Η γενιά του Μίνωα ξεκινά απευθείας από τον Δία. Η Ευρώπη, ηρωίδα της Κρήτης, γενεαλογούμενη ως κόρη του βασιλιά της Τύρου ή της Σιδώνας Αγήνορα ή του γιου του Φοίνικα αδελφή του ιδρυτή της Θήβας, Κάδμου, ερωμένη του Δία, σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Αστερίου ή Αστερίωνα, με την ένωση της με τον Δία, απέκτησε τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα.
Η γενιά του Μίνωα
Μητέρα του Μίνωα
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, τον Διόδωρο τον Σικελιώτη κ.α., η Ευρώπη παίζοντας με τις φίλες της σε ανθισμένο αγρό κοντά στο πατρικό της σπίτι,ς τις ακτές της Φοινίκης. Όταν είδε τον λευκό ταύρο πήδηξε πάνω στη ράχη του. Ο ταύρος, που ήταν ο Δίας μεταμορφωμένος, την μετέφερε στην Κρήτη. Η Ευρώπη ενώθηκε με τον Δία στην Γόρτυνα κάτω από ένα πλατάνι, που, σύμφωνα με την παράδοση, από τότε δεν έχασε ποτέ το φύλλωμα του. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο ιερός γάμος έγινε στο Δικταίον άντρον, όπου οι Ώρες είχαν στρώσει το νυφικό κρεβάτι.
Η Ευρώπη δέχτηκε από τον θεϊκό εραστή της ως δώρο τον Τάλω, ένα χάλκινο γίγαντα, που προστάτευε την Κρήτη, έναν χρυσό σκύλο, που δεν του ξέφευγε κανένα θήραμα και μια φαρέτρα με βέλη, που ποτέ δεν αστοχούσαν.
Αφού έφερε στον κόσμο τα παιδιά της, Μίνωα, Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα, η Ευρώπη με τη φροντίδα του Δία παντρεύτηκε τον βασιλιά Αστέριο ή Αστερίωνα που η γενιά του κρατούσε από τον Δευκαλίωνα, πατέρα του Έλληνα και γενάρχη των Ελλήνων, και που καθώς ήταν άτεκνος δέχτηκε να υιοθετήσει τα παιδιά της Ευρώπης και να τους κληροδοτήσει το βασίλειο του.
Όταν πέθανε η Ευρώπη τιμήθηκε από θεούς και ανθρώπους, λατρεύτηκε με το όνομα Ελλωτίς ή Ελλωτία και στο άγαλμά της έπλεκαν στεφάνια γύρω από τους μηρούς της. Από αυτήν έλεγαν ότι πήρε το όνομα της η ευρωπαϊκή ήπειρος που ήταν Ωκεανίδα όπως και η Ασία.
Η Ευρώπη και οι γυναίκες της μυθολογούμενης γενιάς της ή έχουν ονόματα που παραπέμπουν στην Σελήνη: Ευρώπη, δηλαδή πλατυμέτωπη, Τηλεφάεσσα, δηλαδή που φέγγει από μακριά, η μητέρα της, Πασιφάη, που φέγγει σε όλους, η νύφη της, Φαίδρα, η εγγονή της, Αερόπη, η δισεγγονή της. Ακόμα και το λατρευτικό της όνομα Ελλωτίς ή Ελλωτία, αν και το εξηγούν από τα φοινικικά ως παρθένος, ίσως δεν είναι άσχετο με το Σέλας και τη Σελήνη. Αυτή η ερμηνεία κερδίζει περισσότερη σημασία, όταν ληφθεί υπόψιν ότι οι υπόλοιπες μεγάλες ηρωίδες του κρητικού μύθου, δηλαδή η Αριάδνη και η Βριτόμαρτυς ή Δίκτυννα, έχουν ονόματα από το λατρευτικό κύκλο της Άρτεμης, δηλαδή αναφέρονται στη Σελήνη.
Όλα αυτά τα πρόσωπα και τα ονόματα είναι προσδιορισμένα από τη λατρεία της φοινικικής Αστάρτης, που εξελίχθηκε στην ελληνική Άρτεμη. Ακόμα και η μυθολογούμενη μεταφορά της Ευρώπης από την Τύρο ή την Σιδώνα στην Κρήτη, υποδηλώνει το δρόμο που ακολούθησε η διάδοση της λατρείας της Αστάρτης. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι στα ιστορικά χρόνια η Ευρώπη-Αστάρτη λατρευόταν και είχε ιδιαίτερο ναό στη Σιδώνα.
Όπως η Ιώ στην Αργολίδα, έτσι και η Ευρώπη στην Κρήτη εκτός από τα γνωρίσματα της σεληνιακής θεάς, έχει και γνωρίσματα χθόνιας θεάς σε κάποια σχέση με τη βλάστηση και τη γονιμότητα, πράγματα τα οποία αναφέρονται στο στεφάνωμα των μηρών του λατρευτικού αγάλματος της, η μυθολογούμενη απαγωγή της, αντίστοιχη στην αρπαγή της Περσεφόνης. Και η ένωση της ηρωίδας, στον τύπου του ιερού γάμου του Ουρανού και της Γης, στη Γόρτυνα κάτω από το πλατάνι, που δεν χάνει ποτέ το φύλλωμα του, και κοντά στον ποταμό Ληθαίο που συνδέεται με τον Κάτω Κόσμο ή στο Δικταίον άντρον, αρχαιότερον τόπο λατρείας, με τελετουργίες για την πρόκληση βροχής.
Ο Μίνωας
Ο Μίνωας ήταν βασιλιάς της Κρήτης, χαρακτηριζόμενος ως βασιλεύτατος των βασιλέων και γενεαλογούμενος ως γιος του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Ραδάμανθυ και του Σαρπηδόνα, άνδρας της Πασιφάης ή Κρήτης πατέρας της Ακάλλης, της Αριάδνης, της Φαίδρας, του Ανδρόγεω, του Γλαύκου, του Δευκαλίωνα και του Κατρέα, παππούς του Ιδομενέα, του Κύδωνα, του Μίλητου, του Νάξου, προπάππους του Αγαμέμνονα και του Μενελάου από τη γενιά της μητέρας τους.
Ο Μίνωας είχε ανατραφεί και μορφωθεί με την προσωπική φροντίδα του θεϊκού πατέρα του, ο οποίος τον παρέλαβε από 9 ετών παιδί και για 9 χρόνια τον δίδασκε την τέχνη να κυβερνά τους ανθρώπους, πριν ο ίδιος τον ορίσει βασιλιά όλης της Κρήτης. Σύμφωνα με την παράδοση ο Μίνως κατόρθωσε να ενώσει τις εκατό ή και περισσότερες πόλεις της Κρήτης σε μια μεγάλη δύναμη που επιβλήθηκε μέσα και έξω από το νησί, κατήργησε την πειρατεία, απώθησε πέρα από την περιοχή του Αιγαίου τους βαρβάρους και εποίκισε πολλά νησιά και παράλια της ανατολικής Μεσογείου. Για να κυβερνά εύκολα αυτή τη μεγάλη επικράτεια ο Μίνως χώρισε την Κρήτη σε τρεις περιφέρειες: η πρώτη έβλεπε τη Ασία και είχε κέντρο την Κνωσό, η δεύτερη έβλεπε προς την Αφρική και είχε κέντρο την Φαιστό και η τρίτη έβλεπε στη Δύση και είχε κέντρο την Κυδωνία.
Αντιπρόσωπο του στη διοίκηση ο Μίνως είχε ορίσει τον Ραδάμανθυ, κυρίως για να επιβλέπει την εφαρμογή του νόμου και να δικάζει τις υποθέσεις μέσα στην πρωτεύουσα, ενώ την απονομή της δικαιοσύνης στην ύπαιθρο την είχε αναθέσει στον Τάλω, τον χάλκινο γίγαντα, που με τις χάλκινες πλάτες του νόμου στους ώμους του έφερνε γύρω από την Μεγαλόνησο και έδειχνε στους υπηκόους του Μίνωα το σωστό και το δίκαιο. Στην εποχή του Μίνωα τα ήθη εξημερώθηκαν και οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά και πλούσια, οι πόλεις μεγάλωσαν, ο τέχνες και οι γνώσεις αναπτύχθηκαν.
Πολύ γνωστή είναι η παράδοση ότι ο Μίνως, εξαιτίας της δολοφονίας του γιου του Ανδρόγεω, για την οποία θεωρήθηκαν υπεύθυνοι οι άρχοντες στην Αττικής και της Μεγαρίδας, κατέστρεψε τα Μέγαρα και, ύστερα από μακρά πολιορκία, υποχρέωσε τους Αθηναίους να του πληρώσουν το λεγόμενο φόρο του αίματος, δηλαδή να δίνουν κάθε εννέα χρόνια 7 εννιάχρονα αγόρια και 7 κορίτσια ως τροφή για τον Μινώταυρο, ένα τέρας με σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου, που ο Μίνως διατηρούσε στον Λαβύρινθο.
Το τέλος του Μίνωα έχει συνδεθεί με τις παραδόσεις που συνδέονται με τον Δαίδαλο. Ο Μίνως καταδιώκοντας τον Αθηναίο καλλιτέχνη, που είχε φυλακιστεί και και δραπετεύσει από την Κρήτη, έφτασε στην Σικελία, και φιλοξενούμενος του βασιλιά Κώκαλου, δολοφονήθηκε μέσα στο λουτρό από τις κόρες του οικοδεσπότη και με πρωτοβουλία του Δαίδαλου. Ο Μίνως ενταφιάστηκε στον τόπο που πέθανε και πάνω στον τάφο του χρίστηκε ναός της Αφροδίτης. Όταν αργότερα χτιζόταν ο Ακράγας τα οστά του διακομίστηκαν στην Κρήτη. Τα πληρώματα του στόλου του Μίνωα έμειναν στην Σικελία και ίδρυσαν αποικίες.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Μίνως μετά τον θάνατό του με τη δικαιοσύνη του ως βασιλιάς αξιώθηκε να γίνει αρχιδικαστής των νεκρών στον Άδη, περιστοιχιζόμενος από τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό.
Η μορφή του Μίνωα, αρχικά προσδιορισμένη από τον κρητικό τύπο λατρείας του Δία, στην εξέλιξη της μέσα στον μύθο αποκτά τα γνωρίσματα που της προδίδει το αυστηρά πατριαρχικό πρότυπο και τελικά παρουσιάζει συγχωνευμένα τα προελληνικά και δωρικά στοιχεία. Η δραστηριότητα του ηγεμόνα νομοθέτη. Και συνάμα αρχιδικαστή έχει κάτι το πρωταρχικό, ενώ η διάκριση των εξουσιών, που προϋποθέτει η εκδοχή με την ανάθεση του νομοθετικού έργου του Ραδάμανθυ, είναι απίθανη για την προϊστορία και εξηγείται μόνο από την τάση να βρεθεί δίπλα στο Μίνωα για μια μορφή ομοειδή, όπως ο μυθολογούμενος αδελφός του. Όσο για τη θέση του κριτή των νεκρών αυτή είναι σύμφωνε με την παροιμιώδη δικαιοσύνη του Μίνωα και με την ιδιότητα του πατέρα του Δία που στον κρητικό μύθο της Ευρώπης ενεργεί και ως θεός του Κάτω Κόσμου.
Το άδοξο τέλος του Μίνωα διδάσκει στο μύθο ότι το κακό που δεν μπορεί να κάνει στον ήρωα ο αντάξιος αντίπαλος του, το πετυχαίνει ο πονηρός με βοήθεια τα γυναικεία χέρια. Στην περίπτωση του Μίνωα στη σχέση του με τον Δαίδαλο συνυπάρχει και η βούληση του μύθου να εξαρθεί η πνευματική δύναμη ψηλότερα από τη δύναμη της εξουσίας. Ειδικότερα η θανάτωση του ηγεμόνα μέσα στο λουτρό και με γυναικεία χέρια είναι πολύ κοντά στη θανάτωση του Αγαμέμνονα και έτσι μπορεί να συνδέεται με τον τύπο την θυσία του βασιλικού συζύγου με τη λήξη της χρονικά προκαθορισμένης εξουσίας του. Με το τέλος του θαλασσοκράτορα μακριά από την έδρα του, καθαυτό όχι απίθανο, συνδέθηκαν μεταγενέστερα τοπικές παραδόσεις για μινωικούς εποικισμούς στη Σικελία.
Αδέλφια του Μίνωα
Ραδάμανθυς: Ο Ραδάμανθυς ήταν ήρωας της Κρήτης, που έγινε παροιμιώδης για την αφοσίωση του στην ιδέα της δικαίου. Μυθολογήθηκε ως νομοθέτης δικαστής, οικιστής και διοικητής ή αντιπρόσωπος του Μίνωα στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και σε μινωικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Γενεαλογήθηκε ως δισέγγονος του Κρήτα, επώνυμου ήρωα της Κρήτης, εγγονός του Τάλω, γιος του Φαιστού και πατέρας του Γόρτυνα ή γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα.
Ο Δίας του έδωσε σύντροφο την Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή στην Ωκαλέα της Βοιωτίας ή στα νησιά των Μακάρων, και ότι τον όρισε δικαστή στον Κάτω Κόσμο, πάλι στον Αιακό και τον Μίνωα.
Στον Ραδάμανθυ η παράδοση αποδίδει τις εξής αρχές δικαίου: 1) Αν αμυνόμενος χτυπήσεις αυτόν που επιχειρεί να σου κάνει κακό είσαι αθώος, 2) Να υποστείς ο ίδιος το κακό που έκανες σε άλλον, 3) Να μην ορκίζεσαι για ασήμαντα πράγματα.
Στην παραλλαγή που συνδέει τον Ραδάμανθυ με την μακρινή εποχή της Κρήτης με τους γενάρχες της βρίσκονται στα ίχνη του μύθου στην αρχική του μορφή, που φαίνεται ανεξάρτητη τόσο από το μύθο του Μίνωα όσο και από τον μύθο της Ευρώπης. Σε αυτήν την παραλλαγή ο Ραδάμανθυς προβάλλεται σαν πρώτος φορέας πολιτισμού, αντίστοιχος του Φορωνέα στο Άργος και του Κάδμου στη Θήβα.
Ότι πρόκειται για παλαιό χθόνιο θεό διαφαίνεται από το ζευγάρωμα του στον Κάτω Κόσμο με την Αλκμήνη, από το αξίωμα του δικαστή των νεκρών και με την ευνοούμενη στην Οδύσσεια σχέση του με τον Τιτυό, γιο της Γαίας. Από την ιδιαίτερα στενή σχέση του Ραδάμανθυ ως πρώτου φορέα πολιτισμού με μια πρώτη μορφή δικαίου γεννήθηκε η ανάγκη να συνδεθεί το πρόσωπο του με το Μίνωα, που είχε επιβληθεί στην κοινή συνείδηση σαν μεγάλος νομοθέτης και κυβερνήτης. Έτσι ο Ραδάμανθυς έγινε αδελφός του πιο φημισμένου βασιλιά της Κρήτης.
Για να συνδεθεί και με το περίφημο δίκαιο της Γόρτυνας, ο Ραδάμανθυς αναγνωρίστηκε και σαν πατέρας το Γόρτυνα. Τα γνωρίσματα της μορφής του Ραδάμανθυ σαν φορέα πολιτισμού, δικαστή και νομοθέτη ήταν επίσης πρόσφορα, για να μνημειωθεί η εποικιστική δραστηριότητα των Μινωιτών στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια.
Σαρπηδών: Ο Σαρπηδών αναφέρεται ως βασιλιάς της Λυκίας, γνωστός από την Ιλιάδα ως σύμμαχος των Τρώων και κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Γενεαλογήθηκε ως γιος του Δία από την ένωση του με την Ευρώπη οπότε μυθολογήθηκε ως αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ. Ο Σαρπηδών ύστερα από ρήξη με τον Μίνωα, εγκατέλειψε την Κρήτη και εγκαταστάθηκε στη Λυκία. Στην Ιλιάδα περιγράφεται η αριστεία του κατά την επίθεση των Τρώων στον ελληνικό ναύσταθμο και ο θάνατό τους από το χέρι του Πάτροκλου. Επίσης στην Ιλιάδα περιγράφεται η μεταφορά του από τον Ύπνο και τον Θάνατο στην επικράτειά του, σύμφωνα με τη φροντίδα του ουράνιου πατέρα του.
Γιοι του Μίνωα
Ανδρόγεως: Ο Ανδρόγεως ήταν ήρωας της Κρήτης, μυθολογούμενος ως γιος του Μίνωα και της Πασιφάης. Πρωταθλητής, κατά την αθηναϊκή παράδοση, σε αγώνες στα πρώτα Παναθήναια, δολοφονήθηκε από τους αντιπάλους του ή έπεσε θύμα συνωμοσίας εναντίον της μινωικής κυριαρχίας ή σκοτώθηκε παλεύοντας με τον ταύρο στον Μαραθώνα.
Ο θάνατός του παρουσιάζεται ως αιτία για εκστρατεία του πατέρα του Μίνωα στην Μεγαρίδα και την Αττική, που κατέληξε σε καταστροφή των Μεγάρων και ήττα των Αθηναίων γεγονός που επέβαλε φόρο αίματος στους Αθηναίους, δηλαδή να στέλνουν 7 εννιάχρονα αγόρια και κορίτσια στην Κρήτη ως τροφή για τον Μινώταυρο. Από τον φόρο αυτό απάλλαξε τους Αθηναίους ο Θησέας.
Γλαύκος: Ο Γλαύκος ήταν ήρωας της Κρήτης, μυθολογούμενος γιος του Μίνωα και της Πασιφάης και αδελφός του Ανδρόγεω. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Γλαύκος, όταν ήταν μικρός, παίζοντας, έπεσε μέσα σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πνίγηκε χωρίς να τον δει κανείς. Οι γονείς του ρώτησαν το μαντείο, και οι Κουρήτες ή ο Απόλλων απάντησαν ότι το παιδί θα το βρει όποιος κάνει την καλύτερη παρομοίωση για ένα τρίχρωμο βόδι, που υπάρχει στο βασιλικό κοπάδι.
Τότε ο μάντης Πολύειδος παρομοίως το βόδι με το βατόμουρο, που άγουρο είναι λευκό, στη συνέχεια γίνεται κόκκινο και όταν ωριμάσει γίνεται μαύρο. Αυτός ανακάλυψε τον Γλαύκο παρατηρώντας ένα θαλασσαετό, που έφερνε γύρους όχι πάνω από τη θάλασσα, αλλά πάνω από τη στεριά ή μια κουκουβάγια που κυνηγούσε ένα μελίσσι.
Ύστερα ανάστησε το νεκρό Γλαύκο, αφού ανακάλυψε κάποιο βότανο. Σύμφωνα με την παραλλαγή του μύθου τον Γλαύκο ανάστησε ο Ασκληπιός. Μετά την Ανάσταση του, ο Γλαύκος διδάχτηκε την μαντική τέχνη από τον Πολύειδο, αλλά ο μάντης, φεύγοντας από την Κρήτη, έφτυσε στο στόμα του Γλαύκου, κάνοντάς τον να ξεχάσει όλα όσα είχε μάθει.
Στον μύθο του Γλαύκου τα έντονα γνωρίσματα του παραμυθιού είναι συνδυασμένα με στοιχεία από κάποια μύηση σε μινωική λατρεία. Συγκεκριμένα θεολογείται η βλάστηση στον ετήσιο κύκλο της. Έτσι ο νεαρός πρίγκιπας ενσαρκώνει το νεαρό βλαστό, ενώ ο θάνατος και η ανάστασή του αισθητοποιούν τη διαδικασία από τον μαρασμό και την εξαφάνιση του βλαστού ως την αναγέννηση και την επιστροφή του πάνω στη γη.
Τα τρία χρώματα που αλλάζει το μούρο ή το βόδι, όπως και στον αργολικό μύθο της αγελαδόμορφης Ιώς, αναφέρεται στις φάσεις αυτού του κύκλου της ζωής, συνδυασμένες με τις φάσεις της σελήνης και μαζί υποδηλώνουν τα στάδια στη μύηση του πιστού. Το βόδι, η μουριά και το φίδι είναι σύμβολα της μινωικής λατρείας.
Το πιθάρι με το μέλι που έπεσε ο Γλαύκος προϋποθέτει το έθιμο της ταφής των νεκρών μέσα σε πιθάρια κατά τη μινωική εποχή, πράγμα που έχει διαπιστωθεί και ανασκαφικά. Η ταρίχευση του νεκρού σε μέλι είναι γνωστή και από άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου. Όλα τα στοιχεία της περιγραφής είναι προσεκτικά επιλεγμένα, για να αναφέρονται στο θάνατο και την ανάσταση, δηλαδή στη θεολογία του μύθου του Γλαύκου.
Όταν η θεολογία του μινωικού μύθου δεν ήταν πια κατανοητή, αναζητήθηκαν ορθολογικές ερμηνείες. Ήδη στην αρχαιότητα δόθηκε η εξήγηση ότι δεν πρόκειται για θάνατο του μικρού, αλλά για το λίγωμα του από το μέλι, και ότι το μαγικό βότανο ήταν αντίδοτο για το λίγωμα. Στην αρχική μορφή του μύθου ο χρησμός πρέπει να δόθηκε στον Μίνωα, όχι από τον Απόλλωνα, αλλά από τους Κουρήτες, που ήταν χθόνιοι δαίμονες της Κρήτης. Η σύνδεση του Απόλλωνα, όπως και του γιου του Ασκληπιού, είναι κατοπινή. Του Ασκληπιού ως θεού τς ιατρικής δικαιολογείται από την ικανότητα του να ανασταίνει νεκρούς, και του Απόλλωνα από το ότι αυτός, κατά την επίσημη Ολυμπιακή λατρεία, εποπτεύει τα πράγματα που αναφέρονται στη μαντική.
Δευκαλίων: Με το όνομα Δευκαλίων αναφέρεται, εκτός από τον ήρωα των ελληνικών παραδόσεων περί κατακλυσμού, εντοπιζόμενος στη Θεσσαλία και γενεαλογούμενος ως γιος του Προμηθέα και της Πανδώρας, σύζυγος της Πύρρας κιαι πατέρας του Έλληνα, του Αμφικτύονα, της Πρωτογένειας και άλλων γεναρχικών μορφών της ελληνικής φυλής, και ο ήρωας της Κρήτης, γιος και διάδοχος του Μίνωα και της Πασιφάης και πατέρας του Ιδομενέα, που οδήγησε τους Κρητικούς στον Τρωικό πόλεμο. Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στη Αργοναυτική εκστρατεία. Όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του στην εξουσία αποκατέστησε τις καλές σχέσεις με της Κρήτης με την Αθήνα, επισφραγίζοντας την ειρήνη με τον γάμο της αδελφής του Φαίδρας με τον Θησέα.
Κατρεύς: Σύμφωνα με την κρητική παράδοση, ο Κατρεύς ήταν βασιλιάς της Κρήτης, γιος του Μίνωα και της Πασιφάης. Σύμφωνα με τη αρκαδική παράδοση ο Κατρεύς ήταν εγγονός του Λυκάονα, γιος του Τεγεάτη και πατέρας του Αλθαιμένη, της Απημοσύνης, της Αερόπης και τς Κλυμένης.
Κόρες του Μίνωα
Αριάδνη: Η Αριάδνη ήταν μινωική θεά της βλάστησης, μυθολογούμενη ως κόρη του Μίνωα και τς Πασιφάης, αδελφή της Φαίδρας, ερωμένη του Θησέα, σύζυγος του Διονύσου και μητέρα των Ευάνθη, Στάφυλου, Οινοπίονα, Θόαντα, Ταυρόπολη και Λάτραμη.
Σύμφωνα με τις αθηναϊκές παραδόσεις, η Αριάδνη βοήθησε τον Θησέα να εξοντώσει τον Μινώταυρο και και έτσι να σώσει την πατρίδα του από την υποτέλειας την Κρήτη. Για να το πετύχει τον εφοδίασε με ένα κουβάρι νήμα που την άκρη του (μίτος της Αριάδνης) ο Θησέας την έδεσε στην είσοδο του λαβύρινθου, όπου ζούσε ο Μινώταυρος, και έτσι κατάφερε και βγήκε σώος από αυτόν, ύστερα από το κατόρθωμά του.
Η Αριάδνη ακολούθησε τον Θησέα στην φυγή του από την Κρήτη και ενώθηκε μαζί του, όταν το πλοίο τους προσορμίστηκε στο νησί του Δία, αυτό που αργότερα ονομάστηκε Νάξος. Από αυτήν την ένωση, σύμφωνα με τις παραλλαγές του μύθου γεννήθηκαν ο Στάφυλος και ο Οινοπίων ή ο Ακάμας και ο Δημοφών, που γενικότερα θεωρούνται γιοι του Θησέα από την ένωση του με τη Φαίδρα.
Η Αριάδνη την ίδια βραδιά έχασε τον Θησέα και δεν το είδε ξανά. Γι’ αυτό το γεγονός έλεγαν ότι ο Θησέας είχε στον νου του την Αίγλη, την κόρη του Πανοπέα στην Αθήνα ή ΄τι εμφανίστηκε στον ύπνο του η Αθηνά και τον πρόσταξε να αφήσει την Αριάδνη και να επίτρεψε αμέσως στην πατρίδα του ή ότι εμφανίστηκε ο Διόνυσος και τον απείλησε με συμφορές αν δεν άφηνε την Αριάδνη, ή ότι παρουσιάστηκε ο ίδιος ο θεός και του την πήρε.
Για την Αριάδνη μετά την εγκατάλειψη της υπάρχουν πολλές εκδοχές: 1) Κρεμάστηκε από τη λύπη της ή τη σκότωσε η Άρτεμης, επειδή δεν φύλαξε την αγνότητα της, ή επειδή η ένωση της με τον Θησέα έγινε σε τόπο ιερό. 2) Ο Διόνυσος και η Άρτεμης τη ζευγάρωσαν στη Νάξο με τον Οίναρο, ιερέα του Διονύσου. 3) όταν η Αριάδνη έκλαιγε απαρηγόρητη για την εγκατάλειψη της, εμφανίστηκε η Αφροδίτη, της έδωσε θάρρος τη βεβαίωσε ότι θα αξιωθεί να γίνει γυναίκα του Διονύσου και ότι θα δοξαστεί.
Από όλες τις εκδοχές μεγαλύτερη διάδοση έχει η τελευταία που δείχνει την Αριάδνη σύζυγο του Διονύσου. Σύμφωνα με αυτήν τη εκδοχή ο θεός παρουσιάστηκε στην Αριάδνη με καλοσύνη και αγάπη και ενώθηκε μαζί της, αφού της προσέφερε ένα ολόχρυσο στεφάνι, που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, τόσο λαμπρό που οι θεοί το έβαλαν αργότερα στον ουρανό και το έκανα αστερισμό (Στέφανος).
Για την Αριάδνη και τη σχέση της με τον Διόνυσο παραδίδεται ότι αυτή εγκατέλειψε την Νάξο και εγκαταστάθηκε μαζί του στην Λήμνο, όπου έφερε στον κόσμο τα παιδιά της, και ότι αργότερα αναλήφθηκε μαζί τους στους Ουρανούς. Μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου αναφέρει ότι η Αριάδνη σκοτώθηκε μαζί με τον Διόνυσο από τα βέλη του Περσέα στο Άργος, όπου αργότερα έδειχνα ν τον κοινό τάφο του θεϊκού ζευγαριού.
Όπως η Ευρώπη, η Πασιφάη, η Βριτόμαρτυς, η Δίκτυννα είναι μινωική θεά, που η λατρεία της σκεπάστηκε από νεότερες ομοειδείς λατρείες και η ίδια ξέπεσε σε ηρωίδα ενός μύθου. Στα αρχαία Κρητικά το όνομα της Αριάδνης σημαίνει την «Αριάγνη», δηλαδή την πάναγνη. Παραλλαγές του ονόματος της όπως «Αριγνώτα»και «Αριδήλα»σημαίνουν αυτή που φέγγει σε όλους. Τα γνωρίσματα αυτά της θεάς παραπέμπουν σε Αφροδίτη και Άρτεμη, που ο ρόλος τους στον μύθο της Αριάδνης σημαίνει η μινωική θεά υποκαταστάθηκε στην λατρεία από αυτές τις ολύμπιες θεές.
Η ένωση της Αριάδνης με τον Διόνυσο μνημειώνει διασταυρώσεις από ομοειδείς λατρείες στις Κυκλάδες και στον χώρο του Αιγαίου γενικά. Με τα παιδιά της σημειώνεται η διάδοση της αμπελουργίας, που γεννά την διονυσιακή λατρεία, αλλά και η εποικιστική παράδοση με επώνυμους ήρωες που συνδέοναν με το μινωικό παρελθόν.
Τη βλάστηση, την γονιμότητα και την ανανέωση της ζωής γενικότερα θεολογούν όχι μόνο ο θάνατος της Αριάδνης, αλλά και μαγικές πράξεις, λατρευτικοί χοροί, με προσωπεία ταύρου κλπ. Έτσι ο Μινώταυρος, ο Δαίδαλος, το Λαβύρινθος και ο μίτος, που θυμίζει τον νεότερο χορό «γαϊτανάκι», πρέπει να συνδεθεί με την λατρεία της Αριάδνης, προτού ο μύθος της συναρθρωθεί με τους άθλους του Θησέα και τις ιστορικές σχέσεις της Αθήνας με τη μινωική Κρήτη.
Η Αριάδνη, όπως και η Μήδεια, όταν από θεά ξέπεσε σε ηρωίδα, ο μύθος της προσαρμόστηκε στον παραμυθιακό τύπο της βασιλοπούλας, που βοηθά το παλικάρι να πετύχει τον σκοπό του. Έτσι η Αριάδνη έγινε στο μύθο του Θησέα, για την εκστρατεία του στην Κρήτη, ό,τι και η Μήδεια στο μύθο του Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία. Σε αυτόν τον ρόλο έχουν αποδοθεί και στην Αριάδνη και στην Μήδεια τα ίδια χαρακτηριστικά: 1) Η βασιλοπούλα ερωτεύεται το ξένο παλικάρι και το βοηθά να ξεπεράσει τα εμπόδια και να πετύχει τον σκοπό του. 2) Φεύγει μαζί του κρυφά, προδίδοντας τους δικούς της, 3) Ενέχεται για το φόνο του αδελφού της (Μινώταυρου), 4)Εγκαταλείπεται από το παλικάρι μετά την επιτυχία του σκοπού του. (Οι σχετικές οδηγίες της Αθηνάς στον Θησέα αποτελούν στοιχείο της αθηναϊκής εκδοχής στον μύθο και ερμηνεύουν το ενδιαφέρον των Αθηναίων να απαλλάξουν τον μέγιστο τοπικό τους ήρωα από κάθε ψεγάδι).
Ακάλλη: Η Ακάλλη ήταν ηρωίδα της Κρήτης, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, αδελφή της Αριάδνης και της Φαίδρας, μητέρα ορισμένων επώνυμων ηρώων και οικιστών μινωικών πόλεων, όπως ο Κύδων ο Μίλητος και ο Νάξος, από την ένωση της με τον Απόλλωνα ή τον Ερμή. Ίσως πρόκειται για ξεχασμένη θεά, που η λατρεία της είχε κάποια συγγένεια με τη λατρεία του Απόλλωνα, όπως η λατρεία της Αριάδνης είχε με τη λατρεία του Διονύσου.