Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ μετά την εκλογή του (1198) ανακοίνωσε την πρόθεση του να πραγματοποιήσει σταυροφορία για να ελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τους μουσουλμάνους. Η Ευρώπη όμως αντιμετώπιζε σοβαρά εωτερικά προβλήματα. Έτσι η Δ’ Σταυροφορία άρχισε να οργανώνεται το 1201.
Σημαντικοί φεουδάρχες της βόρειας Γαλλίας, όπως ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουΐνος, ο κόμης του Saint-Pol Ερρίκος, ο κόμης της Καμπανίας Thibaud και άλλοι συγγενείς και βασσάλοι (υποτελείς τους), ανάμεσα στους οποίους ο ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος, αποφάσιαν να κινηθούν εναντίον των απίστων. Με αυτούς ενώθηκε και ο μαρκήσιος Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, ο οποίος μολονότι κυριαρχούσε σε ιταλικά εδάφη, αργότερα θα εκλεγεί αρχηγός της γαλλικής αυτής σταυροφορίας.
Από τις ναυτικές δυνάμεις της εποχής μόνο η Βενετία ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει. Το 1201 συμφωνήθηκε πως οι Βενετοί θα διέθεταν τα πλοία για να μεταφερθούν οι 33.500 στρατιώτες με τα άλογα και τον οπλισμό τους και πως θα πληρώνονταν γι’ αυτό 85.000 αργυρά μάρκα. Επίσης θα προσέφεραν 50 πολεμικά πλοία συνοδείας και θα είχαν έτσι δικαίωμα να πάρουν τα μισά εδάφη, που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Η συγκέντρωση του στρατού θα γινόταν στην Βενετία τον Ιούνιο του 1202. Από εκεί «οι στρατιώτες του Χριστού» θα χτυπούσαν πρώτα την Αίγυπτο και μετά θα προχωρούσαν στους Αγίους Τόπους. Επειδή όμως δεν συγκεντρώθηκαν όλα τα χρήματα για να πληρωθούν οι Βενετοί αποφασίστηκε ο στρατός των σταυροφόρων να καταλάβει την πόλη Ζάρα για λογαριασμό των Βενετών, όπερ και εγένετο τον Νοέμβριο του 1202. Πριν ακόμη ξεκινήσει η σταυροφορία φαινόταν ότι εξυπηρετούσε τα βενετικά συμφέροντα.
Τα σχέδια των σταυροφόρων όμως άλλαξαν όταν στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο Αλέξιος Άγγελος (μετέπειτα Αλέξιος Δ’). Μετά τις διαπραγματεύσεις του Αλεξίου με τους σταυροφόρους για να τον βοηθήσουν να ανακαταλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, η σταυροφορία παρεξέκλινε πάλι από τον σκοπό της. Μολονότι το 1203 κανείς δεν γνώριζε που θα κατέληγε, ήταν φανερό ότι η νέα παρέκκλιση γνόταν να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα: ο πάπας ζητούσε τη υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική και ο δόγης επιζητούσε την αύξηση της οικονομικής επιρροής της Βενετίας στην Ανατολή εις βάρος των κύριων ανταγωνιστών της, της Γένουας και της Πίσας.
Στο Βυζάντιο, τα τελευταία χρόνια είχαν δημιουργηθεί χωριστικές τάσεις. Μετά την ενθρόνιση του Αλεξίου Δ’ Άγγελου πήραν μεγάλες διαστάσεις και η αυτοκρατοία πια βρισκόταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους οπαδούς του Αλέξιου Δ’ και εκείνους του Αλέξιου Γ’. Πολλοί προσπάθησαν να επωφεληθούν από την ανωμαλία σε όλη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και πολλά αποστατικά και τοπικιστικά κινήματα έλαβαν χώρα την περίοδο 1203-1204. Αλλά τελικά οι μόνοι που βγήκαν κερδισμένοι ήταν οι σταυροφόροι.
Το 1204 η βυζαντινή αυτοκρατορία βρισκόταν σε διάλυση. Η άλλοτε ισχυρή κεντρική εξουσία ήταν πια σκιώδης και στηριζόταν στρατιωτικά μόνο στους σταυροφόρους. Οι επαρχίες, αποδιοργανωμένες εξατίας του εμφυλίου πολέμου ή των στρατιωτικών φιλοδοξιών των τοπικών αρχόντων, βρέθηκαν μεταξύ τους αντιμέτωπες και δεν είχαν ούτε τη δυνατότητα ούτε την διάθεση να βοηθήσουν την απειλούμενη πρωτεύουσα.
Πολλές και ποικίλες συγκρούσεις σημειώθηκαν μέσα στα τείχη της Κωσνατντινούπολης αλλά και στις ακτές της Προποντίδας. Τον Ιανουάριο του 1204, Αλέξιος Δ’ εκθρονίστηκε από τον Αλέξιο Ε’ Δούκα Μούρτζουφλο. Ο τελευταίος προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ενισχύοντας τις οχυρώσεις κυρίως από την πλευρά τη θάλασσας που ήταν ευπρόσβλητη από τον βενετικό στόλο. Προσπάθησε επίσης, χωρίς επιτυχία, να περιορίσει τις λεηλασίες των περιχώρων από τους σταυροφόρους.
Οι σταυροφόροι είδαν ότι δεν μπορούσαν να εισπράξουν από τον Αλέξιο όσα τους είχε υποσχεθεί με συνθήκη και έτσι αποφάσισαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό τους. Τον Μάρτιο του 1204, στο στρατόπεδο των σταυροφόρων υπογράφηκε συνθήκη που καθόριζε τι θα γινόταν μετά τη νίκη. Θα εκλεγόταν Λατίνος αυτοκράτορας και Λατίνος πατριάρχης, από τους οποίους ο ένας θα ήταν σταυροφόρος και ο άλλος Βενετός. Ο αυτοκράτορας θα κρατούσε το ένα τρίτο της αυτοκρατορίας και τα άλλα δύο τρίτα θα διενέμονταν εξίσου στους σταυροφόρους και στους Βενετούς. Ο βασικός σκοπός της σταυροφορίας είχε αλλάξει οριστικά. «Οι στρατιώτες του Χριστού» απέβλεπαν πλέον στην κατάλυση της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής.
Μια πρώτη επίθεση των σταυροφόρων το πρωί της 9ης πριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούσθηκε. Στις 12 Απριλίου όμως η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Μετά από σκληρή μάχη οι Βενετοί κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη, κατόπιν να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου οι επιτιθέμενοι άρχισαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε οι σταυροφόροι είχαν πια καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στο Κεράτιο και έβαλαν φωτιά για να προφυλαχτούν από τυχόν νυχτερινούς αιφνιδιασμούς.
Την ίδια νύχτα ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος και άλλοι ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη, φεύγοντας από τις χερσαίες πύλες προς την Θράκη. Έτσι, όταν την επομένη οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προχωρούν δεν συνάντησαν καμία αντίσταση. Μόνοι οι ιερείς κρατώντας σταυρούς και εικόνες ήλθαν να τους προϋπαντήσουν και να αναγνωρίσουν την εξουσία των σταυροφόρων. Γέροι, γυναίκες και παιδιά, σχηματίζοντας και αυτοί με τα δάχτυλα το σημείο του σταυρού δήλωναν την υποταγή τους. Ίσως πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό θα συγκινούσαν τους άγριους κατακτητές, αλλά οι ελπίδες υπήρξαν μάταιες.
Ενώ οι άρχοντες των σταυροφόρων ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα έρημα πια παλάτια, άρχισε η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης. Φόνοι, βιασμοί, αρπαγές, βεβηλώσεις, καταστροφές εκκλησιών και μοναστηριών, όλα δηλαδή όσα συνέβαιναν πάντοτε όταν γινόταν η άλωση μιας εχθρικής μεσαιωνικής πόλης, διήρκεσαν τρεις μέρες. Οι ίδιοι οι αρχηγοί των σταυροφόρων παραδέχτηκαν ότι οι στρατιώτες τους ξεπέρασαν κάθε όριο. Ο πάπας, όταν τα έμαθε όλα αυτά, εξοργίσθηκε.
Οι σταυροφόροι, καταλαμβάνοντας την πόλη, βρέθηκαν μέσα στην πλουσιότερη ίσως πόλη της εποχής. Καθένας προσπαθούσε να αρπάξει ό,τι μπορούσε. Οι συμφωνίες για τη διανομή της λείας λησμονήθηκαν και με κόπο εφαρμόσθηκαν, όταν αποκαταστάθηκε κάπως η πειθαρχία και ηρέμησαν τα πράγματα. Τα πολύτιμα αντικείμενα και τα άγια λείψανα που τόσους αιώνες συγκεντρώνονταν στη Βασιλεύουσα, άρχισαν να μεταφέρονται στη δυτική Ευρώπη.
Οι κατακτητές πήραν τις τελευταίες φορολογικές καταστάσεις, και κατά τις συμφωνίες του Μαρτίου του 1204, μοίρασαν ολόκληρη την αυτοκρατορία ανάμεσα στον αυτοκράτορα, στους φεουδάρχες-σταυροφόρους και τους Βενετούς. Στις 9 Μαΐου έστεψαν μέσα στην Αγία Σοφία τον δικό τους αυτοκράτορα, τον κόμητα της Φλάνδρας Βαλδουΐνο. Η Ανατολική Εκκλησία υποτάχθηκε στην παπική εξουσία. Ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνης εκλέχθηκε πατριάρχης. Η βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους