Η Β’ Σταυροφορία αποτελεί σημαντικότατο σταθμό στην εξέλιξη του θεσμού, κυρίως από οργανωτική άποψη. Ο πάπας Ευγένιος Γ’ εξαπέλυσε τη βούλλα Quantum Predecessores την 1η Δεκεμβρίου 1145. Πρόκειται για το πρώτο επίσημο παπικό έγγραφο που κήρυσσε Σταυροφορία. Για πρώτη φορά επίσης διακηρύχθηκε επίσημα ότι οι σταυροφόροι θα έπαιρναν ως ανταμοιβή άφεση αμαρτιών και οι ίδιοι με τις οικογένεις τους και οι περιουσίες τους θα περιέρχονταν στην προστασία της Εκκλησίας.
Η Β’ Σταυροφορία ήταν ακόμη σημαντική γιατί ήταν ενδεικτική των αλλαγών που είχαν επέλθει στη δυτική Ευρώπη από το 1095. Για πρώτη φορά, αλλά όχι τελευταία, ηγούνταν της σταυροφορίας βασιλείς, ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας και ο Κορράδος Γ’ της Γερμανίας. Η δύναμη της φεουδαρχικής μοναρχίας στη δυτική Ευρώπη είχε αρχίσει να εκφράζεται πλέον με διάφορους τρόπους ένας από τους οποίους ήταν και η ανάληψη της ηγεσίας της Σταυροφορίας από τους ίδιους τους βασιλείς.
Η Β’ Σταυροφορία πολύ γρήγορα ξεπέρασε τα εδαφικά όρια που είχαν αρχικά προσδιορισθεί και, έλαβε μορφή γενικότερη, δηλαδή επίθεσης της δυτικής χριστιανοσύνης και εναντίον μουσουλμάνων της Ευρώπης και (κυρίως Ισπανίας και Πορτογαλίας) αλλά και εναντίον των ειδωλολατρών Σλάβων της περιοχής ανατολικά του ποταμού Έλβα.
Τα Χριστούγεννα του 1145 ο Λουδοβίκος Ζ’, ο οποίος μάλιστα είχε πληροφορηθεί το περιεχόμενο του πάπα Ευγένιου Γ’, ανήγγειλε στους Γάλλους ευγενείς το σχέδιο του για εκστρατεία στην Ανατολή. Το συμβούλιο των ευγενών, με επικεφαλή τον Suger, ηγούμενο της μονής του Saint Dennis, θεώρησε άσκοπη μια τέτοια εκστρατεία, λόγω και των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα. Τότε ο βασιλιάς προσκάλεσε τον Βερνάρδο του Clairvaux, μια από τις πιο δυναμικές προσωπικότητες του 12ου αιώνα, να εξετάσει το θέμα. Ο Βερνάρδος σε συνεννόηση με τον πάπα άρχισε να κηρύσσει την Σταυροφορία. Αποφασίστηκε ότι η εκστρατεία θα άρχιζε σε ένα χρόνο. Στο μεταξύ στάλθηκαν πρέσβεις στον Ρογήρο της Σικελίας και στον αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Μανουήλ Α’.
Ενώ το αρχικό σχέδιο του πάπα Ευγένιου προέβλεπε τη συμμετοχή μόνο των γαλλικών και ιταλικών στρατευμάτων, ο Βερνάρδος του Clairvaux μετέφερε το κήρυγμα στους Άγγλους, τους Ισπανούς και τέλος στους Γερμανούς, αρχίζοντας από τις πόλεις της Ρηνανίας. Έτσι η Β’ Σταυροφορία πήρε μορφή πανευρωπαϊκή, πολύ ευρύτερη από εκείνη της Α’ Σταυροφορίας.
Οι Γερμανοί ευγενείς οργάνωσαν μεγάλες εκστρατείες εναντίον των Σλάβων που ζούσαν ανατολικά του ποταμού Έλβα και οι επιχειρήσεις αυτές θεωρήθηκαν ισότιμες με την Σταυροφορία στην Ανατολή. Οι πρώτες μάλιστα νίκες των σταυροφόρων σημειώθηκαν στην Πορτογαλία, όπου σταυροφόροι από την Φλάνδρα, τη Νορμανδία, την Φριζία και την Αγγλία, που κατευθύνονταν προς τους Αγίους Τόπους, βοήθησαν τον βασιλιά της Πορτογαλίας να καταλάβει τη Λισαβώνα, η οποία ως τότε βρισκόταν στη κατοχή των μουσουλμάνων. Στην Ισπανία, οι Γενουάτες και ο βασιλιάς Αλφόνσο της Καστίλλης κατέλαβαν διάφορες πόλεις της Καταλονίας.
Το κύριο σώμα των σταυροφόρων αποφάσισε να φτάσει στην Συρία από τη ξηρά, μέσω της Ουγγαρίας και των βυζαντινών εδαφών. Προηγουμένως, ο Λουδοβίκος Ζ’ είχε ζητήσει από τον Μανουήλ Α’, τον Ρογήρο της Σικελαις, τους Γερμανούς και τους Ούγγρους το δικαίωμα να περάσουν τα στρατεύματα μέσα από τις χώρες τους καθώς και το δικαίωμα να αγοράσουν τρόφιμα.
Τον Αύγουστο του 1146 ο Μανουήλ Α’ απαντώντας σε επιστολή του πάπα Ευγένιου Γ’, έγραφε ότι ήταν διατεθειμένος να δώσει άδεια εισόδου και αγορές στους σταυροφόρους. Σε αντάλλαγμα ζητούσε με αρκετή ασάφεια να του αποδώσουν «τα εις τιμήν ταύτης (της βασιλείας του), καθώς εποίησαν και οι προδιελθόντες Φράγκοι, εις τον εν βασιλεύσιν αείδημον πάπον της βασιλείας μου».
Τον Μάρτιο του 1147, σε δεύτερη επιστολή του έθεσε πιο συγκεκριμένους όρους και ζητούσε από τον βασιλιά της Γαλλίας να του υποσχεθεί ότι δεν θα ενεργούσε επιθέσεις εναντίον βυζαντινών εδαφών και ότι θα του επέστρεφε όσα εδάφη ανήκαν στο Βυζάντιο, προτού καταληφθούν από τους Τούρκους. Τέλος, ζητούσε από τον πάπα να μεσολαβήσει ώστε ο Λουδοβίκος Ζ’ να αποδεχθεί αυτούς τους όρους. Οι Γερμανοί και οι Γάλλοι σταυροφόροι συμφώνησαν απλώς να μην επιτεθούν σε βυζαντινά εδάφη, αλλά όχι να αποδώσουν όσες κατακτήσεις αποτελούσαν παλαιές βυζαντινές κτήσεις.
Η Β’ Σταυροφορία, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της βρισκόταν στα χέρια βασιλέων και τη συμμετοχή πολυάριθμων στρατευμάτων, είχε αποτελέσματα όχι μόνο απογοητευτικά αλλά και αρνητικά. Προβλήματα εμφανίστηκαν ήδη στη διάρκεια της πορείας των στρατευμάτων μέσα από τα βυζαντινά εδάφη. Ο Μανουήλ Α’, εν όψει της επικείμενης εκστρατείας, διοργάνωσε βέβαια αγορές για τον ανεφοδιασμό των σταυροφόρων, αλλά φρόντισε και για την ασφάλεια του κράτους: συνέλεξε και όπλισε τον στρατό του, επιθεώρησε και επισκεύασε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και διέταξε μέρος του στρατού να ακολουθεί τους σταυροφόρους με σκοπό να αποτρέψει τυχόν εχθροπραξίες.
Μετά από μια δύσκολη και επίπονη πορεία και ήττες, όπως αυτή των Γερμανών στο Δορύλαιο, την άνοιξη του 1148 οι βασιλείς της Γαλλίας και της Γερμανίας κατάφεραν να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους και κατόπιν, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, παρουσιάστηκαν στο συμβούλιο των ευγενών του βασιλείου των Ιεροσολύμων που συνεδρίαζε στην Άκρα και συζήτησαν σχετικά με τον επόμενο στόχο της Σταυροφορίας. Αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Δαμασκού. Απόφαση διπλά λανθασμένη, γιατί υπέσκαπτε την ήδη υφιστάμενη συνεννόηση Δαμασκού και βασιλείου των Ιεροσολύμων και άμβλυνε την εχθρότητα μεταξύ Δαμασκού και Χαλεπίου. Τελικά, η πολιορκία της Δαμασκού λύθηκε σύντομα. Με την αποτυχία αυτή η Β’ Σταυροφορία διαλύθηκε.
Τα αποτελέσματα της Β’ Σταυροφορίας ήταν καταστρεπτικά. Στη Συρία η συμμαχία των Λατίνων με τον κυβερνήτη της Δαμασκού υπέστη μεγάλο πλήγμα και λίγα χρόνια αργότερα οι κάτοικοι της πόλης την παρέδωσαν στον Νουρ-εντ-Ντιν, κυβερνήτη του Χαλεπίου, ο οποίος έτσι πραγματοποιούσε ένα από τα όνειρα του προκατόχου του, να ενώσει δηλαδή την Δαμασκό με το Χαλέπι.
Στη δυτική Ευρώπη η αποτυχία προκάλεσε απογοήτευση και αποστροφή προς ανάλογες εκστρατείες. Τέλος, η Σταυροφορία επέτεινε την ένταση ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα και μετά την επίθεση του Ρογήρου της Σικελίας στο Βυζάντιο και στη σύναψη ειρήνης του Μανουήλ Α’ με τον σουλτάνο του Ικονίου, που θεωρήθηκε προδοτική από τους Γάλλους. Η Β’ Σταυροφορία, ενώ από πολιτική άποψη είχε μηδαμινά αποτελέσματα, στον ιδεολογικό τομέα είχε σοβαρές και αρνητικές επιπτώσεις.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους