Ο Μεσαίωνας βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θανάτους: την «ιουστινιάνειο πανώλη» και τον «Μαύρο Θάνατο» που θέρισε το μισό πληθυσμό της Ευρώπης. Στην πρώτη επιδημία η πανούκλα βρίσκει μια κοινωνία σε μετάβαση από την όψιμη αρχαιότητα στη φεουδαρχία. Στη δεύτερη, βρίσκει τη φεουδαρχική κοινωνία σε μετάβαση προς του Νέους Καιρούς, την αστική νεοτερικότητα. Ανάμεσα στην εξέλιξη μιας φυσικής καταστροφής και την εξέλιξη της κοινωνίας υπάρχει αλληλεπίδραση, Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναπτύσσεται η θεολογία της πανούκλας.

Η θεολογία της πανούκλας
Η θεολογία ως κυρίαρχη μορφή αυτοσυνείδησης του μεσαιωνικού κόσμου επιχειρεί να ερμηνεύσει την πανδημία, να καθοδηγήσει και να νομιμοποιήσει κοινωνικές πρακτικές αντιμετώπισης της, αλλά, ταυτόχρονα, υφίσταται και τη βαθιά επίδραση της. Αλλάζει η ίδια. Κι αλλάζει σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν οι κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί του πάλαι ποτέ ανατολικού και δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπάρχει, βέβαια, ένα κοινό γενικό σχήμα θεολογικής ερμηνείας της επιδημίας: η αμαρτία προκαλεί την «οργή Κυρίου» και επιφέρει τη φοβερή τιμωρία, που για να παύσει απαιτείται μετάνοια και εξοβελισμός του κακού.
Στην Ρωμαιοκαθολική Δύση
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρατηρούνται διαφορές τόσο οριζόντια, ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, όσο και κάθετα, μέσα στον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό. Πρόκειται για τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε μια θεολογία της ελίτ, που στόχο είχε την περιφρούρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, και σε μια λαϊκή θεολογία των καταπιεσμένων, που απειλεί με ανατροπή το status quo. Στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία θα κυριαρχήσει η νομοκανονιστική θεολογική προσέγγιση της επιδημίας.
Η Ιατρική, που είχε καθηλωθεί στις αρχαίες αντιλήψεις του Ιπποκράτη και προπαντός του Γαληνού, ήταν εγκιβωτισμένη στα διάφορα συστήματα θεολογίας και στο εκκλησιαστικό κατεστημένο. Γιατροί και Ιατρική στέκονταν από μόνοι τους αδύναμοι να αντιμετωπίσουν έναν πρωτοφανή μαζικό όλεθρο σαν εκείνο του Μαύρου Θανάτου του 14ου αιώνα. Η Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης επιστρατεύεται και υποστηρίζεται ότι: «Στον Γαληνό δεν αναφερόταν τίποτα που να αφορά το λοιμό και οι γιατροί, όπως και ο λαός, έπρεπε σε αυτήν την κρίσιμη περίσταση να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις. Η Παλαιά Διαθήκη δείχνει να έχει μεγαλύτερη επίγνωση της ιδέας της μεταδοτικότητας από ό,τι οι Έλληνες κλασικοί, συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Μεσαίωνας, διαποτισμένος με τη βιβλική παράδοση, ανέπτυξε μια καλύτερα σχηματισμένη ιδέα της μεταδοτικότητας από ό,τι τα τέλη της αρχαιότητας. Μέσα σε αυτήν την επιρροή προήλθε ο θεσμός της καραντίνας ως προφυλακτικής διαδικασίας».
Στις σελίδες του βιβλίου του Λευιτικού, στην Πεντάτευχο, θα αναζητηθεί το βιβλικό πρότυπο της αντιμετώπισης μιας μεταδοτικής επιδημίας, μαζί και της πανούκλας. Στο Τυπικό του ραβινικού ιουδαϊσμού, «η Διδασκαλία για την πηγή της λέπρας» εμπεριέχεται σε δύο συνεχόμενα αποσπάσματα. Το σχετικό κείμενο αρχίζει με μια αναφορά στην περιτομή του νεογέννητου αγοριού, με άλλα λόγια με την ένταξη στην κοινότητα, συνεχίζει με τον κοινωνικό αποκλεισμό, κάθε φορέα του φυσικού (και ηθικού) κακού που απειλεί τη συλλογική ύπαρξη της κοινότητας και καταλήγει με τα κριτήρια και τους κανόνες επανένταξης στην κοινότητα.
Το απόσπασμα του βιβλίου του Λευιτικού δείχνει με μοναδική καθαρότητα, στη βασική «κυτταρική» του μορφή, τον κοινωνικό αποκλεισμό ως διαδικασία που καθορίζεται από τον ίδιο τον κοινωνικό τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής.
Κάθε τρόπος παραγωγής γεννά τις δικές του μορφές αποκλεισμού. Στις προνεοτερικές, προκαπιταλιστικές κοινότητες, που βασίζονται στη φυσική οικονομία κι όπου κυριαρχούν οι προσωπικές μορφές εξάρτησης, ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει προσωπικό χαρακτήρα και σκοπό έχει την απλή αναπαραγωγή των όρων ύπαρξης της κοινότητας. Αντίθετα, στην καπιταλιστική κοινωνία κυριαρχούν απρόσωπες μορφές αποκλεισμού που απαιτούνται από τις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Οι αποκλεισμένοι από τις προκαπιταλιστικές κοινότητες αντιμετώπιζαν τον εξοβελισμό και το θάνατο. Αντίθετα, στη σύγχρονη κοινωνία οι αποκλεισμένοι γίνονται αντικείμενο εγκλεισμού και ελέγχου. Στην πρώτη περίπτωση υπήρχε το ενδεχόμενο προσωπικής «σωτηρίας», της άνωθεν θείας παρέμβασης, της μετάνοιας, της προσωπικής «κάθαρσης» από το κακό και της επανένταξης. Στη δεύτερη το ενδεχόμενο επανένταξης, όταν υπάρχει, υπακούει σε εντελώς απρόσωπα κριτήρια, στη λογική του κεφαλαίου.
Η σκηνή του μαρτυρίου, κέντρο και ρυθμιστική αρχή της κοινότητας, διασώζεται από τα μιάσματα και μαζί της και όλη η κοινότητα του Ισραήλ-μαζί και ο «νέος Ισραήλ», όπως θεωρείται από την Εκκλησία το χριστεπώνυμο πλήρωμα της- με το διαχωρισμό από κάθε εστία μολυσματική, με τον αποκλεισμό των μιασμάτων και των ανθρώπινων φορέων τους.
Η κοινωνική αυτή διαδικασία έχει τα θετικά της, όπως ήταν η εμφάνιση μέτρων υγειονομικής προστασίας και της καραντίνας. Από την άλλη, η ίδια λογική οδηγεί στην αναζήτηση «αποδιοπομπαίων τράγων», στον αποκλεισμό και την εξόντωση του Κακού με την ταύτιση του στο πρόσωπο του Άλλου. Και ποιος άλλος θα είναι ο ιδεώδης υποψήφιος για μια τέτοια ταύτιση με το Κακό, μαζί με τους δυστυχείς αρρώστους, έξω από το λαό των Εβραίων, το διαχρονικό αποδιοπομπαίο τράγο;
Όμως στην επιδημία της λέπρας το 1320, το αγροτικό κίνημα των Ποιμένων στη νοτιοδυτική Γαλλία εξόντωσε μαζικά λεπρούς και Εβραίους, έτσι και ο Μαύρος Θάνατος της πανούκλας ξορκίστηκε με την εξολόθρευση των «υιών του Ισραήλ» από το «νέο Ισραήλ».
Ο Μ. Βοβέλ γράφει: «Το 1348 ο λαός ψιθυρίζει ότι οι Εβραίοι διέδωσαν την πανούκλα, που είναι ο καρπός, λένε, μιας τερατώδους συνωμοσίας, η οποία υποτίθεται ότι γεννήθηκε στο Τολέδο και αποσκοπεί στην εξολόθρευση των Χριστιανών: τα βασανιστήρια θα τους δώσουν όλες τις επιβεβαιώσεις που επιθυμούν». Ο Μαύρος Θάνατος τροφοδοτεί το Μαύρο Ψεύδος.
Οι διωγμοί σαρώνουν όλες τις εβραϊκές κοινότητες, ιδιαίτερα εκεί που ήταν πιο σημαντικές και μισητές, από την Καταλονία και την Προβηγκία στην Ελβετία και προπαντός τη Γερμανία, όπου περίπου το 50% των Εβραίων εξοντώθηκαν.
Μέσα στη γενικευμένη αυτή σφαγή ακόμα και ο Πάπας Κλήμης ΣΤ’ χρειάστηκε να στείλει επιστολές που «αθώωναν» τα αθώα θύματα και ζητούσαν να σταματήσει η εξόντωση τους με το τσεκούρι, το μαχαίρι και την πυρά. Σίγουρα οι αντιεβραϊκοί διωγμοί ήταν προϊόν όχι απλώς ανορθολογικής μανίας, αλλά των εκρηκτικών αντιφάσεων μιας φεουδαρχικής κοινωνίας σε κρίση, όπου όλες οι υπονοούμενες ιστορικά κοινωνικές σχέσεις αποσαθρώνονταν από την πανδημία της πανούκλας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έπαιξε και τον πιο ολέθριο ρόλο η συστηματική καλλιέργεια από την Εκκλησία του θρησκευτικού αντιιιουδαϊσμού-που διαφέρει από το σύγχρονο αντισημιτισμό γιατί επικεντρώνεται ακριβώς στη θρησκευτική διαφορά και όχι στη ράτσα.
Στην περίπτωση του Μαύρου Ψεύδους, η θεολογία της πανούκλας μετατρέπεται σε πανούκλα της θεολογίας, σε κοινωνικό λοιμό.
Όταν καθυστερημένα οι εκκλησιαστικές (Κλήμης ΣΤ’) και κοσμικές (Κάρολος Δ’) αρχές θέλησαν να σταματήσουν τους διωγμούς αυτό δεν οφειλόταν σε κάποια απόρριψη του θρησκευτικού αντιιουδαϊσμού και της θεολογίας του αποκλεισμού των «χριστοκτόνων», αλλά στο γεγονός ότι θίγονταν βασικά συμφέροντα των κρατούντων.
Πολλοί από τους διωγμούς εξαπολύονταν από αγροτικά κινήματα και ρεύματα ζηλωτών όπως ήταν οι περίφημοι αυτομαστιγούμενοι, που προϋπήρχαν του Μαύρου Θανάτου, ξέφευγαν από τον έλεγχο και τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και απειλούσαν με ανατροπή όλη την υπάρχουσα κοινωνική τάξη και ιεραρχία.
Η κρίση της φεουδαρχίας, που κορυφώνεται και επιταχύνεται με το σοκ της Μαύρης Πανούκλας, βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στις θρησκευόμενες λαϊκές μάζες και το εκκλησιαστικό κατεστημένο και τροφοδοτεί ποικιλόμορφα ανατρεπτικά ρεύματα που ομιλούν στο όνομα της Αποκαλύψεως, της επερχόμενης Συντέλειας και της «χιλιετούς» Μεσσιανικής Βασιλείας.
Η Βίβλος γίνεται το κοινό σημείο αναφοράς των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Μετατρέπεται η γλώσσα της σε πύργο της Βαβέλ όπου ομιλούνται όλες οι γλώσσες της ασυνεννοησίας της εκκλησιάζουσας Βαβυλώνας και των πολεμίων της. Από τη μια, υπάρχει η επίσημη θεολογία που επιχειρεί να διασώσει μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που σαπίζει από τις αντιφάσεις της και σαρώνεται από το Μαύρο Θάνατο. Από την άλλη, αναπτύσσεται η θεολογία της αποσάθρωσης αυτής της τάξης πραγμάτων μαζί και η θεολογία της ανατροπής της.
Με τομή το Μαύρο Θάνατο, εμφανίζεται στο διάστημα 1350-1450 αυτό που οι ιστορικοί ονομάζουν επιστροφή της Αποκαλύψεως. Ο Βοβέλ σε αυτή τη στροφή σε μια θεολογία ταυτόχρονα και θεολογία της ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, εντάσσει τους αυτομαστιγώμενους με αλυσίδες το σώμα τους για να εξιλεωθούν και κηρύσσοντας το τέλος του κόσμου, το Μακάβριο Χορό, τους «εν μανία χορεύοντες», που χορεύουν διαρκώς, όπως οι δερβίσηδες στο Ισλάμ, κοιτάζοντας τα ουράνια μέχρι να πέσουν λιπόθυμοι. Το Αποκαλυπτικό, μέσα στο ζόφο του, κάλυπτε το αίτημα της ανατροπής ενός τερατώδους κόσμου, την προσδοκία του Μεσσιανικού.
Η απουσία μιας κοινωνικής τάξης ικανής να ανοίξει δρόμο στο ιστορικό αδιέξοδο, έκανε τους αυτομαστιγώμενους να στρέφουν το ανήμπορο κοινωνικό τους μίσος ενάντια στο ίδιο τους το σώμα. Σε άλλες περιπτώσεις η ίδια κρίση γεννούσε την αντίστροφη κίνηση: τη δημιουργία μικρόκοσμων της σωματικής απόλαυσης, μικροουτοπίες της κραιπάλης, όπως με τους ήρωες του «Δεκαήμερου» του Βοκάκιου. Κι αυτοί, όμως, οι μικρόκοσμοι διαφυγής στήνονταν στο χείλος της αβύσσου μιας κοσμικής και ιστορικής Αποκαλύψεως.
Η επίσημη θεολογία, για να διασώσει ό,τι της ήταν δυνατό, καταδίκασε σαν αιρετικά αυτά τα ρεύματα που γεννιούνταν από την κρίση κι απειλούσαν να συμπαρασύρουν ό,τι άφηνε όρθιο ο Μαύρος Θάνατος. Πέρα, όμως, της καταδίκης, προχώρησε σιωπηλά και σε κάποιο συμβιβασμό, σε μια βαθμιαία ενσωμάτωση και «εκχριστιανισμό» των λαϊκών προχριστιανικών δοξασιών. Η πανδημία έγινε αφετηρία για να φουντώσει η θεολογία των διαφόρων μεσιτών που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους πιστούς, τους προσκυνηματικούς τόπους και τον Θεό.
Συνήθως η πανούκλα υπάρχει στη φαντασία των ανθρώπων της εποχής και παρουσιάζεται στους πίνακες των Εκκλησιών με βέλη να απειλούν τους ανθρώπους. Η θεολογία της ελίτ δεν περιορίζεται στην ενσωμάτωση λαϊκών παγανιστικών στοιχείων. Αλλάζει, ως αποτέλεσμα του σοκ του 14ου αιώνα, και την ίδια τη συμβολική παράσταση του θανάτου, που προσωποποιείται, γίνεται έννοια. Μέσα από αυτή την τομή θα αναδυθεί μια νέα στάση απέναντι στο θάνατο, αυτή των Νέων Καιρών.
Στην Ορθόδοξη Ανατολή
Με αφετηρία την Κριμαία, ο Μαύρος Θάνατος βρήκε την Κωνσταντινούπολη σαν πύλη εισόδου στην Ευρώπη, πλήττοντας συνάμα και τα βυζαντινά εδάφη. Κι, όμως, τα σχετικά τεκμήρια στη βυζαντινή ιστοριογραφία είναι φειδωλά, συγκριτικά με ό,τι καταγράφεται για την πανούκλα την ίδια εποχή στη Δύση. Κι ακόμη μια άλλη ουσιαστική διαφορά στο επίπεδο της θεολογικής παράστασης της ιστορικής συγκυρίας: η επιστροφή της Αποκαλύψεως στη Δύση μεν συνδέεται άμεσα με την επιδημία της πανούκλας, στην ορθόδοξη Ανατολή όμως όχι. Παρ’ όλο που η «κοινή και παγκόσμιος» πανδημία αναγνωρίζεται σαν οργή του Θεού, στην ορθόδοξη Ανατολή α σημεία της Αποκαλύψεως αναζητούνται, όχι σε κακοδαιμονίες της Φύσης, αλλά, σε καταστροφές της Ιστορίας και του πολιτισμού: στην πτώση του τρούλου της Αγιάς Σοφιάς, στην εμφάνιση των Τούρκων, στο ψυχορράγημα της Αυτοκρατορίας.
Η διαφορά στην εσχατολογία έχει βαθιές ιστορικές αλλά και θεολογικές ρίζες που αφορούν την αντιπαράθεση Ορθοδοξίας και σχολαστικισμού για τις θέσεις της Θείας πρόνοιας και του Προορισμού, της αιτιοκρατίας και της ελευθερίας. Ο Μάρκος ο Ευγενικός στηρίζεται στο Μέγα Βασίλειο που διακρίνει την καθοριζόμενη από τον Θεό πλήρωση «των όρων της ζωής» και συνεπώς και το θάνατο, από τις όποιες φυσικές διαδικασίες, συνεπώς και την ασθένεια. Η πανούκλα, δηλαδή, μπορεί να οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες, το αν κάποιος πεθαίνει ή όχι, όμως, δεν οφείλεται σ’ αυτήν, αλλά στη Θεία Πρόνοια. Με αυτόν το συλλογισμό ο Μάρκος ο Ευγενικός αποδίδει πλήρη ελευθερία στον άνθρωπο, μαζί με την ελευθερία να εξετάζει τη Φύση και τα φυσικά δεινά χωρίς μεταφυσικές-θεϊκές παρεμβάσεις.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος άσκησε κριτική στο Μάρκο Ευγενικό. Αλλά και γι΄αυτόν «τέλος ανθρώπου και όρος αληθώς και κυρίως η αιώνιος εστί ζωή, ης χάριν γέγονεν». Από αυτή την έσχατη προοπτική της θριαμβεύουσας τελικά ζωής πρέπει να ιδωθεί και ο θάνατος και η αρρώστια, μαζί και η φρίκη της πανούκλας.
Η μέγιστη διαφορά ορθόδοξης και σχολαστικής παράδοσης βρίσκεται στην αποδοχή ή την απόρριψη της θεοδικίας, στη θεολογία του Κακού. Η ανατολική παράδοση απορρίπτει τη θεοδικία και την προέλευση οποιουδήποτε κακού από τον Θεό ή και τη Φύση: «ουδέν έτερον εστίν η κακία ει μη το παρά φύσιν και τον νόμον κεχρήσθαι ταις φυσικαίς δυνάμεσι, ο ουκ έστιν ουσία, αλλ’ ημέτερον επιτήδευμα», λέει ο Δαμασκηνός.
Όταν ο Μάρκος ο Ευγενικός αρνείται να δει στην αρρώστια μια θεϊκή παρέμβαση, αρνείται όλη την επιχειρηματολογία των φίλων του Ιώβ που θέλουν να εξάγουν κρίσεις ηθικής τάξεως από φαινόμενα φυσικής τάξεως. Από αυτή την άποψη η ορθόδοξη αντίληψη συμπορεύεται με τον Ιώβ.
Ο μεγάλος Εβραίος αριστοτελικός ιατροφιλόσοφος και θεολόγος του Μεσαίωνα, Γερσονίδης, στο σχολιασμό του στο βιβλίο του Ιώβ, αναπτύσσει μιαν άποψη εγγύτατη σε εκείνη του Μάρκου Ευγενικού. Αποδίδει πλήρη ελευθερία και ευθύνη τον άνθρωπο και στο λόγο του αντιμετωπίσει τα φυσικά δεινά, χωρίς να τα αποδίδει σε θεία παρέμβαση.
Ο Μεσαίωνας τερματίζεται δραματικά μέσα σε κρίση, εξεγέρσεις, σφαγές, διωγμούς, πολέμους και το Μαύρο Θάνατο και οι ιστορικές συνθήκες γεννούν ανεξάρτητα πνεύματα, μέσα στα πιο διαφορετικά θεολογικά περιβλήματα, σε Ανατολή και Δύση, που σχηματίζουν υπόγεια ρεύματα και ωθούν προς μια νέα στάση απέναντι στην αρρώστια, το θάνατο, τη Φύση, μια στάση χειραφέτησης. Μέγας ευαγγελιστής της θα γίνει ο Μπαρούχ Σπινόζα, το 17ο αιώνα, που θα μετατρέψει τη φιλοσοφία από μελέτη θανάτου σε μελέτη ζωής.
Πηγή: http://www.enet.gr