Η Ιθάκη είναι η μικρή αδελφή της Κεφαλονιάς. Απέχει 15,5 μίλια από τη Στερεά Ελλάδα 4,75 από την Λευκάδα, ενώ χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 3 μιλίων στο νότο και 1,3 μιλίων στο βορρά από την Κεφαλονιά. Το νησί είναι ορεινό, άγονο και άνυδρο. Η γεωργική του παραγωγή περιορίζεται σε μικρές ποσότητες σιτηρών, λαδιού και εκλεκτής ποιότητας κρασιού. Πρωτεύουσα του νησιού είναι το Βαθύ, απάνεμο λιμάνι και ασφαλές για τα πλοία. Πολλοί το ταυτίζουν με το ομηρικό λιμάνι Φόρκυς.

Οι ανασκαφές στο νησί έχουν αποκαλύψει λείψανα οικισμού Πρωτοελλαδικής Εποχής (2600-1900π.Χ.) στη θέση Πηλικάτα του χωριού Σταυρός, στα βόρεια του νησιού. Και ερείπια μυκηναϊκής εποχής στον Πλατρειθιά, επίσης στα βόρεια του νησιού. Στη θέση Αετός, εκεί που στενεύει το νησί, εντοπίστηκαν ερείπια αρχαίας πόλης. Εικάζεται ότι είναι οι Αλαλκομενές που χτίστηκαν τον 8ο π.Χ. αιώνα. Υπάρχουν επίσης υπολείμματα τείχους του 7ου π.Χ. αιώνα . Οι ντόπιοι το λένε «Κάστρο του Οδυσσέα», επειδή ο Σλήμαν νόμισε ότι εκεί θα βρει το μυκηναϊκό το παλάτι του ομηρικού ήρωα.
Επί ρωμαιοκρατίας η Ιθάκη εντάχθηκε στην επαρχία της Ιλλυρίας. Στα βυζαντινά χρόνια, ανήκε στην επαρχία της Ηπείρου. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού ονομαζόταν «Ηθρακή νήσος». Βάνδαλοι, Γότθοι, Βησιγότθοι και Σαρακηνοί τη λεηλάτησαν. Τον 11ο αιώνα το νησί είχε πόλη που η Άννα Κομνηνή την αναφέρει ως Ιερουσαλήμ. Το 1185, την κυρίευσαν Νορμανδοί και Σικελοί μαζί με την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Κατά τη διάρκεια της τέταρτης Σταυροφορίας τα τρία αυτά νησιά βρέθηκαν στην κατοχή της οικογένειας Ορσίνι. Στα 1228 η Ιθάκη εντάχθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Διακόσια χρόνια μετά πειρατές κυρίευσαν το νησί. Ο πληθυσμός αφανίστηκε.
Στα 1499, οι Βενετοί πήραν την Ιθάκη. Την βρήκαν έρημη από κατοίκους. Πέντε χρόνια αργότερα το νησί είχε αρκετούς κατοίκους ώστε να στείλουν από την Βενετία αρμοστή. Στα 1536, αρμοστής διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Πουλιέζος. Διοίκησε το νησί για 25 χρόνια. Οι Κεφαλονίτες ζήτησαν να τον διαδεχτεί δικός τους. Τότε τοποθετήθηκε στην Ιθάκη ο Κεφαλονίτης διοικητής με δύο ντόπιους παρέδρους. Η διοίκηση τους ήταν τέτοια που ανάγκασε τους ντόπιους να τους καταγγείλουν. Κατάφεραν διοικούνται από ντόπιους άρχοντες, με τον προβλεπτή της Κεφαλονιάς να πηγαίνει μία φορά τον χρόνο να εισπράξει τους φόρους.
Επειδή οι πειρατές δεν είχαν εκλείψει, στο τέλος του 17ου αιώνα οι κάτοικοι της Ιθάκης άρχισαν να φτιάνουν δικό τους στόλο για να αμυνθούν. Το νησί αριθμούσε τότε 15.000 κατοίκους. Ο στόλος ναυπηγήθηκε, οι πειρατές αντιμετωπίστηκαν ικανοποιητικά και από το 1700 οι κάτοικοι ένιωθαν ασφαλείς, τόσο που ξανάρχισαν να εποικίζουν την παραλία. Τότε δημιουργήθηκε το Βαθύ.
Η ναυτική δύναμη του νησιού ήταν εντυπωσιακή τον 18ο αιώνα. Κάτοικοι της Ιθάκης ακολούθησαν τον Λάμπρο Κατσώνη στη ναυμαχία με τους Τούρκους στο Αιγαίο. Ο Κατσώνης, όταν αναγκάστηκε να παρατήσει την επαναστατική του προσπάθεια, εγκαταστάθηκε στην Ιθάκη. Εκεί κατέφυγε και η οικογένεια του οπλαρχηγού Ανδρούτσου, συμπολεμιστή του Κατσώνη. Εκεί γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Η μεγάλη ακμή του ναυτικού της Ιθάκης συνέπεσε με την πτώση της βενετοκρατίας. Ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας πληροφορούσε το αγγλικό υπουργείο Αποικιών στα 1819 ότι στην οκταετία 1799-1807 είχαν ναυπηγηθεί 400 πλοία που νηολογήθηκαν στη Ιθάκη και την Κεφαλονιά. Οι Ιθακήσιοι έσπευσαν να βοηθήσουν την Λευκάδα όταν την πολιορκούσε ο Αλή πασάς.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η Ιθάκη και τα γύρω νησάκι της είχαν δεχθεί πάνω από 50.000 χιλιάδες πρόσφυγες, από το Μεσολόγγι κυρίως. Οι Ιθακήσιοι ανεφοδίαζαν συχνά το Μεσολόγγι μέχρι τον αποκλεισμό του. Η Ιθάκη εντάχθηκε στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος μαζί με τα υπόλοιπα Επτάνησα το 1864.
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org/wiki/Ιθάκη