Η Κάλυμνος είναι το τέταρτο σε έκταση νησί των Δωδεκανήσων με ορεινό έδαφος. Βρίσκεται ανάμεσα στην Λέρο και τη Κω, βορειοδυτικά της Ρόδου, σε απόσταση 183 μιλίων από τον Πειραιά. Περιβάλλεται από πλήθος μικρών νησιών. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Πόθια ή Ποθαία ή Κάλυμνος, λιμάνι στον μυχό ενός κόλπου στα νοτιοανατολικά του νησιού. Υπάρχουν ακόμη τα χωριά Χώρα, Βαθύ, Εμπορειός, Μασούρι, Μυρτιές και Πάνορμος.
Το μεγάλο βυζαντινό κάστρο, με εννιά ολόλευκα εκκλησάκι και ερείπια σπιτιών προβάλλει επιβλητικό πάνω από την παλιά πρωτεύουσα, Χώρα. Η περιοχή είναι γεμάτη κάστρα. Το Καστέλι κοντά στο Μασούρι και το ερειπωμένο βυζαντινό στην Τέλενδο «συνδέονται» καθώς ο θρύλος μιλά για το «βασιλόπουλο» του Καστελιού και την αγαπημένη του στο κάστρο της Τελένδου.
Άλλος θρύλος αναφέρεται στο μοναστήρι-κάστρο της κυρά-Ψηλής που χτίστηκε πάνω από το Καλύμνιο Ρούσο. Τον είχαν πάρει οι Τούρκοι με το παιδομάζωμα, είχε γίνει γενίτσαρος και μετά πασάς με το όνομα Γκιουλ Αχμέτ, πέρασε από το νησί, θυμηθηκε τη γενιά του, αναγνώρισε τον πατέρα του και έφτιαξε το μοναστήρι. Υπάρχουν ακόμα και το τιτανικό Καστρί των νεολιθικών χρόνων στον Εμπορειό και το κάστρο της Παναγίας Χρυσοχεριάς που χτίστηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες.
Στην «ευθύνη» της Καλύμνου ανήκουν και οι βραχονησίδες Ίμια, όπου συνέβη το θερμό επεισόδιο τον Ιανουάριο του 1996.
Ευρήματα Νεολιθικά και της Νεοανακτορικής περιόδου (μετά το 1700π.Χ.) μαρτυρούν της απώτερους χρόνους κατοίκησης του νησιού. Η ιστορική διαδρομή των νησιωτών είναι όμοια με εκείνη των υπολοίπων Δωδεκανησίων.
Η ιδιαιτερότητα των Καλυμνίων είναι η ζύμωση τους με τους βυθούς των θαλασσών Σκληροτράχηλοι και τολμηροί σφουγγαράδες, δημιούργησαν έπος, από όταν η σπογγαλιεία αποτελούσε το πιο επικίνδυνο επάγγελμα που θαλασσινός θα μπορούσε να ακολουθήσει. Αν επιβίωνε στους βυθούς δύσκολα ξέφευγε από τη «νόσο των δυτών».
Τα σφουγγάρια είναι ζώα της θάλασσας από τα πιο ατελή. Ανήκουν στο γένος των κοιλεντερωτών και περιλαμβάνουν πάρα πολλά είδη απλωμένα στις θερμές και εύκρατες θάλασσες κυρίως της Μεσογείου. Περισσότερο μοιάζουν με φυτά, έχουν ακανόνιστο σώμα, συνήθως κυπελλοειδές ή σχεδόν σφαιρικό μαλακό και γεμάτο πόρους. Ο σκελετός τους αποτελείται από ελαστικές ίνες. Το χρώμα τους είναι καφέ πάνω και σταχτοκίτρινο κάτω, Πιο διαδεδομένα είναι τα φαρμακευτικά σφουγγάρια και η τσιμούχα. Η Μεσόγειος (Αιγαίο, Αδριατική), η Ερυθρά θάλασσα και η Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι οι τόποι όπου οι σφουγγαράδες τα βρίσκουν.
Παλαιότερα η αναχώρηση των σφουγγαράδων αποτελούσε το γεγονός της χρονιάς για την Κάλυμνο. Γινόταν τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, αφού προηγουμένως όλο το νησί συμμετείχε στη [γιορτή της αγάπης» με κοινό τραπέζι, γλέντι και χορό. Η γιορτή επιβιώνει τη Πόθια, ως αναβίωση της παράδοσης μεταφερόμενη στην κεντρική πλατεία το Πάσχα και συμπληρωμένη με αναπαράσταση της δουλειάς των σφουγγαράδων με το σκάφανδρο και την καύση βεγγαλικών.
Για την αλίευση των σφουγγαριών οι σφουγγαράδες πρέπει να φτάσουν ως το βυθό της θάλασσας σε βάθος 91 μέτρα και μισό (πενήντα οργιές). Σήμερα, η αλίευση γίνεται με σύγχρονο εξοπλισμό. Στην Κάλυμνο λειτουργεί η μοναδική κρατική σχολή δυτών.
Παλιά, η δουλειά ήταν πολύ σκληρή και αρκετά επικίνδυνη και γινόταν με σκάφανδρο, μια αδιάβροχη και αεροστεγής στολή που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα ως το λαιμό και άφηνε γυμνές μόνο τις παλάμες των χεριών. Πάνω από τη στολή ο δύτης φορούσε παπούτσια από μολύβι, με μολυβένιες πλάκες για να μπορεί εύκολα να βυθιστεί. Στο άνοιγμα του λαιμού, βιδωνόταν βαρύ μεταλλικό κράνος με γυάλινα φινιστρίνια, που επέτρεπαν στο δύτη να βλέπει. Στο πίσω μέρος του μεταλλικού κράνους προσαρμοζόταν σωλήνας, του οποίου το άλλο άκρο βρισκόταν σε αντλία πάνω στο σφουγγαράδικο.
Πριν βγουν στο εμπόριο τα σφουγγάρια υφίστανται ειδική επεξεργασία για να απαλλαγούν από το γλοιώδες υγρό που κουβαλούν. Στην Κάλυμνο λειτουργούν ειδικά εργαστήρια.