στο πρόσωπο ενός ηγεμόνος. Ο Αλέξανδρος, όμως, ως πραγματικός απόστολος του ελληνικού πολιτισμού ήθελε να διδάξει τον ελληνικό τρόπο ζωής στους ντόπιους.
Η ίδρυση της Αλεξάνδρειας
Από τις πρώτες μέρες της κατάκτησης της Αιγύπτου ο Αλέξανδρος συνέλαβε την αναγκαιότητα της ίδρυσης μιας παραλιακής πόλης στο Δέλτα του Νείλου, ώστε να δημιουργηθεί μια έξοδος για κλειστό οικονομικό δίκτυο των μεσογειακών πόλεων του ποταμού. Ταυτόχρονα ήθελε να κάνει τη νέα πόλη ισχυρή, ώστε να καταλάβει τη θέση που είχε άλλοτε ανατολική στην Μεσόγειο η νικημένη Τύρος. Πίστευε ακόμη πως η απέραντη χώρα της Αιγύπτου είχε ανάγκη ενός μεγάλου λιμένα που θα γινόταν παράλληλα και εστία του ελληνικού πολιτισμού.
Τη μελέτη των σχεδίων της πόλης, στην οποία ο Αλέξανδρος χάρισε το όνομά του, ανέλαβε ο Ρόδιος πολειοδόμος Δεινοκράτης. Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ιδρύθηκε το 331π.Χ. και αποτέλεσε σπουδαίο εκπολιτιστικό έργο, γιατί σε λίγο καιρό η νέα πόλη εξελίχθηκε σε αξιοσημείωτη εστία ελληνικού πολιτισμού. Η ίδρυση της Αλεξάνδρειας στάθηκε η μεγαλύτερη συμβολή του Αλέξανδρου στη προσπάθεια σύνδεσης της Αιγύπτου με τον ελληνικό κόσμο. Η επιτυχία των πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών στόχων του Αλέξανδρου αποδεικνύεται από τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε η νέα πόλη από την επόμενη της ίδρυσης της ως την εποχή μας.
Η Αλεξάνδρεια που από την αρχή την κατοίκησαν όχι μόνο Έλληνες, αλλά και διάφοροι άλλοι ξένοι, καθώς και ιθαγενείς (με την άδεια του Αλέξανδρου εγκαταστάθηκε εκεί και εβραϊκή κοινότητα), αναπτύχθηκε γρήγορα στο σπουδαιότερο κέντρο της χωράς του Νείλου και αργότερα εξελίχθηκε στο μέγιστο εμπορικό κέντρο της Μεσογείου.
Η διοίκηση της Αιγύπτου
Ο Αλέξανδρος πριν εγκαταλείψει την Αίγυπτο φρόντισε να οργανώσει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική διοίκηση της χώρας. Η φύση και η οχυρότητας της Αιγύπτου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στον Μακεδόνα βασιλιά. Γι’ αυτό λέγεται ότι δεν θέλησε να αναθέσει σε ένα άτομο την αρχή όλης της χώρας και την κατένειμε σε πολλά πρόσωπα.
Πρώτα διαχώρισε τις εξουσίες σε πολιτική, οικονομική και στρατιωτική. Την πολιτική διοίκηση εμπιστεύτηκε σε δύο Αιγύπτιους «νομάρχες», τον Δολόασπι για την Άνω Αίγυπτο και τον Πέτισι για την Κάτω Αίγυπτο. Ο Πέτισις δεν δέχθηκε και έτσι ανέλαβε όλη τη διοίκηση ο Δολόασπις. Όρισε επίσης και τους άρχοντες των δύο συνοριακών περιοχών: της προσχώου Λιβύης τον Απολλώνιο, γιο του Χαρίνου, και της Αραβίας τον Ναυκρατίτη Κλεομένη. Ο τελευταίος αυτός διορίσθηκε και ανώτατος οικονομικός άρχων της χώρας. Όταν Δολόασπις πέθανε, ο Κλεομένης ανέλαβε την γενική διοίκηση ολόκληρης της χώρας, αφού του ανατέθηκε από τον Αλέξανδρο.
Τη στρατιωτική διοίκηση της χώρας ο Αλέξανδρος την εμπιστεύτηκε αρχικά στους Μακεδόνες. Άφησε μια μικρή στρατιωτική μονάδα κατοχής με δύο διοικητές: Στη Μέμφι υπό τον Πανταλέοντα τον Πυδναίο και στο Πηλούσιο υπό τον Πολέμωνα, για του Μεγακλή από την Πέλλα. Αρχηγό των μισθοφόρων όρισε τον Λυκίδα τον Αιτωλό. Στρατηγούς άφησε τον Πευκέστα, γιο του Μακαρτάτου και τον Βάλακρο γιο του Αμύντα. Ναύαρχο τον Πολέμωνα, γιο του Θηραμένη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους