Η Καλαμάτα είναι πόλη της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Έχει εύκρατο μεσογειακό κλίμα, με ήπιους χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια. Ο Νικόλαος Πολίτης, Καλαματιανός ο ίδιος, αναφέρει ότι η Καλαμάτα πήρε το όνομα της από την Παναγία Καλομάτα. Το όνομα αυτό ήταν ήδη γνωστό από την εποχή της φραγκοκρατίας.
Η ιστορία της Καλαμάτας
Στη θέση της σημερινής Καλαμάτας, και συγκεκριμένα στην περιοχή του φρουρίου της, τοποθετείται από τους μελετητές η αρχαία πόλη Φαραί, που από τον Όμηρο ονομάζεται Φηρή και ήταν «καλόχτιστη», μία από τις «επτά πεντάμορφες πολιτείες», που ήταν «όλες στο γιαλό, στο σύνορο της αμμουδάτης Πύλου και μέσα ζούνε πολυπρόβατοι και πολυγελαδάροι νοικοκυραίοι», σύμφωνα με τον Όμηρο.
Στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου ο Πέρσης Φαρνάβαζος με τον Αθηναίο ναύαρχο Κόνωνα, έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο στο Αιγαίο, έφτασε στη Λακεδαίμονα από τη Μήλο και «καταπλεύσας εις Φεράς εδήωσε ταύτην την πόλιν».
Μετά τη δήωση των Φαρών σιωπή καλύπτει την ιστορία της περιοχής ως τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Από το 10ο ως το 12ο αιώνα ανεγείρονται οι ναοί των Αγίων Αποστόλων στην Καλαμάτα, του Αγίου Γεωργίου στο Βλαχόπουλο, του Ταξιάρχη στην Πολίχνη, του Αγίου Βασιλείου στο Πανιπέρι, της Παναγίας της Γριβιτσιανής στο Χωματερό, του Αγίου Νικολάου στην Αίπεια, που ενισχύουν την άποψη, κατά την οποία ήδη από τον όγδοο αιώνα είχε αρχίσει η πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Φράγκους και τους Βενετούς, την Πελοπόννησο κατέλαβαν ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, αμφότεροι από την Καμπανία, παρά την ηρωική αντίσταση του Λέοντος Σγουρού κυρίως στον Ακροκόρινθο και το Ναύπλιο.
Οι Φράγκοι στη συνέχεια κατέλαβαν τη βορειοδυτική και δυτική Πελοπόννησο. Το 1205 ο πάπας Ιννοκέντριο Γ’ ονόμασε τον Σαμπλίτη «Ηγεμόνα της Αχαΐας» και η Πελοπόννησος εκτός από λίγα κάστρα αποτέλεσε το Φράγκικο πριγκιπάτο. Μετά το θάνατο του, το 1209, τον διαδέχθηκε ο Βιλεαρδουίνος, που ονομάστηκε «Ηγεμόνας του πριγκιπάτου της Αχαΐας»: αναγνώρισε την κυριαρχία των Βενετών στη Μεθώνη και την Κορώνη, επιδόθηκε στην επέκταση και την οργάνωση του πριγκιπάτου σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, που διαιρέθηκε σε δώδεκα βαρονίες, μία από τις οποίες ήταν η βαρονία της Καλαμάτας και οχύρωσε σημαντικές θέσεις τα κάστρα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261 υπήρξε καθοριστική για τη συρρίκνωση του πριγκιπάτου. Ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, που το 1259 είχε συμμετάσχει σε επιχειρήσεις εναντίον του Μιχαήλ Παλαιολόγου στην Πελαγονία -περιοχή της Μακεδονίας- και είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, απελευθερώθηκε υπό τον όρο να παραδώσει στους Βυζαντινούς τέσσερα κάστρα (Μυστρά, Μονεμβασίας, Γερακιού και Μάνης).
Το Φράγκικο πριγκιπάτο εν τούτοις ήταν ισχυρό ως το 1348, όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός ανέθεσε στο γιο του Μανουήλ τη διοίκηση των Βυζαντινών κτήσεων της Πελοποννήσου. Από το χρόνο αυτό μπήκαν τα θεμέλια του Δεσποτάτου του Μορέως, με έδρα το Μυστρά και τα όρια του επεκτάθηκαν σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Κατά την παλαιολόγεια περίοδο το Δεσποτάτο, παρά τους κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε, οργανώθηκε διοικητικά και στρατιωτικά και υπήρξε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο του υστεροβυζαντινού Ελληνισμού. Την εποχή αυτή και η Καλαμάτα σε καίρια θέση στο μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου, άρχισε να αναπτύσσεται, την ανάπτυξη της όμως ανέκοψε η κατάληψη της και η καταστροφή του κάστρου της από τον Μωάμεθ το 1470 κατά τη διάρκεια του πρώτου Βενετοτουρκικού πολέμου. Θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων έγινε η Καλαμάτα,και στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα κατά τους Βενετοτουρκικούς πολέμους.
Οι Βενετοί για να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους, που επιχειρούσαν την κατάληψη της Κρήτης, δέχτηκαν την πρόταση των Μανιατών για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου με τη βοήθεια των Ελλήνων.
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι με ισχυρές δυνάμεις πεζικού και ιππικού αποβιβάστηκε στην περιοχή της Καλαμάτας και πραγματοποίησε επίθεση εναντίον της πόλης που εγκαταλείφθηκε από την τουρκική φρουρά και από τους Έλληνες κατοίκους της και στη συνέχεια πυρπολήθηκε. Η τουρκοκρατία συνεχίστηκε στην Πελοπόννησο ως το 1685, οπότε περιήλθε στους Βενετούς, στις οποίες παρέμεινε επί τριάντα χρόνια.
Η περιοχή της Καλαμάτας αποτελούσε, κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία, μία από τις δεκαέξι διοικητικές περιφέρειες και την ίδια περίπου διαίρεση της Πελοποννήσου βρίσκουμε μετά την ανάκτηση τους από τους Τούρκους. Από τα είκοσι ή εικοσιτέσσερα βιλαέτια της Πελοποννήσου, αυτό της Καλαμάτας ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο. Αυτό αποδίδεται στην απουσία ορεινής ενδοχώρας. Η πόλη είχε μόνο 1.362 κατοίκους το 1700, στο βιλαέτι όμως υπήρχαν περισσότεροι οικισμοί από όσους σε άλλες περιοχές.
Παρά την αισθητή μείωση του πληθυσμού κατά την τρομερή πανώλη του 1717-1718 η Καλαμάτα από τα μέσα του 18ου αιώνα ως την Ελληνική Επανάσταση αναπτύχθηκε και έγινε ένα από τα πιο ανθηρά εμπορικά κέντρα της Πελοποννήσου και. Ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε και από το λιμάνι της εξάγονταν στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στην Ιταλία και τη Μασσαλία αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα (λάδι, βαμβάκι, μετάξι, ξηρά σύκα, δέρματα, μαλλιά, τυρί). Ιδιαίτερη ακμή σημειώθηκε στην τοπική βιοτεχνία, κυρίως στη βυρσοδεψία, στη σαπωνοποιία και στη μεταξουργία και τα μεταξωτά υφάσματα, ιδίως τα μαντήλια ήταν περιζήτητα.
Οι Γάλλοι είχαν ιδρύσει υποκαταστήματα των εμπορικών τους οίκων στην Καλαμάτα και το 1721 υποπροξενείο. Ενώ οι Σκλαβούνοι έμποροι από τις Δαλματικές ακτές το τελευταίο τέταρτο του αιώνα εξασφάλισαν το αποκλειστικό εμπόριο λαδιού της περιοχής και την ίδια περίοδο οι Δουλτσινιώτες πραγματοποιούσαν μεταφορές αγροτικών προϊόντων από τα μεσσηνιακά λιμάνια.
Η εξέγερση της Πελοποννήσου κατά τα Ορλωφικά (1770-1774), στα οποία διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο η Καλαμάτα και η Μάνη με επικεφαλής τον πλούσιο έμπορο και πρόκριτο της πόλης Παναγιώτη Μπενάκη και οι καταστροφές που ακολούθησαν μετά την εγκατάλειψη του αγώνα από τους Ρώσους από αλβανικές ορδές υπήρξαν βαρύ πλήγμα για την πόλη και για την περιοχή της. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να καταφύγουν στα Επτάνησα, σε νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Σμύρνης. Χωριά λεηλατήθηκαν, πεδιάδες έμειναν ακαλλιέργητες και το πολυσύχναστο προηγουμένων λιμάνι της Καλαμάτας νεκρώθηκε. Μόνο μετά το 1779, όταν ο καπουδάν πασάς Χασάν εκκαθάρισε την Πελοπόννησο από τους Αλβανούς, που καταπίεζαν και τους Τούρκους, άρχισε η νέα περίοδος της οικονομικής δραστηριότητας της πόλης.
Η Καλαμάτα με την «εμπορική αριστοκρατία» της, με την κοινοτική της οργάνωση και με την πικρή εμπειρία από τη δοκιμασία των Ορλωφικών ήταν έτοιμη για τον Αγώνα του 1821. Η Καλαμάτα ήταν η πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους κατά την Ελληνική Επανάσταση (23 Μαρτίου 1821). Πρωταγωνιστικό ρόλο στην απελευθέρωση της έπαιξε ο Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας.
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org/wiki/Καλαμάτα