Η Ελλάδα μεταξύ δύο πολέμων

Μετά τη μάχη του Μαραθώνα το 490π.Χ., οι Πέρσες σχεδιάζουν τη μεγάλη εκστρατεία που θα θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία των ελληνικών πόλεων, η Ελλάδα μεταξύ δύο πολέμων θα γνωρίσει αποφασιστικές εξελίξεις: Η Αθήνα αφού ξεπέρασε μια σοβαρή πολιτική κρίση με την οριστικοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και με τον οστρακισμό των αντιπάλων απέκτησε χάρη στο Θεμιστολή τον μεγαλύτερο στόλο της Ελλάδας που θα αποτελέσει τον πιο αποφασιστικό παράγοντα στις ελληνικές νίκες του 480 και του 479π.Χ. Η Σπάρτη, απαλλαγμένη από τις έριδες ανάμεσα στους δύο βασιλείς και ανάμεσα στους βασιλείς και στους εφόρους, θα γνωρίσει περιόδο εσωτερικής σταθερότητας, που θα τις επιτρέψει να παίξει πρωταρχικό ρόλο στην Πελοποννησιακή συμμαχία και γενικότερα ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις κατά τη μεγάλη περσική εστρατεία.

Η Ελλάδα μεταξύ δύο πολέμων

Η Αθήνα

Ο Μιλτιάδης απέκτησε μετά τη νίκη του στον Μαραθώνα ακόμη μεγαλύτερη δύναμη στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά ο παλαιός τύραννος της Χερσονήσου, αν και είχε αθωωθεί πριν από το Μαραθώνα από την κατηγορίας της τυραννίας στην Χερσόνησο, ήταν πάντα ύποπτος σε πολλούς Αθηναίους, πως επεδίωκε να επιβάλει την τυραννία στην Αθήνα. Αυτή την υποψία την καλλιέργησε το κόμμα των Αλκμεωνιδών, που είχε τότε αρχηγούς τον Μεγακλή, γιο του Ιπποκράτους, ανηψιό του Κλεισθένη και ίσως τον Ξάνθιππο, γιο του Αρίφρονος, γαμπρό του Μεγακλή και πατέρα του Περικλή.

Μετά τη μάχη του Μαραθώνα ο Μιλτιάδης επιχείρησε εκστρατεία στις Κυκλάδες. Ζήτησε από τους Αθηναίους να του εμπιστευθούν 70 πλοία, στρατό και χρήματα, χωρίς να αποκαλύψει τον πραγματικό σκοπό της εκστρατείας. Έδωσε μόνο την υπόσχεση ότι αυτή η επιχείρηση θα πλούτιζε την πόλη. Η εκστρατεία αυτή του Μιλτιάδη πρέπει να απέβλεπε και στην ενίσχυση της άμυνας της Αθήνας από την πλευρά της θάλασσας: η περσική απόβαση στον Μαραθώνα είχε δείξει πόσο απροστάτευτες ήταν οι ακτές της Αττικής. Παρά την αποτυχία της εκστρατείας στην Πάρο, το σχέδιο του Μιλτιάδη πέτυχε τουλάχιστον ως ένα σημείο: πολλά νησιά απελευθερώθηκαν και επίσης ο Μιλτιάδης κατάφερε να προσαρτήσει στη συμμαχία της Αθήνας τις δυτικές Κυκλάδες από την Κέα ως την Μήλο.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τον Μιλτιάδη για την αποτυχία της εκστρατείας και μάλιστα ο Ξάνθιππος ζήτησε να του επιβληθεί η θανατική ποινή με την κατηγορία της εξαπάτησης των Αθηναίων. Ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει ότι ο Μιλτιάδης κατηγορήθηκε για προδοσία, γιατ, ενώ μπορούσε να καταλάβει την Πάρο, δεν το έκανε, αφού δωροδοκήθηκε από τον βασιλιά της και εγκατέλειψε την πολιορκία του νησιού. Η Εκκλησία του δήμου δεν του επέβαλλε την θανατική ποινή, αλλά πρόστιμο 50 ταλάντων, ποσό που αντιπροσώπευε το κόστος της εκστρατείας. Ο Μιλτιάδης πέθανε από γάγγραινα στον μηρό και το πρόστιμο πλήρωσε ο γιος του Κίμων. Ο θάνατος του Μιλτιάδη άνοιξε τον δρόμο της εξουσίας στον Θεμιστοκλή, τον Αριστείδη και τον Ξάνθιππο.

Με τη μάχη του Μαραθώνα και την αποτυχία στην Πάρο έγινε φανερή η αδυναμία των Αθηναίων στη θάλασσα. Το 488π.Χ. οι Αθηναίοι βρίσκονται σε πόλεμο με την Αίγινα. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, οι Αθηναίοι άρχισαν τις εχθροπραξίες, επειδή ήθελαν να καταβάλουν την παλαιά αντίπαλό τους, την Αίγινα, και να επωφεληθούν από τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών. Ο πόλεμος αυτός συνεχίστηκε πολλά χρόνια και σταμάτησε μόνο κατά τις παραμονές της περσικής εισβολής για να επιτευχθεί η Εθνική Ενότητα.

Έπειτα από τον θάνατο του Μιλτιάδη και τον οστρακισμό του Μεγακλή, που πιθανόν να θεωρήθηκε υπεύθυνος για τις αποτυχίες στην Αίγινα, ο Ξάνθιππος, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής πήραν την πρώτη θέση στο κράτος. Ο Θεμιστοκλής δεν άργησε να αντιληφθεί ότι το μέλλον της Άθήνας βρισκόταν στην ανάπτυξη του πολεμικού και του εμπορικού ναυτικού.

Γι’ αυτό έβαλε σκοπό να καταστήσει την Αθήνα τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας. Για την εφαρμογή της πολιτικής του έπρεπε να ξεπεράσει τρία προβλήματα: να πείσει τον δήμο των ΑΘηναίων να δεχθεί το σχέδιο του, να βρει τους απαιτούμενους πόρους και να επανδρώσει τα πλοία. Τα γεγονότα τον βοήθησαν: οι αποτυχίες στην Πάρο και την Αίγινα απέδειξαν την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα του ναυτικού και επέτρεψαν στον Θεμιστοκλή να απαλλαγεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Για την επάνδρωση των πλοίων έπρεπε ήταν απαραίτητοι οι θήτες, η τελευταία κοινωνική τάξη στην πόλη της Αθήνας. Θα έπρεπε λοιπόν οι θήτες, που ως τότε δεν είχαν καμία στρατιωτική υποχρέωση να υπηρετήσουν ως ναύτες στον αθηναϊκό στόλο. Ο Θεμιστοκλής κατόρωσε να τους προσεταιρισθεί με πρακτικά επιχειρήματα: τους έδειξε τα πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζαν από τη συνεχή απασχόλησή τους με το πολεμικό και το εμπορικό ναυτικό.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα που συναντούσε ο Θεμιστοκλής ήταν η έλλειψη χρηματικών πόρων. Τα έσοδα της πόλης ήταν ανεπαρκή: δημόσια κτήματα, πρόστιμα, φόροι τελωνείου, πώληση λείας πολέμου. Τα περισσότερα αφιερώνονταν στους ναούς των θεών. Αλλά το 483/2 π.Χ. ανακαλύφθηκε μια νέα φλέβα αργύρου στο ορυχείο της Μαρωνείας του Λαυρίου, που, κατά τον Αριστοτέλη, απέδωσε στην πόλη 100 τάλαντα (600.000 αττικές δραχμές). Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα μέρος των χρημάτων αφιερώνονταν στους θεούς τα υπόλοιπα διανέμονταν στους πολίτες.

Μερικοί πολιτικοί, ανάμεσα τους και ο Αριστείδης, πρότειναν από τα χρήματα του ορυχείου να διανεμηθούν δέκα δραχμές σε κάθε πολίτη. Αλλά ο Θεμιστοκλής αντιτάχθηκε και πρότεινε να δανείσει η πόλη από ένα τάλαντο σε 100 πλούσιους πολίτες, για να ναυπηγήσουν για λογαριασμό της από μια τριήρη. Η πρόταση έγινε δεκτή, παρόλες τις θυελλώδεις συζητήσεις.

Έτσι ναυπηγήθηκαν οι εκατό τριήριεις, που ανέδειξαν την Αθήνα την πρώτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας. Χάρη στον Θεμιστοκλή, το 480π.Χ., η Αθήνα είχε 147 έτοιμα πολεμικά πλοία και 53 εφεδρικά. Με τις 200 αυτές τριήρεις όχι μόνο εξασφαλίστηκε η αποφασιστική νίκη στη Σαλαμίνα, αλλά εμποδίστηκε η δράση του περσικού ναυτικού και ενδεχόμενες αποβάσεις στα νώτα του ελληνικού στρατού στις Θερμοπύλες και στην Πελοπόννησο.

Η Σπάρτη

Η Σπάρτη, κατά την δεκαετία πριν το 490π.Χ., είχε γνωρίσει μια αρκετά ταραγμένη περίοδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Μετά τον θάνατο του Κλεομένη (489π.Χ.), οι έριδες ανάμεσα στους βασιλείς σταμάτησαν και η εξουσία των εφόρων φαίνεται εδραιωμένη. Στον εξωτερικό τομέα η Σπάρτη έμεινε αδρανής, γιατί εξακολουθούσε η απειλή επανάστασης των ειλώτων και των Μεσσηνίων. Αυτή η απειλή την ανάγκασε να υιοθετήσει φιλειρηνική πολιτική και την εμπόδισε να αντιληφθεί αμέσως ότι μια περσική νίκη θα σήμαινε το τέλος της ηγεμονίας της στην Πελοπόννησο, όπου τη θέση της θα έπαιρνε το Άργος.

Έξω από την Πελοπόννησο δεν ανέπτυξε καμία δραστηριότητα η Σπάρτη. Την άνοδο της αθηναϊκής δύναμης μετά τον Μαραθώνα παρακολουθούσε χωρίς αντίδραση. Αλλά ούτε και στον πόλεμο μεταξύ Αίγινας και Αθήνας μεσολάβησε για την ειρήνευση πριν από το 480π.Χ. Πάντως, οι σχέσεις μεταξύ των δύο ελληνικών πόλεων ήταν τότε φιλικές και η Σπάρτη δεν είδε με δυσαρέσκεια την δημιουργία του αθηναϊκού στόλου, αφού πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που ο πόλεμος με την Περσία φαινόταν αναπόφευκτος και η συμμαχία με την Αθήνα αποτελούσε βέβαιη προοπτική.

Αυτήν την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με την Περσία δεν φαίνονται ιδιαίτερα τεταμένες. Η μάλλον συμπτωματική απουσία της Σπάρτης από το Μαραθώνα απέτρεψε την επιδείνωσή τους. Η μόνη ένδειξη που έχουμε για αυτές τις σχέσεις είναι η αφήγηση του Ηροδότου: όταν ο Δαρείος έστειλε κήρυκες στην Σπάρτη να ζητήσουν «γη και ύδωρ», οι Σπαρτιάτες έρριξαν τους απεσταλμένους σε ένα πηγάδι. Από τότε όσες φορές θυσίαζαν πριν στείλουν πρέσβεις ή κήρυκες, οι θυσίες δεν ήταν ευνοϊκές. Ο θεοί είχαν οργισθεί για την ιεροσυλία, τον φόνο δηλαδή των Περσών κηρύκων.

Για να απαλλαγεί η πόλη από το άγος αυτό, αποφασίστηκε να σταλούν δυο κήρυκες στο Μεγάλο Βασιλέα, και να πληρώσουν με τη ζωή τους το έγκλημα της πόλης. Δύο Σπαρτιάτες, ο Σπερθίας και ο Βούλις, αναλαμβάνουν εθελοντικά να μεταβούν στην αυλή του Ξέρξη. Αλλά τόσο ο αατράπης Υδάρνης όσο και ο Ξέρξης τους φέρονται με φιλοφροσύνη. Ο Υδάρνης προσπαθεί να τους προσεταιρισθεί και τους υπόσχεται να τους διορίσει σατράπες στην Ελλάδα. Υπερήφανοι οι Σπαρτιάτες αποκρούουν τις δελεαστικές προτάσεις: «αν είχες δοκιμάσει την ελευθερία μας, θα μας συμβούλευες να πολεμήσουμε γι΄αυτή όχι μόνο με δόρατα, αλλά και με τσεκούρια».

Στα Σούσαν αρνήθηκαν να προσκυνήσουν τον Ξέρξη και αντιστάθηκαν όταν οι φρουροί του βασιλιά προσπάθησαν να τους το επιβάλλουν. Στον Ξέρξη απηύθυναν τα ακόλουθα λόγια: «Βασιλεύ των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι μας έστειλαν να τιμωρηθούμε για τους κήρυκες που θανατώθηκαν στην Σπάρτη». Αλλά ο Ξέρξης, αναφέρει ο Ηρόδοτος, αντιμετώπισε τους κήρυκες με μεγαλοφροσύνη και τους άφησε να επιστρέψουν στην Σπάρτη.

Η αποστολή αυτή, αν πράγματι έγινε, απέβλεπε να διερευνήσει τις προθέσεις του Πέρση βασιλιά και δείχνει ότι η κυβέρνηση τηςππΣάρτης είχε συνείδηση του κινδύνου. Ασφαλώς τα έργα στον Άθω και τον Ελλήσποντο διέλυσαν και τις τελευταίες αμφιβολίες των Σπατιατών για τα περσικά σχέδια και ώθησαν τη Σπάρτη να αναλάβει μαζί με την Αθήνα την αρχηγία των Ελλήνων στον πόλεμο για την προάσπιση της ελευθερίας.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους