Η Ηγουμενίτσα είναι παραλιακή πόλη στην βορειοδυτική Ελλάδα, πρωτεύουσα του νομού Θεσπρωτίας. Η Ηγουμενίτσα περιβάλλεται από βουνά. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας, στον μυχό του ομώνυμου όρμου. Τα βουνά που περιβάλλουν την πόλη ήταν παλαιότερα γυμνά και άδενδρα.
Η Θεσπρωτία
Το όνομα οφείλεται στον μυθικό ηγεμόνα τον Θεσπρωτό, οποίος θεωρείται γενάρχης των Θεσπρωτών. Θεσπρωτός (μυθολογία), ο δευτερότοκος από τους 50 γιους του βασιλιά Λυκάονα του πρώτου βασιλιά της Αρκαδίας. Ο Λυκάων ο Αρκάδιος ήταν γιος του Πελασγού και της Μελίβοιας (ή της νύμφης Κυλλήνης), κατά τον Μελέτιο τον Γεωγράφο. Οι κάτοικοι ονομάστηκαν «Θεσπρωτικόν έθνος» ή «Θεσπρωτικών φύλα» ή «Θεσπρωτικά έθνη».
Η Ηγουμενίτσα στην αρχαιότητα
Στους αρχαίους χρόνους η περιοχή της Ηγουμενίτσας-Θεσπρωτίας επεκτεινόταν ως και την αρχαία Δωδώνη ανατολικά. Ανήκε επίσης στην Θεσπρωτία το νεκρομαντείο και η αρχαία Εφύρα (νότια) η οποία χτίστηκε από Μυκηναίους εποίκους τον 14ο – 13o αιώνα π.Χ.
Η παρουσία ανθρώπου στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Ηγουμενίτσας εντοπίζεται στην Παλαιολιθική περίοδο (250.000 – 9000 π.χ.) σε υπαίθριες θέσεις με λίθινα εργαλεία που έχουν βρεθεί στην πεδιάδα του Κάτω Καλαμά. Νεολιθικά ευρήματα (9000-2800 π.χ.) έχουν εντοπισθεί στη σπηλιά της Σίδερης. Οι ανασκαφές στο λόφο Ραγίου (Πύργος) έδειξαν ότι η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από την 2η π.Χ. χιλιετία.
Κατά την εποχή του χαλκού η Ήπειρος αποτέλεσε την κοιτίδα των περισσότερων ελληνικών φύλων. Η περιοχή μελέτης ανήκε στο φύλο των Θεσπρωτών. Κατά το 1.100 π.Χ. με την κάθοδο των Δωριέων τα υπάρχοντα τότε θεσπρωτικά φύλα, μετακινήθηκαν προς την Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους οι Κερκυραίοι δημιούργησαν αποικίες στην Τορώνη (Λυγιά Ηγουμενίτσας) και τον Βουθρωτό, από όπου έκαναν επιδρομές στην ενδοχώρα και άρπαζαν δούλους. Επίσης προμηθευόταν, όπως και οι νοτιοελληνικές πόλεις, γαλακτοκομικά προϊόντα, δέρματα, μαλλί και ξυλεία. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Θεσπρωτοί και οι άλλοι Ηπειρώτες συμμάχησαν με τους Πελοποννήσιους κατά των Αθηναίων και των Κερκυραίων. Το 433 π.Χ. έγινε η περίφημη ναυμαχία των Συβότων μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων, κατά την οποία και οι δύο αντιμαχόμενοι θεώρησαν ότι νίκησαν και έστησαν τρόπαιο. Κατά νεότερη έρευνα, τα Σύβοτα της αρχαιότητας ήταν τα νησάκια της Λυγιάς Ηγουμενίτσας, τα οποία καλύφθηκαν αργότερα από τις προσχώσεις του Θύαμη ποταμού.
Γύρω στο 350 π.Χ. χτίστηκαν οι πρώτες οχυρωμένες ακροπόλεις και τα χωριά άρχισαν να συνενώνονται σε πόλεις. Για μερικές δεκαετίες η Ελέα υπήρξε η πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών.
Όταν το 168 π.Χ. οι Μακεδόνες νικήθηκαν από τους Ρωμαίους, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος επιστρέφοντας από την Πύδνα, για λόγους αντεκδίκησης λεηλάτησε και κατέστρεψε 70 πόλεις της Ηπείρου και πήρε 150.000 αιχμαλώτους ως δούλους (167 π.Χ.).
Η Pax Romana (Ρωμαϊκή ειρήνη) έγινε αισθητή στην Θεσπρωτία από τον 1ο μ.Χ. αι. μέχρι την περίοδο της μεγάλης κρίσης στα μέσα του 3ου. Ένας αρκετά εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μ.Χ. αιώνων, ο οποίος δημιουργήθηκε στα μέσα του κόλπου της Ηγουμενίτσας στην περιοχή του Λαδοχωρίου, φαίνεται ότι επέζησε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (έως τον 6ο αι.)
Η Ηγουμενίτσα κατά τα βυζαντινά χρόνια
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η Θεσπρωτία υπέφερε από τις βαρβαρικές επιδρομές των Γότθων, Βανδάλων, Αβάρων, Βουλγάρων και Σλάβων. Ορισμένοι από τους τελευταίους εγκαταστάθηκαν σε εδάφη της Θεσπρωτίας και αργότερα, είτε εκδιώχθηκαν, είτε αφομοιώθηκαν και εκχριστιανίσθηκαν. Μετά τη νίκη του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (956-1025 μ.χ.) επί των Βουλγάρων και την εκδίωξή τους, στην Ήπειρο εγκαταστάθηκαν άποικοι από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας με σκοπό την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου.
Έτσι βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ήπειρο ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204). Τα παράλια της Θεσπρωτίας είχαν δοθεί στους Ενετούς και για ένα διάστημα ο Μιχαήλ Άγγελος αναγνώρισε την ψιλή κυριότητα τους σε αυτά. Σύντομα όμως τους εκδίωξε και κατέλαβε την Κέρκυρα. Την περίοδο του δεσποτάτου το Βυζάντιο άφησε την σφραγίδα του καθώς χτίστηκαν τεχνικά καλύτερες εκκλησίες και μοναστήρια.
Η Ηγουμενίτσα έναντι των Τούρκων
Η Θεσπρωτία αντιστάθηκε έναντι των Τούρκων, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ήπειρο και αυτό οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη των ενετικών φρουρίων. Έτσι, οδηγήθηκε στον βίαιο εξισλαμισμό και λόγω της λόγω της σημαντικής θέσης των Αλβανών στο σύστημα της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Ο όρμος της Ηγουμενίτσας, όμορφο και φυσικό λιμάνι, χρησιμοποιήθηκε κατά την Τουρκοκρατία ως αγκυροβόλιο του Τουρκικού στόλου, πολύ πιθανόν μετά από εκβάθυνση της εισόδου.
Η εισβολή του Μεχμέτ Χατζή μπέη ήταν αιτία συνεχών συγκρούσεων μεταξύ Τούρκων και Ενετών, Κερκυραίων και Χιμαριωτών, στα παράλια της Θεσπρωτίας. Σε μία σύγκρουση ο Μοροζίνι με τα κανόνια του στόλου του, βομβάρδισε το κάστρο της Ηγουμενίτσας το 1685. Η φρουρά από 30 Τούρκους το έβαλε στα πόδια. Για να μη το ξαναχρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι και να εφησυχάσουν οι Ενετοί, o Μοροζίνι αφαίρεσε τα 12 κανόνια και τα μετέφερε στην Κέρκυρα, ενώ ανατίναξε το Κάστρο. Έτσι παραμένει ως σήμερα ερειπωμένο.
Οι Ενετοί επέστρεψαν το 1718 και παρέμειναν ως την κατάλυση της «Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας» το 1797. Το 1798 ο Αλή πασάς νίκησε τους Γάλλους και κατέλαβε το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Αργότερα αγόρασε και την Πάργα από τους Άγγλους.
Η «ίδρυση» της Ηγουμενίτσας
Η Ηγουμενίτσα πρωτοεμφανίζεται σαν οργανωμένη κοινωνία στις αρχές του 20ου αι. Επίσης τότε έγινε προσπάθεια του Χαμίτ Μπέη του Γκρικοχωρίου να δημιουργήσει μια πόλη λιμάνι με το όνομα Ρεσαντγιέ προς τιμή του φίλου του Σουλτάνου Ρεσσάτ Πασσά, τον προλαβαίνει όμως η απελευθέρωση της περιοχής από τον Ελληνικό στρατό το 1913.
Ως τότε υπήρχε σαν ένα μικρό επίνειο της Γράβας στην οποία άραζαν βάρκες και μικρά καΐκια. Λειτουργούσε υποτυπωδώς ένα τελωνείο ακριβώς κάτω από το Διοικητήριο και υπήρχε και ένα μικρό καφενεδάκι, για να εξυπηρετεί τους διερχόμενους για και προς Μαργαρίτι καθώς και των γύρω χωριών.
Στις αρχές του 20ου αι. με την προσπάθεια του Χαμίτ Μπέη του Γκρικοχωρίου να δημιουργήσει μια πόλη λιμάνι με το όνομα Ρεσαντγιέ, (όνομα της «Βεζυροπούλας»-κόρης του Σουλτάνου) προς τιμή του φίλου του Σουλτάνου Ρεσσάτ Πασσά, τον προλαβαίνει όμως η απελευθέρωση της περιοχής από τον Ελληνικό στρατό το 1913.
Ως την απελευθέρωση της Θεσπρωτίας (1913), ήταν ένα μικρό ακόμη χωριό που στην απογραφή η οποία έγινε εκείνη τη χρονιά, αριθμούσε 292 κατοίκους και έφερε το όνομα Γράβα. Παρέμεινε ως πολλά χρόνια αργότερα το όνομα του μικρού χωριού που υπήρχε. «Γράβα», η οποία ενσωματώθηκε στην Γουμενίτσα (Λατ. Gomenizze) και μετέπειτα Ηγουμενίτσα.
Υπήχθη στην Υποδιοίκηση «Φιλιατών και Γουμενίτσης» του νομού Ιωαννίνων. Μεγαλύτερα χωριά ήταν το Γκρικοχώρι (παλιό Γραικοχώρι) με 1.163 κατοίκους, η Σούβλαση (Αγ. Βλάσης) με 1.012 κατοίκους, το Καστρί με 978 κατοίκους. Το κύριο λιμάνι της Θεσπρωτίας το οποίο εξυπηρετούσε και τα Γιάννενα ήταν η Σαγιάδα (844 κατοίκους). Ο πληθυσμός της περιοχής του σημερινού Δήμου Ηγουμενίτσας ανερχόταν σε 4.925 κατοίκους. Στην απογραφή του 1920 ανερχόταν σε 4.730 κατοίκους και η μείωση οφειλόταν στη φυγή ενός αριθμού Αλβανοτσάμηδων.
Η Ηγουμενίτσα εμφανίζεται ως ξεχωριστή Κοινότητα με 649 κατοίκους και οικισμούς, την Ηγουμενίτσα (278 κατοίκους), την Γράβα (347 κατοίκους) και το Λιμάνι (24 κατοίκους). Στην απογραφή του 1928 η Κοινότητα Ηγουμενίτσας είχε 564 κατοίκους. Η περιοχή υπαγόταν στην Επαρχία Θυάμιδος με έδρα τις Φιλιάτες. Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκε και η Κοινότητα Νέας Σελεύκειας (783 κατοίκους) από πρόσφυγες που ήλθαν κυρίως από Σελεύκεια και Ανεμοδούριο της Μικράς Ασίας.
Με πληροφορίες από: https://www.thesprotikospalmos.gr/η-ιστορία-της-ηγουμενίτσας-περιληπτι/