Μετά την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας το 1940 η Γιουγκοσλαβία έγινε χώρος αντικρουόμενων αντιδράσεων. Η συμπάθεια για την αντίσταση που πρόβαλαν οι Έλληνες ήταν μεγάλη και εκφραζόταν δημοσίως στους δρόμους, ειδικότερα στη σερβική κοινότητα, ενώ παράλληλα τα αισθήματα κατά του Άξονα εκφράζονταν ανοιχτά. Από την άλλη, εξαιτίας της δύσκολης θέσης που βρισκόταν η εξωτερική πολιτική, η πολιτική ηγεσία δίστασε να υποστηρίξει ανοιχτά την Ελλάδα. Μόλις πρόσφατα είχε περιέλθει κάποια σχετική ηρεμία με τη Σερβοκροατική Συμφωνία, η οποία παραχωρούσε ευρεία αυτονομία στην Κροατία. Η κατάσταση αυτή ώθησε την κυβέρνηση του Βελιγραδίου και τον αντιβασιλέα Παύλο να αρχίσει μια επικίνδυνη πολιτική ισορροπίας, σε καθεστώς πιέσεων και απαιτήσεων των αντιμαχόμενων μερών.
Η επίθεση κατά της Ελλάδας την 28η Οκτωβρίου 1940 προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο Βελιγράδι και επιδείνωσε τον φόβο εξάπλωσης του πολέμου. Η ενέργεια αυτή του Μουσολίνι αιφνιδίασε τον Χίτλερ και δεν βόλευε τα τρέχοντα γερμανικά σχέδια. Στην αρχή της κρίσης το Βερολίνο χρησιμοποίησε τις επιρροές του, για να εμποδίσει ανάμιξη γειτονικών κρατών και να περιορίσει τη σύγκρουση. ήδη από τις 29 Οκτωβρίου οι διπλωματικές πιέσεις οδήγησαν στη δήλωση της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης ότι δεν θα αναμιγνυόταν στη σύγκρουση και ότι θα παρέμενε ουδέτερη.
Πιθανή ιταλική νίκη θα σήμαινε ότι η Γιουγκοσλαβία θα περικυκλωνόταν από εχθρικές χώρες. Η βρετανική υπόσχεση, ότι θα βοήθησε την Ελλάδα, αναπτέρωσε τις ελπίδες στη Βελιγράδι ότι η ιταλική πίεση θα σταματήσει πριν απειλήσει τη Θεσσαλονίκη. Στις 30 Οκτωβρίου η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση πληροφόρησε το Βερολίνο ότι πιθανή είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο, στο πλευρό της Ιταλίας, θα προκαλούσε αντίδραση του γιουγκοσλαβικού στρατού πράγμα που αποτελούσε διόρθωση της στάσης ουδετερότητας. Υπό την πίεση της Γερμανίας, η βουλγαρική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα παραμείνει ουδέτερη στη σύγκρουση αυτή.
Στις 30 Οκτωβρίου ο Γιουγκοσλάβος υπουργός Εξωτερικών διαβεβαίωσε τους Έλληνες κα Βρετανούς απεσταλμένους ότι η Γιουγκοσλαβία δεν θα επιτρέψει το πέρασμα των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων από το έδαφος της χώρας. Η βρετανική εκτίμηση για για πιθανή βοήθεια στην Ελλάδα ήταν ότι θα περιοριζόταν σε «καλοπροαίρετη ουδετερότητα» και απόρριψη των απαιτήσεων του Άξονα που θα απειλούσαν την εθνική κυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας.
Για να προλάβει πιθανή γιουγκοσλαβική δράση στην Ελλάδα και για να δοκιμάσει την ετοιμότητα του Βελιγραδίου ο Μουσολίνι διέταξε βομβαρδισμό της πόλης Μπίτολα (Μοναστήρι) στις 5 Νοεμβρίου. Αυτή η σοβαρή παραβίαση της γιουγκοσλαβικής κυριαρχίας δεν προκάλεσε καμιά ουσιαστική αντίδραση.
Οι αρχικές στρατιωτικές επιτυχίες της Ελλάδας δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν την πεποίθηση ότι, ανεξάρτητα από τη βοήθεια των Βρετανών, η Ελλάδα ούτως ή άλλως θα υποταχθεί. Ο Βρετανός βασιλιάς Γεώργιος Στ’, απευθυνόμενος στον πρίγκιπα Παύλο στις 15 Νοεμβρίου, διαβίβασε τη θέση της βρετανικής κυβέρνησης, ότι κατανοούσε την επιδείνωση της γιουγκοσλαβικής θέση, μετά την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας κα συνέστησε στενότερη συνεργασία με Ελλάδα και Τουρκία. Ισχυρίστηκε ότι η δυνατότητα αποστολής στρατιωτικής βοήθειας ήταν μόνο θέμα χρόνου, πράγμα που δεν φαινόταν ιδιαίτερα πειστικό για να ενθαρρύνει τους Γιουγκοσλάβους. Η ελληνική κυβέρνηση έλαβε διαβεβαιώσεις από το Βελιγράδι ότι να οι Ιταλοί απειλούσαν τη Θεσσαλονίκη -ακόμη και χωρίς παραβίαση του Γιουγκοσλαβικού εδάφους- η Γιουγκοσλαβία θα ήταν υποχρεωμένη να προβάλει αντίσταση.
Στο τέλος του 1940 ο Άξονας ενέτεινε τις πιέσεις στην Γιουγκοσλαβία να μπει στο Τριμερές Σύμφωνο. Η δυσμενής εξέλιξη στο ζήτημα της βρετανικής βοήθειας συνδυάστηκε με περαιτέρω επιδείνωση της γιουγκοσλαβικής θέσης, όταν η Ουγγαρία, η Ρουμανία και λίγο αργότερα η Βουλγαρία μπήκαν στο Τριμερές Σύμφωνο. Το γεγονός αυτό έριξε το ηθικό τους κι συνέβαλε στην εξασθένιση της στάσης απέναντι στις γερμανικές πιέσεις.
Από την άλλη ο Μεταξάς και ο στρατηγός Παπάγος τόνιζαν πολλές φορές ότι αν η Γιουγκοσλαβία έπαιρνε το μέρος της Ελλάδας, ως ενεργός σύμμαχος, ακόμη και σε περιορισμένο βαθμό, θα ήταν γεγονός μεγάλης σημασίας για την τελική ήττα της Ιταλίας.
Τελικά στα μέσα Μαρτίου του 1941 η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υποχώρησε στις γερμανικές πιέσεις. Οι αλλεπάλληλες βρετανικές εκκλήσεις για επίθεση των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων εναντίον της Ιταλίας στη βόρεια Αλβανία για να βοηθήσουν την Ελλάδα, και η δέσμευση της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης ότι θα θεωρήσει γερμανική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης ως επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας, τώρα ήταν άσκοπες.
Στις 25 Μαρτίου 1941 υπογράφτηκε συμφωνία στη Βιέννη από την Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία η οποία περιελάμβανε τους εξής γιουγκοσλαβικούς όρους: ότι ο γερμανικός στρατός δεν θα περάσει μέσα από τη Γιουγκοσλαβία, ο γιουγκοσλαβικός σιδηρόδρομος δεν θα χρησιμοποιηθεί από για τη μεταφορά γερμανικών στρατευμάτων, ότι η συμφωνία δεν περιέχει στρατιωτικές δεσμεύσεις και ότι εγγυάται την γιουγκοσλαβική ακεραιότητα. Ένας κρυφός όρος αναφερόταν στη Θεσσαλονίκη. Η Γερμανία δέχτηκε ότι η συμφωνία για είσοδο στο Τριμερές Σύμφωνο περιέχει την υπόσχεση ότι κατά τον μεταπολεμικό καθορισμό των συνόρων στα Βαλκάνια, η Γιουγκοσλαβία θα αποκτήσει «εδαφική πρόσβαση στο Αιγαίο» και θα ελέγχει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Στις 27 Μαρτίου το στρατιωτικό πραξικόπημα που οργανώθηκε από φιλοβρετανούς αξιωματικούς και η έκρηξη της λαϊκής εξέγερσης κατά του Άξονα, κυρίως στις σερβικές περιοχές, ανέτρεψε την κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση αντί, όμως, να ακυρώσει την συμφωνία με τη Γερμανία και να βοηθήσει την Ελλάδα, κάτι που και οι ίδιοι οι Βρετανοί περίμεναν, προσπάθησε να πείσει το Βερολίνο ότι θα σεβαστεί τη συμφωνία τςη 25ης Μαρτίου αλλά αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν ήταν αρκετές για τον Γερμανό δικτάτορα.
Η οργή του για την «σερβική προδοσία» ξέσπασε πάνω στη Γιουγκοσλαβία. στις 6 Απριλίου 1942, την ίδια μέρα που άρχισε η επίθεση κατά της Ελλάδας. Ο βομβαρδισμός του Βελιγραδίου και άλλων σερβικών πόλεων, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, που συνοδεύτηκε από μια επίθεση από όλα τα μέσα του πεζικού του Άξονα, ήταν η εισαγωγή στην τριετή οδύνη της διχόνοιας, της κατοχής και της καταστροφής των δύο κρατών.
[…] Η Γιουγκοσλαβία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο 30 Οκτωβρίου 2020 […]