Η Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807)

Στα 1797 η Βενετία χάνει οριστικά τα Επτάνησα. Ακολουθεί μια δίχρονη γαλλική κατοχή. Μετά τα Επτάνησα περνούν στα χέρια των Τούρκων. Η κατοχή των νησιών από τα ρωσοτουρκικά στρατεύματα υπήρξε το προοίμιο της πολιτικής ανεξαρτησίας αυτού του τμήματος του Ελληνισμού. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων και συμμάχων δυνάμεων οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στα νεότερα χρόνια. Στις 21 Μαρτίου 1800 η Ρωσία και η Τουρκία υπέγραψαν τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία προσχώρησε και η Μεγάλη Βρετανία. Με τη σύμβαση αυτή ουσιαστικά δημιουργήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, ένα κράτος υπό την επικυριαρχία και την προστασία της Υψηλής Πύλης.

Η Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807)
Ο κόμης Σπυρίδων Θεοτόκης, πρόεδρος της Ιονίου Γερουσίας, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον για τα γράμματα

Το κράτος αυτό θα κατέβαλε 75.000 πιάστρα στην οθωμανική αυτοκρατορία κάθε τρία χρόνια ως ένδειξη της αναγνώρισης της επικυριαρχίας της. Το σύνταγμα του κράτους θα γινόταν αποδεκτό από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που υπέγραφαν τη σύμβαση. Ρυθμίζονταν τα πολιτικά και τα εμπορικά προνόμια της Πολιτείας και των υπηκόων καθώς και τα σχετικά με τη ναυσιπλοΐα.

Οι αντιπρόσωποι των κατοίκων των Ιονίων Νήσων, Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας (πατέρας του Ιωάννη Καποδίστρια) και Νικόλαος Σιγούρος, συνέταξαν σχέδιο συντάγματος για την Επτάνησο Πολιτεία και το υπέβαλαν στην κρίση της Πύλης, η οποία το επικύρωσε. Επίσης καθορίστηκε η σημαία της Πολιτείας, σε βάθος κυανόχρωμο εικονιζόταν το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, που κρατούσε με το ανασηκωμένο δεξί του πόδι κλειστό ευαγγέλιο μαζί με επτά βέλη, δεμένα με ταινία η οποία έφερε την χρονολογία «1800», και που συμβόλιζαν τα επτά νησιά.

Η Επτάνησος Πολιτεία

Το Σύνταγμα του 1800

Την 1η Νοεμβρίου 1800 οι αντιπρόσωποι της Γερουσίας έγιναν δεκτοί με μεγάλη επισημότητα από τον μεγάλο βεζίρη, που τους παρέδωσε το σύνταγμα, δίπλωμα που αναγνώριζε την αυτονομία της Πολιτείας και καθόριζε τις σχέσεις της με την Πύλη και τη σημαία της Επτανήσου Πολιτείας. Το σύνταγμα του 1800 ονομάστηκε «Βυζαντινό», πιθανότατα επειδή είχε συνταχθεί στην Κωνσταντινούπολη, περιείχε συνολικά 37 άρθρα και καθιέρωνε το ομοσπονδιακό σύστημα. Το σύνταγμα αυτό παραχωρούσε την εξουσία στα συμβούλια των ευγενών.

Κάθε νησί είχε δική του τοπική κυβέρνηση, που την απάρτιζαν οι τρεις «Σύνδικοι» που εξέλεγε κάθε χρόνο το μεγάλο συμβούλιο των ευγενών του νησιού. Οι Σύνδικοι κάθε τέσσερεις μήνες εξέλεγαν τον «Πρύτανη», που είχε την εκτελεστική εξουσία κατά την τετράμηνη θητεία του. Ανώτατη αρχή της ομοσπονδίας ήταν η Γερουσία που έδρευε στην Κέρκυρα και την αποτελούσαν οι αντιπρόσωποι των νησιών. Ο πρόεδρος της Γερουσίας ονομαζόταν «Άρχων» και είχε εκτελεστική εξουσία όλης της Πολιτείας.

Η εφαρμογή του συντάγματος του 1800 ήταν προβληματική, γιατί αποτελούσε επιστροφή σε μορφές αριστοκρατικού πολιτεύματος. οι αυθαιρεσίες των ευγενών και ο αποκλεισμός των άλλων τάξεων από τα πολιτικά δικαιώματα προκάλεσαν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές στα νησιά. Η λαϊκή αντίδραση στην αριστοκρατική παλινδρόμηση καθιστούσε σαφές ότι δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν όλες εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της γαλλικής κυριαρχίας.

Το Σύνταγμα του 1803

Μετά από αναταραχές σε όλα σχεδόν τα Ιόνια Νησιά, στις 23 Νοεμβρίου/5 Δεκεμβρίου 1803 ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα. Χωριζόταν σε επτά τίτλους και είχε συνολικά 212 άρθρα. Καταργούσε την κληρονομική αριστοκρατία των ευγενών και δημιούργησε μια νέα αστική αριστοκρατία που την αποτελούσαν παλαιοί ευγενείς και αστοί με βάση ορισμένο εισόδημα ή πανεπιστημιακό τίτλο. Από αυτούς σχηματίζονταν οι σύγκλητοι, που εξέλεγαν τα μέλη του νομοθετικού σώματος και της Γερουσίας. Καθιέρωσε τη διάκριση των εξουσιών(Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική) και εισήγαγε τον θεσμό των «Τιμητών» ή «Εφόρων», που επαγρυπνούσαν για την τήρηση του συντάγματος. και ήταν συνάμα σύμβουλοι της Γερουσίας.

Η Γερουσία είχε τρία τμήματα: εξωτερικών υποθέσεων, εσωτερικών και οικονομικών, στρατιωτικών. Οι τοπικές κυβερνήσεις παρέμειναν ως είχαν, αλλά ο τοπικός κυβερνήτης ονομαζόταν τώρα «Πρύτανης», ενώ οι βοηθοί του «Reggenti». Επίσης εισαγόταν ο θεσμός των ορκωτών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν οι ατομικές ελευθερίες και το απαραβίαστο του οικογενειακού ασύλου.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η διάταξη που όριζε ως απαραίτητη τη γνώση της ελληνική γλώσσας για τον διορισμό μετά το έτος 1810 σε δημόσιες θέσεις, ενώ από το έτος 1820 όλα τα έγγραφα θα συντάσσονταν αποκλειστικά στην ελληνική. Τέλος, να σημειωθεί ότι στον ελληνικό χώρο καθιερωνόταν η ανεξιθρησκεία.

Ξένοι πολιτικοί, όμως, συνέχισαν να αναμιγνύονται στα εσωτερικά των Ιονίων Νήσων. Ο Γεώργιος Mocenigo (είχε έρθει στα 1802 από τη Νάπολι, με σκοπό την αναδιοργάνωση της Πολιτείας) έπεισε την Ρωσία να μην επικυρώσει το σύνταγμα του 1803. Το 1806 είχε ορισθεί να συγκληθεί η συντακτική συνέλευση, στην οποία το σύνταγμα έδινε το δικαίωμα να αναθεωρήσει μη βασικές του διατάξεις.

Το Σύνταγμα του 1806

Η συντακτική συνέλευση συνήλθε στις 15/27 Οκτωβρίου 1806 και εξέλεξε πρόεδρο από την Κεφαλονιά. Ο Mocenigo διόρισε ο ίδιος τα μέλη του νομοθετικού συμβουλίου, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και ανέθεσε τα καθήκοντα του γραμματέως και του εισηγητή του συμβουλίου αυτού στον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις 10/22 Δεκεμβρίου ο Καποδίστριας παρουσίασε στην τακτική συνέλευση το σχέδιο της μεταρρύθμισης του συντάγματος, που ψηφίστηκε στις 15/27 Δεκεμβρίου.

Κατά το Σύνταγμα του 1806 κυρίαρχη τάξη ήταν η «ενεργητική ευγένεια», που την αποτελούσαν όσοι είχαν ορισμένο εισόδημα η πανεπιστημιακό τίτλο. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσε τη «Νομοθετική Γερουσία», που απαρτιζόταν από 17 αντιπροσώπους, από τους οποίους εννέα είχαν τριετή θητεία και οι υπόλοιποι τετραετή. Την εκτελεστική εξουσία ασκούσε ασκούσε πενταμελής επιτροπή (principato) με πενταετή θητεία. Η επιτροπή όριζε τέσσερεις υπουργού: εξωτερικών, πολέμου και ναυτικών υποθέσεων, εσωτερικών και οικονομικών και δικαιοσύνης. Στο σύστημα των τοπικών κυβερνήσεων δεν έγιναν αλλαγές.

Το Σύνταγμα του 1806 κατήργησε πολλές από τις φιλελεύθερες διατάξεις του προηγούμενου Συντάγματος και αναγνώρισε στη Ρωσία το δικαίωμα να επεμβαίνει στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Επτανήσου Πολιτείας, που με τον τρόπο αυτό έχανε την αυτονομία της. Η Επτάνησος Πολιτεία, δεμένη στο άρμα της ρωσικής πολιτικής, παρασύρθηκε στη δίνη των διεθνών συγκρούσεων των μεγάλων δυνάμεων με αποτέλεσμα να χάσει τελικά την ανεξαρτησία της.

Η τύχη της Επτανήσου Πολιτείας κρίθηκε το 1807 στο πεδίο των διεθνών διαπραγματεύσεων. Με την υπογραφή της συνθήκης του Τιλσίτ (7 Ιουλίου 1807) η Επτάνησος Πολιτεία παραχωρήθηκε στην Γαλλία. Την 1η Σεπτεμβρίου 1807 ο Γάλλος διοικητής των νησιών του Ιονίου στρατηγός Καίσαρ Berthier ανήγγειλε την κατάλυση της Επτανήσου Πολιτείας.

Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *