Ένας βράχος που ξεπροβάλλει από τη θάλασσα, μόλις τρία μίλια νοτιοδυτικά της Καρπάθου, η Κάσος, είναι το πιο νότιο νησί των Δωδεκανήσων, σε απόσταση 255 μιλίων από τον Πειραιά.
Το βουνό Πρίωνας εμποδίζει τη πρόσβαση στα βόρεια του νησιού ενώ οι απότομες πλαγιές του όρους Περίολας ορθώνονται στα νότια. Ανάμεσα τους το βουνό Σίσφιο, φράζει την πρόσβαση στην ανατολική ακτή. Έτσι, οι οικισμοί στριμώχνονται σε ακτίνα έως τρία χιλιόμετρα από το λιμάνι και πρωτεύουσα Φρυ περίπου στη μέση της δυτικής ακτής, εκεί όπου σχηματίζεται όρμος σαν φρύδι, εξ ου και το όνομα.
Εκτός από το Φρυ στην Κάσο υπάρχουν ακόμη τέσσερις οικισμοί: η μεσόγεια Αγία Μαρίνα με διατηρημένα σπίτια καπεταναίων, το επίσης μεσόγειο Αρβανιτοχώρι, ο Εμπορειός, πιο ψηλά η Παναγιά και ακόμη πιο πάνω το Πόλι.
Η ιστορική αναδρομή των κατοίκων είναι συνδεδεμένη με αυτή της γειτονικής Καρπάθου. Στα 1824, όμως, οι Κάσιοι ανέδειξαν το νησί τους σε νεότερες Θερμοπύλες του Αιγαίου. Ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου του 1821, πρώτοι από όλους στα Δωδεκάνησα, με πρωτεργάτες τους Θεόδωρο Κονταρτσόγλου και Παπακανάρη. Εκείνα τα χρόνια εξοπλισμένα εμπορικά πλοία τους ήταν σχεδόν ένα έτοιμος στόλος.
Τολμηροί ναυτικοί και εμπειροπόλεμοι, όργωναν τις θάλασσες και αντιμετώπιζαν με επιτυχία τους πειρατές. Όταν επαναστάτησε και η Κρήτη ο πια «πολεμικός στόλος» της Κάσου έσπευσε να την στηρίξει.
Οι Κάσιοι ανδραγάθησαν και απέδειξαν έμπρακτα στον Αιγύπτιο Χουσεΐν ότι ήταν υποχρεωμένος να τους υπολογίζει. Τέλη Απριλίου του 1824, η Επανάσταση στην Κρήτη είχε σβήσει. Τα καράβια της Κάσου επέστρεψαν στη βάση τους. Οι κάτοικοι γνώριζαν πολύ καλά ότι είχε έρθει η σειρά τους. Ήταν η εποχή της ελληνικής εμφύλιας σύρραξης και της οθωμανικής επίθεσης στα μέτωπα της Επανάστασης.
Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ ορίστηκε αρχηγός των χερσαίων δυνάμεων, ενώ ο αιγυπτιακός στόλος δρούσε στο Αιγαίο. Ο Χουσεΐν μπέης ήταν ακόμα απασχολημένος στην Κρήτη, όταν μοίρα του αιγυπτιακού στόλου φάνηκε ανοιχτά της Κάσου. Προδομένοι από την αδιαφορία και τις καθυστερήσεις της κεντρικής διοίκησης στη λήψη αποφάσεων, οι νησιώτες γνώριζαν καλά ότι δεν είχαν να περιμένουν από πουθενά.
Οργάνωσαν την άμυνα τους και με τριάντα κανόνια μπροστά από τα χωριά Αγία Μαρίνα, Αρβανιτοχώρι, Παναγιά και Πόλι και έστησαν βίγλες στις απόκρημνες περιοχές του νησιού, να προσέχουν τα νώτα τους. Στις 14 Μαΐου 1824, τα αιγυπτιακά πλοία παρατάχθηκαν έξω από την Κάσο. Οι εξακόσιοι Κρητικοί που είχαν έρθει πρόσφυγες στο νησί ενώθηκαν με τους υπερασπιστές, ανεβάζοντας τη δύναμη σε υπολογίσιμο αριθμό.
Στήθηκε συνεδρίαση καπετάνιων και προκρίτων με θέμα αν θα έπρεπε να δηλώσουν υποταγή ή να αμυνθούν. Την απόφαση πήραν οι Αιγύπτιοι που ξεκίνησαν κανονιοβολισμό της παραλίας. Τα ελληνικά κανόνια απάντησαν.
Η αιγυπτιακή ναυαρχίδα «Αφρική» θέλησε να πλησιάσει πιο κοντά. Έπεσε σε ύφαλο, έπαθε μεγάλη ζημιά και αποχώρησε Δυο μέρες αργότερα αποχώρησαν και τα υπόλοιπα αιγυπτιακά πλοία.
Στις 27 Μαΐου 1824 ξαναφάνηκαν. Αυτή τη φορά στόλος από 25 πλοία με 4.000 Αλβανούς υπό το ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ, με γενικό αρχηγό τον Χουσεΐν μπέη. Αγκυροβόλησαν μπροστά από το νησάκι Μακρά και άρχισαν τους κανονιοβολισμούς. Η Κάσος απάντησε.
Οι κανονιοβολισμοί συνεχίστηκα για 48 ώρες. Τη νύχτα προς το τρίτο ξημέρωμα, 18 «αποβατικά» γεμάτα στρατό κινήθηκαν προς τα βόρεια της Αγίας Μαρίνας. Η προσοχή των αμυνόμενων στράφηκε προς αυτό το σημείο. Την ίδια ώρα περίπου τριάντα βάρκες με οπλισμένους Αλβανούς, αρχηγό τον χιλίαρχο Μουσά και αρχηγό τον Κάσιο Ζαχαριά (σύγχρονο της Επανάστασης Εφιάλτη), έπλεαν μέσα στο σκοτάδι προς τη νότια πλευρά της Αγίας Μαρίνας, στον Αντιπέρατο.
Κανένας δεν υπήρχε εκεί, να τους δει και να ειδοποιήσει, καθώς ο τόπος είναι απρόσιτος. Και μονάχα ένα μονοπάτι κακοτράχαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αναρρίχηση. Είχαν τοποθετηθεί έξι νησιώτες να προσέχουν, αλλά και αυτοί δε μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχε προδότης που «ξεναγούσε» τον εχθρό. Αιφνιδιάστηκαν. Αν είχαν έγκαιρα αντιληφθεί τους Αλβανούς μπορούσαν να τους κρατήσουν, ώσπου να έρθουν ενισχύσεις, καθώς η τοποθεσία τούς το επέτρεπε. Οι τρεις σκοτώθηκαν, οι άλλοι τρεις πρόλαβαν να φύγουν.
Έχοντας αποκτήσει ισχυρό προγεφύρωμα ο Χουσεΐν έστειλε στον Αντιπέρατο και άλλους, συνολικά δυο χιλιάδες Αλβανούς. Ξημερώματα έπεσαν αιφνιδιαστικά στα νώτα των Κασίων. Οι υπερασπιστές του νησιού απέκρουσαν με γενναιότητα αλλά δεν μπορούσαν πια να εμποδίσουν την απόβαση στην παραλία, μπροστά στην Αγία Μαρίνα. Βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά.
Ο Χουσεΐν τους μήνυσε να παραδοθούν και σε αντάλλαγμα εγγυάτο τη ζωή και την ελευθερία τους. Γνώριζαν από την εμπειρία τους στην Κρήτη ότι ο Αιγύπτιος τιμούσε το λόγο του. Γνώριζαν ότι ο αγώνας τους ήταν χαμένος. Απάντησαν όμως με μια κασιωτική παραλλαγή του «Μολών λαβέ».
Η μάχη συνεχίστηκε στήθος με στήθος. Κάποια στιγμή με ηρωικό γιουρούσι διέσπασαν τις εχθρικές γραμμές. Κάποιοι έφτασαν στην ακτή, πρόλαβαν να μουν σε ελληνικά πλοία και έφυγαν στην Κάρπαθο. Άλλοι πήραν τα βουνά, υποχωρώντας και πολεμώντας.
Ο πλοίαρχος Μάρκος Μαλλιαράκης με σαράντα ναύτες οχυρώθηκε στη Λαγκά. Συνέχισε να πολεμά ώσπου οι περισσότεροι άνδρες του έπεσαν και ίδιος αιχμαλωτίστηκε. Τον οδήγησαν δεμένο στο Χουσεΐν. Ο Αιγύπτιος ήταν πρακτικός άνθρωπος. Του πρότεινε να αναλάβει πλοίαρχος σε καράβι του στόλου του Ισμαήλ Γιβραλτάρ καθώς το ναυτικό του έπασχε από ικανούς αξιωματικούς. Ο Μαλλιαράκης δέχθηκε και ο Χουσεΐν διέταξε να τον λύσουν. Αμέσως ο Μαλλιαράκης αφόπλισε έναν Αιγύπτιο και με το σπαθί του σκότωσε τρεις άλλους. Χίμηξαν απάνω του οι υπόλοιποι και τον έσφαξαν.
Η άρνηση των υπερασπιστών στην πρόταση να παραδοθούν θεωρήθηκε από τον Χουσεΐν ότι ακύρωνε τις υποσχέσεις του. Επί 24 ώρες, οι άνδρες σφάζονταν, γυναίκες και παιδιά βιάζονταν, ενώ τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Δυο χιλιάδες νησιώτες αρπάχτηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Στο τέλος του 24ώρου ο Χουσεΐν διέταξε να σταματήσουν τα έκτροπα. Σκότωσε με τα χέρια του όσους δεν πειθάρχησαν.
Στους δρόμους κείτονταν άλλες δύο χιλιάδες νεκροί, μαχητές και άμαχοι. Στην έρημη Κάσο εγκαταστάθηκε Τούρκος διοικητής. Η γειτονική Κάρπαθος δήλωσε υποταγή. Ο Χουσεΐν γύρισε στην Κρήτη.
Μόλις 16 χρόνια αργότερα, το 1840, η Κάσος άρχισε πάλι να γνωρίζει ανάπτυξη. Τότε χτίστηκε και η σημερινή της πρωτεύουσα, το Φρυ.