Η Εκκλησία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα που συντελούνται στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή για δύο περίπου αιώνες πριν την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και οι κοινωνικές ζυμώσεις που γίνονται την περίοδο αυτή στους κόλπους του Ελληνισμού επηρέασαν άμεσα και την Ανατολική Εκκλησία. Η Εκκλησία, οι πνευματικοί προσανατολισμοί της, οι βασικοί της θεσμοί, η στάση της απέναντι στην πολιτική εξουσία, στον «κόσμο», η νοοτροπία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας έμειναν ουσιαστικά αναλλοίωτα ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα σπέρματα όμως των ριζικών αναπροσαρμογών και ανακατατάξεων που θα συντελεστούν στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά και του Ελληνισμού γενικότερα κατά τον 19ο αιώνα τα συναντούμε έκδηλα ήδη από τον 18ο αιώνα.

Η Εκκλησία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ο Γρηγόριος Ε’

Τα νομικά πλαίσια -τα λεγόμενα προνόμια- που κατοχύρωναν θεωρητικά την ύπαρξη της Εκκλησίας και των ορθόδοξων ραγιάδων μέσα στο οθωμανικό κράτος και ρύθμιζαν τις σχέσεις με τη μουσουλμανική κρατική εξουσία όχι μόνο διατηρήθηκαν ως τέλος της περιόδου αυτής, αλλά ενισχύθηκαν και διευρύνθηκαν.

Υπό την πίεση της Αυστρίας και Ρωσίας, μεγάλων δυνάμεων της εποχής, αλλά και από την επιρροή των Φαναριωτών που αυτήν την εποχή έχουν ενταχθεί οργανικά στον κρατικό μηχανισμό, η Πύλη και οι τοπικές αρχές παρέχουν πρόσθετες εγγυήσεις για τη ζωή και τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών υπηκόων τους.

Ωστόσο, οι εγγυήσεις αυτές -ακόμη κι να δίνονταν καλοπροαίρετα από την πλευρά της Πύλης- ελάχιστα επηρέαζαν τη μακρά παράδοση αυθαιρεσίας και καταπιέσεων σε βάρος των ραγιάδων. Πέρα από τα αστικά κέντρα, όπου ο έλεγχος της εφαρμογής των συνθηκών από τους εκπροσώπους των ξένων δυνάμεων ήταν εφικτός, στις απόμακρες επαρχίες της αυτοκρατορίας η κατάσταση παρέμενε ουσιαστικά αναλλοίωτη. Γι’ αυτό ακόμη και τον 18ο αιώνα συνεχίστηκε το φαινόμενο των ομαδικών εξισλαμισμών, που όχι μόνο αραίωνε το χριστιανικό ποίμνιο, αλλά έτεινε να αλλοιώσει ουσιαστικά την εθνολογική σύσταση ολόκληρων περιοχών.

Είναι ευνόητο ότι ένα κύμα προς εξωμοσία εντεινόταν ιδιαίτερα σε περιοχές και περιόδους πολεμικών αναστατώσεων, οι οποίες μοιραία επιδείνωναν τις συνθήκες ζωής και προκαλούσαν όξυνση ανάμεσα στον κυρίαρχο τουρκικό στοιχείο και τους χριστιανούς ραγιάδες. Έτσι, μέσα σε λίγες δεκαετίες μετά την άλωση του Χάνδακα, το 1669, ο αριθμός των αρνησίθρησκων Τουρκοκρητικών ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες. Την ίδια εποχή υπό την πίεση του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου εξισλαμίστηκαν ολόκληρες επαρχίες στον Πόντο. Μεγάλη έκταση πήραν οι εξισλαμισμοί στην βόρεια Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Μικρότερης έκτασης εξωμοσίες μαρτυρούνται τον 18ο αιώνα στην Καππαδοκία, στα Δωδεκάνησα, στην Πελοπόννησο, στην Θεσπρωτία και στην κεντρική Μακεδονία.

Υπήρχαν και περιπτώσεις ατομικής εξωμοσίας για λόγους αποφυγής τιμωρίας για κάποιο βαρύ ποινικό αδίκημα, ή συνηθέστερα για τη διατήρηση της μεγάλης κτηματικής περιουσίας. Γι’ αυτό πιο ευεπίφοροι προς εξισλαμισμό ήταν οι πλούσιοι χριστιανοί γαιοκτήμονες. Αντίστροφα, πολλές ήταν οι περιπτώσεις της αντιστάσεως των νεομαρτύρων, οι οποίοι στην πλειονότητα τους ήταν απλοί άνθρωποι του λαού. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολύ συχνά οι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί δείχνουν κάποια ενδόμυχη δύναμη αντίστασης, διατηρώντας ποικίλους δεσμούς με την παλαιά τους θρησκεία: τιμούν τους τοπικούς αγίους του χριστιανικού εορτασμού, νηστεύουν τη Σαρακοστή, γιορτάζουν το Πάσχα.

Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η συνεχής αιμορραγία του Γένους και της Εκκλησίας θα προκαλούσε κινητοποίηση της ορθόδοξης ιεραρχίας. Ωστόσο, το μεγάλο έργο της ανάσχεσης του κύματος των εξισλαμισμών ανέλαβαν δύο ταπεινοί μοναχοί: ο Μοσχοπολίτης Νεκτάριος Τέρπος και ο Κοσμάς ο Αιτωλός.

Ο πρώτος κινείται δραστήρια τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα από τα Τρίκαλα και την Άρτα ως το Βεράκι και τη Μουζακιά της Αλβανίας. Απευθύνεται περισσότερο στους ορεσίβιους Ηπειρώτες και Αλβανούς που πιέζονται για να εξομόσουν.

Με επίκεντρο την ίδια περιοχή έδρασε αργότερα (17590-1779) ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Ως ιεροκήρυκας όμως είναι περισσότερο ασκητικός, ως άνθρωπος μειλίχιος, ειρηνικός, νομοταγής στην κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία. Η γλώσσα του είναι λιτή, σχεδόν απλοϊκή, το ύφος του ζωηρό, διανθισμένο με απροσδόκητες παρομοιώσεις, παίρνει συχνά τόνο προφητικό που θυμίζει λαϊκά χρησμολόγια. Με το τεράστιο κηρυκτικό του έργο, με την προσωπική του ακτινοβολία, την επιμονή του στη σύσταση σχολείων και στην εδραίωση της ελληνικής ανάμεσα στους βλαχόφωνους και αλβανόφωνους πληθυσμούς της Ηπείρου συνετέλεσε όσο κανείς άλλος στη αναχαίτιση του κύματος των εξισλαμισμών.

Οι θανάσιμοι κίνδυνοι για το γένος και την Ορθοδοξία, οι ανεκδιήγητες δοκιμασίες, οι εξευτελισμοί και ο αποδεκατισμός του χριστιανικού ποιμνίου δεν στάθηκαν παράγοντες ικανοί να εκτρέψουν την επίσημη Εκκλησία από την πολιτική της σύνεσης, την οποία ανέκαθεν ακολούθησε. Η ελευθερία ως αίτημα ταυτιζόταν στη συνείδηση της Εκκλησίας με τη θρησκευτική ελευθερία, η οποία δινόταν λίγο-πολύ από τον σουλτάνο και υποστηριζόταν από την ομόδοξη προστάτιδα δύναμη του βορρά.

Παρεκκλίσεις από τη επίσημη στάση της Εκκλησίας υπήρξαν πολλές. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Βενετών στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη πολλοί τοπικοί αρχιερείς έλαβαν ενεργό μέρος στον αντιτουρκικό αγώνα. Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας και εξής η απιστία στην Υψηλή Πύλη έγινε εντονότερη, όταν πια επίσημα διακηρυσσόταν ότι σκοπός της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη και η «απελευθέρωση» των ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής.

Η επίσημη Εκκλησία, το οικουμενικό πατριαρχείο, όμως κρατούσε μετριοπαθή έως αντίθετη στάση απέναντι στους, κατά καιρούς, ξεσηκωμένους αρχιερείς. Η αναταραχή αυτή στους κόλπους της Εκκλησίας κάνει τους Τούρκους εξαιρετικά φιλύποπτους για το ρόλο της. Γι’ αυτό αυτήν την εποχή (18ος αιώνας) και ως το 1821 η Υψηλή Πύλη προσπαθεί με πιέσεις και απειλές να μεταβάλει το πατριαρχείο σε όργανο προπαγάνδας και καταστολής του επαναστατικού αναβρασμού των Ελλήνων.

Οι πατριάρχες και η ιεραρχία καθώς επίσης και οι Φαναριώτες και γενικά η παραδοσιακή ηγεσία του Ελληνισμού θεωρούσε ως άρθρο πίστεως την ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης του Γένους με την κυρίαρχη οθωμανική πολιτεία. Οι εθνικιστικές ιδέες που ενθουσίαζαν τους λόγιους, τους εμπόρους της Διασποράς, τους αστούς και την ελληνική νεολαία στο εσωτερικό δεν είχαν αγγίξει ή δεν είχαν πείσει ακόμη την συντηρητική ηγεσία του Γένους. Μόνιμος φόβος της ήταν ότι μια τοπική εξέγερση, ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας, θα εξέθετε το υπόλοιπο τμήμα του Ελληνισμού στη εκδικητική μανία των Τούρκων και τελικά στον αφανισμό. Τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν από τότε ως το 1922, έδειξαν ότι ο φόβος εκείνος δεν ήταν εντελώς αβάσιμος.

Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

1 Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *