Η Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου -1 Δεκεμβρίου 1943), όπως και η Διάσκεψη της Γιάλτας και η Διάσκεψη του Πότσναμ, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην Τεχεράνη εκδηλώθηκε ευρύτερα η αγγλοαμερικανική στρατηγική διαμάχη: «Περιφερειακή» στρατηγική των Βρετανών, κατά την οποία η επίθεση εναντίον της Ευρώπης θα έπρεπε να διενεργηθεί ταυτόχρονα σε περισσότερα σημεία και, μεταξύ άλλων, από το μεσογειακό της πλευρό και μάλιστα στα Βαλκάνια, προς παρεμπόδιση του παλαιού ρωσικού ονείρου διεξόδου στη «θερμή θάλασσα» και «Ναπολεόντειος» στρατηγική των Αμερικανών. συγκέντρωση δηλαδή όλων των δυνάμεων σε ένα μέτωπο, αυτό της Δυτικής Ευρώπης. Ο Στάλιν τάχθηκε υπέρ της αμερικανικής άποψης και έτσι απορρίφθηκε το σχέδιο του Τσώρτσιλ, που αν γινόταν δεκτό η χώρα μας δεν θα είχε υποστεί ούτε το εθνοκτόνο κίνημα των ένοπλων δυνάμεων μας Μέσης Ανατολής, ούτε τα «Δεκεμβριανά».
Από τους τρεις ηγέτες, δύο μόνο – Στάλιν και ο Τσώρτσιλ– είχαν ρεαλιστική γνώση των λαών και των κυβερνήσεων τους και επεδίωκαν σχέδια πραγματοποιήσιμα. Ο Ρούσβελτ ήθελε να κερδίσει τον πόλεμο, να τον κερδίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με το ελάχιστο των απωλειών για τα στρατεύματα του. Οι άλλοι σκέφτονταν τη μεταπολεμική περίοδο. Ο Στάλιν ήθελε οι αγγλοαμερικανικές δυνάμεις να βρίσκονται κατά τη λήξη των εχθροπραξιών στη Δυτική και όχι στη Νότια Ευρώπη. Ο Τσώρτσιλ, από την πλευρά του, θεωρούσε ευκταίο να πάρουν μέρος και οι Αγγλοαμερικανοί στην κατάληψη των Βαλκανίων μαζί με τους Ρώσους.
Οι στρατηγικές αποφάσεις του Τσώρτσιλ υπαγορεύθηκαν μάλλον από πολιτικούς σκοπούς αρά από στρατιωτικούς υπολογισμούς. Ο Τσώρτσιλ προσπάθησε να διασώσει ό,τι ήταν δυνατόν από τα Βαλκάνια, αποφασισμένος, όμως, να εμποδίσει αυτόν να πραγματοποιήσει το παλαιό ρωσικό όνειρο.
Για την Ελλάδα δεν ειπώθηκε τίποτα στην Τεχεράνη, πλην όμως, λόγω μη αποδοχής του σχεδίου Τσώρτσιλ, η Διάσκεψη αυτή επηρέασε δυσμενώς τις εξελίξεις στη χώρα μας.
Η Διάσκεψη της Τεχεράνης πλαισιώθηκε από δύο διασκέψεις μικρότερης σπουδαιότητας που έλαβαν χώρα αμέσως πριν και μετά αυτής στο Κάιρο, χωρίς τη συμμετοχή του Στάλιν.
Ο Ρoύσβελτ πήγε στην Τεχεράνη ελπίζοντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Στάλιν. Ευελπιστούσε δε ότι θα μπορούσε να το επιτύχει πείθοντας τον Ρώσο πρωθυπουργό ότι επιθυμούσε το άνοιγμα δεύτερου μετώπου τόσο όσο και ο Στάλιν. Ο Αμερικανός πρόεδρος φοβόταν σαν σχεδόν βέβαιο ότι τούτο θα γινόταν πιο δύσκολο, λόγω της φορτικότητας του Τσώρτσιλ, ο οποίος, αναμφίβολα, θα επέμενε να ακουστούν τα βαλκανικά και τα τουρκικά σχέδια του.
Εξάλλου ο Ρούσβελτ, που φοβόταν μήπως οι Ρώσοι υποκύψουν στον πειρασμό να συνάψουν χωριστή ειρήνη, είχε ακόμη έναν σοβαρό λόγο αν έλθει αποφασισμένος στην Τεχεράνη να αναπτύξει όλη του τη γοητεία για να θέλξει τον αφέντη του Κρεμλίνου. Εκτός από τις συνεδριάσεις της ολομέλειας. στις οποίες οι τρεις ηγέτες συνοδεύονταν από όλους τους συμβούλους τους, ο Ρούσβελτ συναντήθηκε τρεις φορές κατ’ ιδίαν με τον Στάλιν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος φρονούσε ότι η ουσιώδης επιχείρηση, έναντι της οποίας οι υπόλοιπες έπρεπε να τεθούν σε δεύτερη μοίρα, ήταν η «Overlord». Οι Ηνωμένες Πολιτείες την προπαρασκεύαζαν σαν μια γιγαντιαία βιομηχανική επιχείρηση. Είχε καταστρωθεί ένα λεπτομερές πρόγραμμα και θα ήταν καταστρεπτικό αν δεν εκτελείτο κατά γράμμα.
Ο Τσώρτσιλ δίσταζε και διερωτώταν αν έστω και με αναβολή της παραπάνω επιχείρησης δεν θα έπρεπε να καταβληθεί προηγουμένως μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν οι Σύμμαχοι την κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου και για να θέσουν στέρεα πόδια στα Βαλκάνια.
Αυτό υπαγόρευαν τρεις λόγοι: Ο πρώτος ήταν ανθρωπιστικής φύσεως. Η επιχείρηση «Overlord» θα ήταν τρομερά δαπανηρή σε ανθρώπινες υπάρξεις και η ανάμνηση των εκατομβών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέτρεχαν εφιαλτικά το πνεύμα του Τσώρτσιλ. Μια κυκλωτική δύναμη θα ήταν ικανή να συμπαρασύρει την Τουρκία στον πόλεμο και να προκαλέσει τον κλονισμό ολόκληρου του γερμανικού συστήματος, να διεγείρει εσωτερικές επαναστάσεις και ίσως, χωρίς να χρειασθεί η διενέργεια της επιχείρησης «Overlord», να οδηγήσει στην κατάρρευση του εχθρού. Δεν άξιζε τον κόπο, τουλάχιστον, να επιχειρηθεί τούτο.
Ο δεύτερος λόγος ήταν πολιτικής φύσεως. Τώρα που οι σοβιετικές στρατιές είχαν αναλάβει την επιθετική πρωτοβουλία και με τιτάνιες μάχες ξεκαθάρισαν το λεκανοπέδιο του Ντόνετς, απελευθέρωσαν το Κουμπάν και απώθησαν του Γερμανούς μέχρι της γραμμής του Δνείπερου ποταμού, η Σοβιετική Ένωση αναφαινόταν ως ο μέλλων μεγάλος νικητής του πολέμου. Αυτό πιθανόν να γεννούσε στους Σοβιετικούς φιλοδοξίες. Εάν οι Αγγλοαμερικανοί πετύχαιναν να εξασφαλίσουν ισχυρή θέση στα Βαλκάνια, θα ήταν ικανοί να αντιτάξουν έναν φραγμό στις φιλοδοξίες αυτές.
Ο τρίτος λόγος: Ο Τσώρτσιλ δεν είχε λησμονήσει το σχέδιο εκπόρθησης των Δαρδανελίων που είχε ετοιμάσει το 1915. Η εκστρατεία είχε σημειώσει πλήρης αποτυχία, της οποίας ο μεγάλος αυτός πολιτικός υπήρξε ο αποδιοπομπαίος τράγος. Οποία «ρεβάνς» για τον Βρετανό πρωθυπουργό αν θριάμβευε τώρα ανάλογη αντίληψη. Ο Τσώρτσιλ δεν εξωτερίκευε, βέβαια, όλα αυτά, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος και οι σύμβουλοι του τα μάντευαν, στην Τεχεράνη βρήκαν ένα ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο του Στάλιν.
Το ζήτημα της επιχείρησης «Overlord» απασχόλησε τη διάσκεψη για τρεις μέρες. Τα πολιτικά προβλήματα που ενδιέφεραν ζωηρά τους Δυτικούς, όπως η οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών ή η είσοδος της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, συζητήθηκαν αντίστοιχα μισή ώρα και δέκα λεπτά της ώρας. Στο πρόβλημα της Γερμανίας αφιερώθηκε μόλις μία ώρα και στο Πολωνικό 40′.
[…] Ηγέτες της Γιάλτας, της Τεχεράνης και του Πότσνταμ | δρακοπουλιάδα στο Η Διάσκεψη της Τεχεράνης (1943) […]
[…] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης (1943) | δρακοπουλιάδα στο Ηγέτες της Γιάλτας, της Τεχεράνης και του Πότσνταμ […]