Για μεγάλο χρονικό διάστημα επικράτησε η αντίληψη ότι η ετρουσκική γλώσσα ήταν μυστηριώδης και ακατανόητη, ότι επρόκειτο για τα μελανά κατάλοιπα ενός ακόμη αινιγματικού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα η ετρουσκική γραφή δεν είναι δυσανάγνωστη.
Το αλφάβητό των Ετρούσκων είναι ελληνικής προέλευσης, γεγονός που καθιστά εύκολη τη γραφή των λέξεων με χαρακτήρες άλλου αλφαβήτου. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές λέξεις που έχουν μεταφραστεί σωστά. Το αληθινό πρόβλημα της ετρουσκικής γλώσσας είναι η μονομέρεια των στοιχείων, που στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για απλές επιγραφές ονομάτων ή ιδιοκτησίας.
Στην κατάταξη των μεγαλύτερων κειμένων που αποτελούν τη βάση της γνώσης μας για το ετρουσκικό ιδίωμα, σημαντική θέση έχει ο πίνακας Κορτονένσις, το οποίο είναι νομικό κείμενο. Άλλα σημαντικά έγγραφα είναι το Τσίπο της Περούτζια, οι Μολύβδινες πλάκες της Σάντα Μαρινέλα και του Μαλιάνο, η επιγραφή στη σαρκοφάγο της Λάρις Πουλένας στην Ταρκουίνια και οι χρυσές πλάκες των Πύργων.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κειμένων έχει τελετουργική και νομική θεματολογία, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να διευρύνουμε τους γνωστικούς μας ορίζοντες. Υπάρχει πληθώρα καταγραφών κύριων ονομάτων, ονομάτων θεοτήτων και λέξεων σχετικών με τη θρησκεία, ενώ δεν έχει διασωθεί κανένα γραπτό λογοτεχνικού περιεχομένου. Αυτό είναι αποτέλεσμα της φθαρτής φύσης των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή αυτών των κειμένων.
Η μεταγενέστερη εγκατάλειψη της ετρουσκικής γλώσσας υπέρ των λατινικών οδήγησε στη σκέψη ότι οι Ετρούσκοι ήταν απρόθυμοι να γράψουν. Ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα είναι η τοποθέτηση του ετρουσκικού ιδιώματος στις ήδη γνωστές γλωσσικές οικογένειες, γεγονός που μας κάνει να επιστρέφουμε στο πρωταρχικό ερώτημα της καταγωγής.
Αναμφίβολα η ετρουσκική γλώσσα είναι διαφορετική από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και αυτό οδήγησε πολλούς στη θεώρηση ότι ήταν το έκβρασμα ενός υποθετικού προ-ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού, είτε ότι πρόκειται για το μοναδικό γνωστό παράδειγμα ενός ρεύματος παράλληλου προς το ινδοευρωπαϊκό, με αποτέλεσμα κάθε φορά να προτείνονται εντελώς διαφορετικοί παραλληλισμοί: από τις ουγγροφοινικικές γλώσσσες στην εβραϊκή, από το βασκικό ιδίωμα στα αρμενικά.
Ο Τζοβάνι Σεμεράνο υπήρξε υποστηρικτής μιας θεωρίας, σύμφωνα με την οποία ο όρος «ινδοευρωπαϊκός» δεν έχει ιστορική βάση και συνεπώς όλες οι γλώσσες συμπεριλαμβανομένης και της ετρουσκικής θα πρέπει να αναχθούν στην ακκαδική. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές έχουν βασιστεί σε κάποιες επιγραφές που βρέθηκαν στη Λήμνο και είναι γραμμένες σε μία γλώσσα εντυπωσιακά όμοια με την ετρουσκική, για να επαναφέρουν στο προσκήνιο την θεωρία των Τυρρηνών, που κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. είχαν μεταναστεύσει στα ιταλικά εδάφη, αφήνοντας στη Λήμνο ίχνη της μετάβασης τους.
Οι επόμενες επιγραφές (6ος π.Χ. αιώνας) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επιβεβαίωση της επιβίωσης αυτού του λαού, που άφησε ίχνη μόνο στη Λήμνο και στην Ετρουρία. Στην πραγματικότητα αυτά τα δεδομένα μπορούν να αντιστραφούν θεωρώντας τις επιγραφές της Λήμνου αποτέλεσμα της επίσκεψης ενός Ετρούσκου στο νησί (χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη) περίπου την περίοδο που χρονολογούνται οι επιγραφές.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic