Η εσωτερική ζωή του οικουμενικού πατριαρχείου επηρεάστηκε από δύο γεγονότα δύο αιώνες πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821: την διαρκώς αυξανόμενη ανάμιξη και επιρροή του λαϊκού στοιχείου, ιδίως των Φαναριωτών, στα εκκλησιαστικά πράγματα και τη μείωση του ηγετικού ρόλου της Εκκλησίας εξαιτίας των «κοσμικών» ιδεών του Διαφωτισμού, που εισρέουν ραγδαία στον ελληνικό χώρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αιώνα. Και τα δύο αυτά φαινόμενα απηχούν τις κοινωνικές μεταβολές και τις πνευματικές ζυμώσεις που συντελούνταν κατά τη περίοδο αυτή στους κόλπους του Ελληνισμού, του υπόδουλου και του παροικιακού.
Η εσωτερική ζωή του οικουμενικού πατριαρχείου
Το οικονομικό έργο του πατριαρχείου
Η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας είναι θεσμός που ανάγει την αρχή του στους πρώτους μετά την Άλωση Χρόνους. Από τα μέσα όμως του 17ου αιώνα και εξής, η συνεχής διεύρυνση της τάξεως αυτής των αρχόντων, η ραγδαία οικονομική και κοινωνική τους άνοδος επέφερε αναπόφευκτα και την αύξηση της επιβολής τους πάνω στο πατριαρχείο και στην Εκκλησία γενικότερα. Η αυξανόμενη αυτή μεταβολή έφθανε συχνά τα όρια της καταδυναστεύσεως της Εκκλησίας, ιδίως τον 18ο αιώνα, όταν στο κοινωνικό προσκήνιο κυριαρχεί η τάξη των Φαναριωτών, που προήλθε κυρίως από τον κύκλο εκείνο των «αρχόντων του ημέτερου Γένους».
Από την άλλη πλευρά η Εκκλησία καταποντισμένη από τα χρέη, κλυδωνιζόμενη συνεχώς από τους ανταγωνισμούς της ιεραρχίας και εκτεθειμένη στην αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας, ήρθε μοιραία σε μόνιμη οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την τάξη των Φαναριωτών. Οι τελευταίοι συμπαραστάθηκαν υλικά και ηθικά στην Εκκλησία, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που μετέφεραν στον χώρο της Εκκλησίας τους ανταγωνισμούς, τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες τους. Αυτή η εξάρτηση του πατριαρχείου από τους Φαναριώτες, η διείσδυση του πνεύματος, των ανθρώπων και των συμφερόντων της αριστοκρατικής αυτής τάξης στην εκκλησιαστική ιεραρχία είχε ως συνέπεια κάποια εξασθένηση των δεσμών της Εκκλησίας με το μεγαλύτερο μέρος του ποιμνίου της.
Η όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη της Εκκλησίας σε «κοσμικές» υποθέσεις και η διείσδυση του λαϊκού στοιχείου στους κόλπους της είχε και αγαθές πλευρές: την ενίσχυση του ενδιαφέροντος της για ζητήματα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, πνευματικά. Τα τρία κυριότερα φιλανθρωπικά καταστήματα της Κωνσταντινούπολης οφείλουν την ίδρυση τους στη ιδιωτική πρωτοβουλία: το Νοσοκομείο των Επτά Πύργων ιδρύθηκε το 1753 από τη συντεχνία των μπακάληδων, το «Οσπιτάλιον των Γκεμιτζήδων», δηλαδή των ναυτικών, ιδρύθηκε το 1762 στον Γαλατά με χορηγία του Γεώργιου Σταυράκογλου, επίσης το «Γραικικόν Νοσοκομείον» στο Σταυροδρόμιο.
Το πατριαρχείο ενθάρρυνε τις πρωτοβουλίες αυτές, συντόνιζε τις έρευνες και ενίσχυε οικονομικά τα ιδρύματα αυτά. Έτσι, το 1794 με σιγίλλιο του πατριάρχη Γερασίμου Γ’, τα φιλανθρωπικά αυτά ιδρύματα υπάγονται σε ενιαία διοίκηση, με πρόεδρο τον μεγάλο διερμηνέα της Πύλης Γεώργιο Μουρούζη και αργότερα (1804) τον επίσης διερμηνέα Δημήτριο Μουρούζη. Τότε διατέθηκαν υπέρ των νοσοκομείων αυτών τα εισοδήματα του πλούσιου ναού και αγιάσματος της Ζωοδόχου Πηγής του Μπαλουκλί.
Το εκπαιδευτικό έργο του πατριαρχείου
Οι δεσμοί της Ανατολικής Εκκλησίας με την παιδεία και ειδικότερα με τη σχολική εκπαίδευση, ανάγουν την αρχή τους στην πρώιμη βυζαντινή εποχή. Η εκκλησία, που επί αιώνες προμήθευε αυτοσχέδιους δασκάλους για τις ανάγκες της στοιχειώδους κυρίως εκπαίδευσης, άρχισε από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα να υποκαθίσταται στον τομέα αυτό από το λαϊκό στοιχείο, τους «φιλογενείς άρχοντες» κυρίως και τις οργανωμένες κοινότητες.
Το πατριαρχείο υπό την αιγίδα του οποίου λειτουργούσε πάντα η σχολή, περιορίστηκε στον συντονισμό των γενναιόδωρων δωρεών πλουσίων και φιλόμουσων εμπόρων και στην επικουρική οικονομική ενίσχυση της σχολής. Διέθετε τα εισοδήματα δύο ή τριών ναών της Κωνσταντινούπολης υπέρ της σχολής, επέβαλλε μία μικρή εισφορά στους επαρχιακούς αρχιερείς για τον ίδιο σκοπό και διοργάνωνε κατά καιρούς εράνους που συχνά απέδιδαν σημαντικά ποσά, αλλά όχι εξίσου σημαντικά πρακτικά αποτελέσματα.
Η τοποθέτηση του Ευγένιου Βούλγαρη ως διευθυντή και αρχιδιδασκάλου αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας. Προκάλεσε όμως αντιδράσεις από τους Αγιορείτες, που δυσπιστούσαν για το πρόσωπο του Βούλγαρη και για την καινοφανή διδασκαλία του (όπως παρατηρεί ένας από τους βιογράφους του ο Ευγένιος Βούλγαρης ήταν ένα περίεργο αμάλγαμα βυζαντινής χριστιανικής παράδοσης και δυτικού πολιτισμού). Το 1759 ο Ευγένιος Βούλγαρης έφυγε και η σχολή της Κωνσταντινούπολης φυτοζωούσε για μερικές ακόμη δεκαετίες ως απλό διδασκαλείο.
Στον τομέα της παιδευτικής δραστηριότητας της Εκκλησίας πρέπει να ενταχθεί και η ίδρυση και η λειτουργία ενός «πατριαρχικού τυπογραφείου», το οποίο εγκαινίασε τις εκδόσεις του το 1798 με τη γνωστή «Πατρική Διδασκαλία». Όπως εξηγεί σε σχετική εγκύκλιο του ο ιδρυτής του, πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, το πατριαρχικό τυπογραφείο απέβλεπε στην αποκλειστική τροφοδότηση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με βιβλία, απαγορεύοντας την εισαγωγή άλλων εντύπων από το εξωτερικό. Οι πενήντα περίπου εκδόσεις που πραγματοποίησε το πατριαρχικό τυπογραφείο από το 1798 ως το 1821 είναι σχεδόν στο σύνολο τους καθαρά θρησκευτικού περιεχομένου.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html