Η «Ιουστινιάνειος Πανώλης»

Ζούμε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο με την εξάπλωση του κορωνοϊού που μας αναγκάζει να αλλάξουμε τις καθημερινές μας συνήθειες, ελπίζοντας όχι για πολύ καιρό. Η ανθρωπότητα, όμως, στο πέρασμα των αιώνων, έχει ζήσει και άλλες παρόμοιες ή και χειρότερες καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Πανώλης ή Μαύρος Θάνατος, που είναι γνωστή περισσότερο για τα θύματα που προκάλεσε στην Ευρώπη, κατά το Μεσαίωνα. Το πρώτο κρούσμα, όμως, εμφανίστηκε το 541μ.Χ. στην περιοχή του ποταμού Νείλου. Ένα χρόνο αργότερα η νόσος, η «ιουστινιάνειος πανώλης», όπως ονομάστηκε, χτυπά την Βασιλεύουσα, τη Θεσσαλονίκη, την Παλαιστίνη, τη Συρία, την Κίνα και επανακάμπτει το 747 που θερίζει το μισό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης.

Η «Ιουστινιάνειος Πανώλης»
«Επίσκεψη σε πανωλόβλητο ασθενή»
Ο ιατρός κρατά στη μύτη του ένα σφουγγάρι με αντισηπτικό, ενώ οι υπηρέτες καίνε αρώματα

«Το Σεπτέμβριο του 541μ.Χ. συνέβη το ακόλουθο περιστατικό: Μια γυναίκα που κατοικούσε κοντά τη Χρυσή Πύλη έπεσε σε έκσταση και ξεστόμιζε διάφορα ακατάληπτα λόγια, με αποτέλεσμα ο λαός της Κωνσταντινούπολης να συρρεύσει προς το μέρος και να αρχίσει να πορεύεται σε λιτανεία προς τη μονή του Αγίου Διομήδη, στη λεγόμενη Ιερουσαλήμ. Αφού έβγαλαν τη γυναίκα αυτή από το σπίτι της, την έφεραν στο ναό του Αγίου Διομήδη, καθώς εκείνη έλεγε ότι σε τρεις μέρες η θάλασσα θα υψωνόταν και θα κατάπινε τα πάντα. Και τα πλήθη λιτάνευαν και έψαλλαν το Κύριε Ελέησον, καθώς έφταναν ειδήσεις ότι ήδη αρκετές πόλεις είχαν καταποντιστεί από τα ύδατα. Και την ίδια εποχή το θανατικό είχε ξεσπάσει στην Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια». Έτσι περιγράφει τα γεγονότα ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας.

Τη στιγμή που η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό την επήρεια αυτής της εσχατολογικής έξαρσης, η πανώλης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Το πρώτο τεκμηριωμένο χτύπημα της πανδημίας μαρτυρείται στο Πηλούσιο, μια μικρή πόλη της Αιγύπτου στις ανατολικές εκβολές του Νείλου, περίπου τον Ιούλιο του 541. Τότε Βυζαντινός Αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός Α’, από τον οποίο πήρε το όνομα του ο κύκλος επιδημιών πανώλης που ξεκίνησε τότε.

Συνολικά η παρουσία της νόσου παρέμεινε δραστήρια ως το 750, μαστίζοντας όλη την περιοχή της μεσογειακή λεκάνης σε περίπου δεκαεπτά επιδημικά κύματα, με μέσο όρο περιοδικότητας τα δεκαπέντε χρόνια. Η μεγάλη θνησιμότητα που προκάλεσε κάθε κύμα, σε συνδυασμό με τη συνεχή παρουσία της νόσου, είχε αποτέλεσμα μια οξεία δημογραφική κρίση, η οποία ανάγκασε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλο σύγχρονο της κράτος, να αναδιπλωθεί και να περιορίσει τα ρωμαϊκά και οικουμενικά οράματα της.

Η εξάπλωση της «ιουστινιανείου πανώλους»

Όπως είπαμε η «ιουστινιάνειος πανώλης» ξεκίνησε από το αιγυπτιακό Πηλούσιο. Η επιστημονική κοινότητα συναινεί ότι η νόσος δεν ξεκίνησε από εκεί, αλλά ήρθε στο Πηλούσιο από την κεντρική Αφρική και ειδικότερα από την περιοχή των μεγάλων λιμνών της Τανζανίας και της Ουγκάντας. Εκεί απαντά, ως και σήμερα, μια πανάρχαιη, ενδημική εστία της πανώλης στα άγρια τρωκτικά της περιοχής. Είτε καταπλέοντας το Νείλο προς την Κάτω Αίγυπτο είτε -πολύ πιθανότερο- μέσω της Ερυθράς Θάλασσας η νόσος μεταφέρθηκε παθητικά ακολουθώντας τους εμπορικούς δρόμους της εποχής ως τις μεσογειακές ακτές της Αιγύπτου. Εκεί συνάντησε μεγάλα, πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα και εκτεταμένα, καλά οργανωμένα δίκτυα επικοινωνιών, χερσαία και θαλάσσια, τα οποία ευνόησαν την καταστροφική της πορεία. Η διάδοση της πανδημίας σε ολόκληρη την μεσογειακή λεκάνη αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη για την ύπαρξη και την καλή λειτουργία αυτών των δικτύων.

Μετά το Πηλούσιο η πανώλης ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: από τη μια πλευρά εξαπλώθηκε προς την Αλεξάνδρεια και τις βορειοαφρικανικές ακτές και από την άλλη προχώρησε προς την Παλαιστίνη. Οι σύγχρονοι της παρατήρησαν με ακρίβεια ότι η νόσος προχωρούσε πάντοτε από τις ακτές προς την ενδοχώρα. Στη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 541 η πανδημία έφτασε στην Αλεξάνδρεια, στη Γάζα και από εκεί στην περιοχή του Νεγκέβ, ενώ το χειμώνα εξαπλώθηκε στην Ιερουσαλήμ και τη νότια Συρία. Η πανώλης μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα την άνοιξη του 542 και έπληξε την πολυπληθή και πυκνοκατοικημένη πόλη για τουλάχιστον τέσσερις μήνες, προκαλώντας μεγάλη θνησιμότητα. Είναι πολύ πιθανό ότι υπέκυψε στη μάστιγα σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Βασιλεύουσας, ενώ η οικονομική και κοινωνική ζωή της παρέλυσαν εντελώς. Την ίδια εποχή η πανδημία προχωρούσε και στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας πλήττοντας την Αντιόχεια, την Επιφάνεια, τα Μύρα της Λυκίας και γενικότερα την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας. Στην άλλη άκρη της Μεσογείου η νόσος, αφού αποδεκάτισε περιοχές της βόρειας Αφρικής, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις ακτές της, μεταπήδησε στην Ιταλία και στα τέλη του 543 έφτασε στη Ρώμη.

Στη διάρκεια του ίδιου χρόνου εξαπλώθηκε στην Ισπανία και στο εσωτερικό της Γαλατίας. Στις 23 Μαρτίου του 544 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κηρύσσει το πέρας του πρώτου κύματος της πανδημίας, το οποίο χαρακτηρίζει μεταφορικά ως «παίδευση που συνέβη σύμφωνα με τη φιλανθρωπία του δεσπότη Θεού». Η πορεία μεν της νόσου είχε ανακοπεί μέσα στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν ίσχυε όμως το ίδιο για την υπόλοιπη τότε οικουμένη. Γύρω στα 548-549 η πανώλης έφτασε στη Βρετανία και την Ιρλανδία και ακόμη βορειότερα ως τη σκανδιναβική χερσόνησο, ενώ περίπου την ίδια εποχή έκανε την καταστροφική της εμφάνιση στην Υεμένη και τη Νότια Αραβία. Ο κύκλος της πανδημίας είχε μόλις αρχίσει.

Η «Ιουστινιάνειος πανώλης» είχε συμπτώματα

Τα συμπτώματα της «ιουστινιανείου πανώλους», όπως μας έχουν παραδοθεί από πολλές και διαφορετικές πηγές, ήταν τα εξής: για σύντομο διάστημα οι προσβεβλημένοι από την πανώλη είχαν παραισθήσεις, η νόσος ξεκινούσε με ξαφνικό, υψηλό πυρετό και οδηγούσε έπειτα από λίγες μέρες τους αδένες στη βουβωνική χώρα, στις μασχάλες, στον αυχένα και στους μηρούς σε φλεγμονή και διόγκωση. Στις περιπτώσεις στις οποίες τα οιδήματα αυτά εξελίσσονταν σε γάγγραινα, οι ασθενείς πέθαιναν τάχιστα με ανυπόφορους πόνους. Σε άλλους εμφανίζονταν μαύρες φλύκταινες στο μέγεθος φακής σε ολόκληρο το σώμα, γεγονός που προανήγγειλλε τον επερχόμενο θάνατο.Σε άλλους, πάλι, το κυρίαρχο σύμπτωμα που επέφερε το θάνατο ήταν η αιμόπτυση. Σε γενικές γραμμές, η διάρκεια της θανατηφόρου ασθένειας δεν ξεπερνούσε τις πέντε μέρες, στην διάρκεια των οποίων ο ασθενής βασανιζόταν από αϋπνία και παραληρήματα.

Ο ιστορικός Προκόπιος, σύγχρονος της εποχής, είναι ο μοναδικός που αναφέρει περιπτώσεις ίασης της πανώλους σε όσους το βουβωνικό οίδημα δημιούργησε απόστημα, το οποίο αφού άνοιξε προκάλεσε την έκχυση του πύου και εντέλει τη θετική έκβαση της νόσου. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός είναι μια τέτοια περίπτωση.

Η Ιουστινιάνειος πανώλης και οι άνθρωποι της εποχής

Για να καταλάβουμε πως αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης την ιουστινιάνειο πανώλη θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν επιστημονικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό οι επιδημίες οφείλονταν στο μολυσμένο αέρα. Η άποψη αυτή, κατά την οποία οι επιδημίες δεν ήταν μεταδοτικές, διατήρησε κάποιο κύρος στο Μεσαίωνα, τόσο στην Ανατολή και όσο τη Δύση. Ήταν όμως εντελώς αναποτελεσματική σε σχέση με την πανώλη. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης, η χριστιανική σκέψη θεώρησε την πανδημία έκφραση της Θείας Δίκης, που είχε σκοπό το σωφρονισμό της ανθρωπότητας, κάποτε μάλιστα και την τιμωρία ορισμένων ατόμων για τα παραπτώματα τους.

Το κοινό σημείο των δύο αυτών αντιλήψεων έγκειται στο ότι δεν παρείχαν σε όσους τις ενστερνίζονταν κανένα αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης της νόσου. Η μεν ιατρική γραμματεία εξακολουθούσε να προτείνει διάφορα γαληνικά αντίδοτα, όπως την περιβόητη θηριακή (μείγμα 60 βοτάνων), αλλά και έμπλαστρα για τη θεραπεία της πανώλους, ενώ τα θεολογικά κείμενα συνιστούσαν στους πιστούς μετάνοια και προσευχή, στην ουσία, όμως, διακήρυτταν την τυφλή αποδοχή της ως αναγκαίου κακού.

Η Εκκλησία οργάνωνε λιτανείες για τον κατευνασμό της Θείας Οργής. Οι έντρομοι πληθυσμοί επικαλούνταν θαυματουργούς Αγίους, όπως τον Συμεών το Νεότερο Στυλίτη στην Αντιόχεια ή τον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, ενώ συχνά παρατηρούνταν φαινόμενα μαζικής μεταμέλειας και στροφής προς τη φιλανθρωπία. Σπανιότερα αναφέρονται περιπτώσεις μαζικής φυγής από τις προσβεβλημένες περιοχές.

Σε κρατικό επίπεδο γίνονταν συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων που δημιουργούσε η ιουστινιάνειος πανώλης. Ο Ιουστινιανός επιφόρτισε ένα ανώτατο αξιωματούχο με την ευθύνη για την ταφή των πολυάριθμων θυμάτων που κείτονταν άταφα στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.

Ασφαλώς η ιουστινιάνειος πανώλης, ως νόσος που προκαλούσε υψηλή θνησιμότητα, είχε πολλαπλές συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Δυστυχώς η έλλειψη αξιόπιστων πηγών δεν μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε τον ακριβή αριθμό θυμάτων της πανώλους. Όσες πηγές αναφέρουν συγκεκριμένους αριθμούς θυμάτων δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψιν, επειδή αποτελούν ρητορικές υπερβολές που θέλουν απλά να τονίσουν ότι έχασε τη ζωή του ένας ασυνήθιστος αριθμός ανθρώπων. Ωστόσο, η δημογραφική κρίση που επέφερε η πανώλης υπήρξε οξεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κίνηση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’, το 755. Ο Αυτοκράτορας μετέφερε στην Πόλη ολόκληρες οικογένειες από τα νησιά του Αιγαίου και τη νότια Ελλάδα, προκειμένου να πυκνώσει τον πληθυσμό της.

Οι μεσογειακές κοινωνίες στη διάρκεια της πανδημίας προσπάθησαν με ποικίλα μέσα, σε διαφορετικά επίπεδα να ανταπεξέλθουν στις δυσχέρειες που προκαλούσε η νόσος μαχόμενες να διατηρήσουν τον έλεγχο της καθημερινότητας.

Πηγή: http://www.enet.gr

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *