Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας ο σουλτάνος αναγνώρισε τον πατριάρχη σαν θρησκευτικό αρχηγό, αλλά και σαν την κορυφή μιας περιορισμένης δικαστικής ιεραρχίας επί των υπόδουλων Ελλήνων, που την αποτελούσε ο υποδεέστερος κλήρος και οι προεστοί. Η δικαστική εξουσία αφορούσε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και κάποιες φορές κληρονομικού δικαίου, αλλά και διαφορές των κληρικών. Η λύση των υπόλοιπων υποθέσεων ήταν αρμοδιότητα του Οθωμανού δικαστή, του καδή. Η προσφυγή των Ελλήνων σε ελληνική διαιτησία ήταν επιτρεπτή από τους κατακτητές.
Τον 17ο αιώνα οι κοινοτικές αρχές εμφανίζονται ιδιαίτερα ενισχυμένες και έχουν πετύχει την αναγνώριση ενός καθεστώτος αυτοδιοίκησης. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια προσπαθούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας να επεκτείνουν τις αρμοδιότητες τους και να εκδικάζουν όλων των τύπων τις διαφορές των υπόδουλων Ελλήνων. Ήδη πριν την Άλωση τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εκδίκαζαν και πολιτικές διαφορές εκτός από τις διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.
Οι κοινότητες δεν υστέρησαν στην προσπάθεια να επεκτείνουν την δικαιοδοσία τους και σε διαφορές που ξεπερνούσαν τα στενά όρια που διέγραφαν τα προνόμια τους. Τις αυτοδιοικούμενες αυτές κοινότητες αποτελούσαν νομικά πρόσωπα με αυτοτέλεια απέναντι στον κυρίαρχο, τις διοικούσαν οι εκλεγμένοι, συνήθως για ένα χρόνο, κοινοτικοί άρχοντες που τους ονόμαζαν επιτρόπους, προεστούς, γέροντες, δημογέροντες, επιστάτες κλπ., που μέσα στα σημαντικά καθήκοντα τους ήταν και η απονομή δικαιοσύνης.
Η παροχή εκ μέρους του στους υπόδουλους της εξουσίας να δικάζουν τις διαπραττόμενες μεταξύ Ελλήνων αξιόποινες πράξεις έθιγε ευθέως την κρατική του κυριαρχία. Παρ’ όλα αυτά ο κατακτητής ανέχθηκε, όχι μόνο να ασκούν οι υπόδουλοι ποινική δικαστική εξουσία, αλλά σε μερικές περιπτώσεις και να επιβάλλουν ποινές κατά των αδικοπραγούντων. Η ανοχή αυτή του κατακτητή που έφθανε στο σημείο να επιτρέπει στους υπόδουλους να εκδικάζουν, έστω και όχι πολύ βαριές περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει την αναμφισβήτητη διάβρωση της κυριαρχίας του.
Την έκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών και κοινοτικών δικαστηρίων δεν μπορούμε να την καθορίσουμε με ακρίβεια, γιατί βρισκόταν σε απόλυτη εξάρτηση από τις ευνοϊκές ή όχι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι υπόλοιποι στις διάφορες περιοχές και κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους. Εκείνο πάντως που θεωρείται βέβαιο ότι σε όσες περιπτώσεις οι κοινότητες επετύγχαναν από τον κυρίαρχο το δικαίωμα να εισπράττουν μόνες τους φόρους είχαν και ευρύτερα περιθώρια αυτοδιοικήσεως και κατά συνέπεια πιο εκτεταμένη δικαιοδοσία τόσο σε πολιτικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις.
Η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό δεν εξέλιπε. Στα νησιά του Αιγαίου ειδικότερα οι υποθέσεις κρίνονταν σε δεύτερο βαθμό από τον Τούρκο αρχιναύαρχο, τον καλούμενο καπουδάν πασά ή από τους Έλληνες διερμηνείς (δραγουμάνους) του στόλου. Στην Τήνο, χρέη εφετείου εκπληρούσε ανώτατο κοινοτικό κριτήριο, αποτελούμενο από τους νουνεχέστερους προκρίτους και τους σεβασμιότερους γέροντες και ονομάζονταν «γεροντοκρισία».
Οι αποφάσεις των Ελλήνων κριτών είχαν το μειονέκτημα του ανεκτέλεστου. Έτσι οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών όσο και των κοινοτικών δικαστηρίων δεν είχαν κατά κανόνα εξαναγκαστικό χαρακτήρα. Το ίδιο και οι αποφάσεις των Ελλήνων διαιτητών. Γι’ αυτό και σε πολλές αποφάσεις παρατηρείται να φέρουν το όνομα του Οθωμανού αξιωματούχου της περιοχής, που είχε την εύνοια της επικυρώσεως τους από τις αρχές του κυριάρχου. Άλλος τρόπος για να πετύχουν την εκτέλεση της απόφασης ήταν η επιβολή προστίμου υπέρ των αξιωματικών του κατακτητή. Έτσι τα ενδιαφέροντα για την αύξηση και μόνο των εσόδων τους όργανα του κυριάρχου συνέβαλλαν, χωρίς να έχουν επίγνωση γι’ αυτό, στο εκτελεστό των αποφάσεων των Ελλήνων κριτών.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html