Η Β’ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος

Η Β’ Εθνική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 29 Μαρτίου 1823 στο Άστρος Κυνουρίας. Πρόεδρος του σώματος εκλέχθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος και αρχιγραμματέας ο Θ. Νέγρης. Φρούραρχος ορίσθηκε ο Παναγιώτης Γιατράκος. Τη δεύτερη μέρα έφθασαν εκεί κοντά στα Μελιγγίτικα Καλύβια «εξ ανάγκης» ο Κολοκοτρώνης με όλους, όσοι τον ακολουθούσαν και 800 στρατιώτες, με την ελπίδα να επηρεάσουν την πορεία των εργασιών της συνέλευσης.

Η Β' Εθνική Συνέλευση στο Άστρος
Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο πανίσχυρος πρόκριτος της Ύδρας. Δεν ανέλαβε κανένα αξίωμα, αλλά ασκούσε επιρροή στο βουλευτικό, καθώς από αυτόν εξαρτιόταν η κίνηση του στόλου για τον Αγώνα.

Από την πρώτη μέρα της συνέλευσης εκδηλώθηκε η πρόθεση των αρχόντων να επωφεληθούν από τη συντριπτική πλειοψηφία που διέθεταν στη εθνοσυνέλευση για να πάρουν όλη την εξουσία στα χέρια τους και να εξουδετερώσουν τη δύναμη των αντιπάλων τους στρατιωτικών.

Η απόφαση που έλαβε η συνέλευση εκείνη τη μέρα ήταν: πρώτον: διατηρούσε τις θεμελιώδεις διατάξεις το νόμου της Επιδαύρου και αποσκοπούσε στην απλή αναθεώρηση του προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδας. Δεύτερον: καταργούσε την αρχιστρατηγία και έτσι στρεφόταν εναντίον του Κολοκοτρώνη. Τρίτον: με τον καταρτισμό στρατιωτικού και ναυτικού κώδικα και τη δημιουργία τακτικού στρατού και κυβερνητικού στόλου απέβλεπε να θέσει υπό τον έλεγχο της διοίκησης τον στρατό και το στόλο. Τέταρτον: όριζε τριμελείς επιτροπές επικεφαλής των υπουργείων του Πολέμου και του ναυτικού.

Σε ενίσχυση της παράταξης των αρχόντων απέβλεπε και η κατάργηση στις 30 Μαρτίου των τοπικών οργανισμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Ο Άρειος Πάγος είχε αυτοδιαλυθεί από τις 22 Ιανουαρίου 1823 στο Ξηροχώρι Εύβοιας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία είχε παύσει ουσιαστικά να λειτουργεί.

Ειδικές επιτροπές αναλάμβαναν τη μελέτη κάθε θέματος. Από μια τέτοια επιτροπή στις 12 Απριλίου και ψηφίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός. Από τη δεκάτη, την ενοικίαση των εθνικών γαιών και τους τελωνειακούς δασμούς προέβλεπε ετήσια έσοδα 12.846.220 γροσίων και έξοδα ενός εξαμήνου 25.744.000, για τη συντήρηση ενός υποθετικού στρατού 51.000 ανδρών, 60 πλοίων και 7.000 ανδρών. Γενικά η σύνταξη του προϋπολογισμού αυτούς έγινε βιαστικά και χωρίς σωστές προβλέψεις και για τα έσοδα και για τα έξοδα και δεν αποτελεί παρά απλή απόπειρα χωρίς πρακτική σημασία.

Στις 13 Απριλίου 1823 η Β’ Εθνική Συνέλευση ψήφισε το νέο αναθεωρημένο σύνταγμα που, επειδή βασίζεται στο σύνταγμα της Επιδαύρου ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου». Το βασικό σχήμα της διοίκησης παρέμενε. Με την ενίσχυση όμως του Βουλευτικού σε βάρος του Εκτελεστικού δυσχεραινόταν η αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος και ανοιγόταν ο δρόμος σε συγκρούσεις που δεν θα αργούσαν να ξεσπάσουν.

Στις νέες διατάξεις του «Νόμου της Επιδαύρου» ξεχώριζε μια παράγραφος «περί εκποιήσεως των εθνικών κτημάτων», που ξεσήκωσε θύελλες, καθώς άνοιγε το δρόμο στην ιδιοποίηση από τους άρχοντες εθνικών γαιών, και μάλιστα των μεγαλύτερων και καλύτερων εκτάσεων, σε μηδαμινές τιμές, ενώ οι πραγματικοί καλλιεργητές, που δεν διέθεταν χρήματα, θα εξακολουθούσαν να τις καλλιεργούν σαν κολλήγοι. Η διάταξη συνάντησε αντίδραση έξω και μέσα στη συνέλευση, οι στρατιώτες και των δύο στρατοπέδων βρίσκονταν σε αναβρασμό. Στα Μελιγγίτικα Καλύβια έγραψαν σε ένα χαρτί «Γης εκποίησις» και το έβαλαν στο σημάδι, αποδοκιμάζοντας με τον πρωτότυπο και γεμάτο σημασία αυτό τρόπο τις ύποπτες προθέσεις των αρχόντων.

Τελικά όσοι είχαν υπαγορεύσει την πρόταση, φοβούμενοι δυσάρεστες εξελίξεις, αρκέστηκαν σε τροποποίηση που επέτρεπε την πώληση μόνο των κτιρίων μετά από δημοπρασία, πράγμα που δυσαρέστησε τους εκπροσώπους των ναυτικών νησιών που απέβλεπαν από την εκποίηση της γης να καλυφθούν τα έξοδα που είχαν κάνει.

Το αναθεωρημένο πολίτευμα περιείχε και προοδευτικές διατάξεις που αποτελούν απηχήσεις των φιλελεύθερων γαλλικών συνταγμάτων. Η επαύξηση των ατομικών δικαιωμάτων, όπως η κατάργηση της δουλείας και της αγοραπωλησίας ανθρώπων, καθιέρωση της ελευθεροτυπίας και του δικαστικού εντάλματος προς φυλάκιση, ο προσδιορισμός του χρόνου κρατήσεως, η δημοσιότητα της δίκης είναι θετικά στοιχεία του πολιτεύματος που οφείλουν την διατύπωσης τους στους «έξωθεν ελθόντας».

Πρόεδρος του Βουλευτικού εκλέχθηκε ο Ι. Ορλάνδος, παραχώρηση στους ισχυρούς Υδραίους Κουντουριώτες. Αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Πρόεδρος του Εκτελεστικού ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και μέλη ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Σωτήρης Χαραλάμπης και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Η πέμπτη θέση έμεινε κενή, κατά τον Τρικούπη «αφέθη εις τας τρείς ναυτικάς νήσους». Στην πραγματικότητα δεν πληρώθηκε για να δοθεί στον Κολοκοτρώνη, πολιτικό αντίπαλο των μελών της κυβέρνησης, φοβούμενοι μην επιβάλλει «γοβέρνο μιλιτάρε».

Από τα παλιά κυβερνητικά σχήματα μόνο ο Μαυροκορδάτος κατάφερε να δασωθεί. Η εκλογή των επικεφαλής της διοικήσεως προσώπων κατά βάση σήμαινε τον θρίαμβο των αρχόντων της Πελοποννήσου. Ρουμελιώτες, νησιώτες, Φαναριώτες και στρατιωτικοί έμειναν δυσαρεστημένοι. Η αντικυβερνητική παράταξη των δημοκρατικών αύξησε τη δύναμη της. Η σύνθεση της διοίκησης θεωρήθηκε ολιγαρχική. Περισσότερο ενόχλησε η ανάδειξη του Ι. Ορλάνδου, γαμπρού των Κουντουριωτών, ως πρόεδρου του Βουλευτικού. Δυσαρεστήθηκαν όχι μόνο οι άλλοι νησιώτες από την εκλογή του, αλλά ακόμη και Υδραίοι άρχοντες, που αναγνώριζαν την υπεροχή στους Κουντουριώτες, αλλά δεν δέχονταν άλλο πρόσωπο έστω και αν είχε προβληθεί από αυτούς.

Σκόπιμα αγνοήθηκε ο Θ. Νέγρης, ο οποίος προσχώρησε στη δημοκρατική παράταξη, αλλά και ο Δημήτριος Υψηλάντης, γιατί έμεινε εντελώς ασυμβίβαστος και δεν προσήλθε ούτε στο τέλος της συνέλευσης να υπογράψει. Η τίμια αυτή στάση του μεγάλωνε το σεβασμό αυτών που τον ακολουθούσαν και ενίσχυε ηθικά τους πολιτικούς του αγώνες.

Η περίοδος που ακολούθησε δίχασε περισσότερο τους Έλληνες και αύξησε τα πάθη. Προσωπικές φιλοδοξίες, συμφέροντα τοπικιστικό και φατριαστικό πνεύμα, τη στιγμή που οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να καταπνίξουν την Επανάσταση, σκίαζαν την ατμόσφαιρα και καθιστούσαν αμφίβολη την έκβαση του Αγώνα.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

2 Σχόλια

  1. […] Στο πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου περιλαμβανόταν βασική διάταξη, με την οποία επιφορτιζόταν το βουλευτικό σώμα με την έγκριση του προϋπολογισμού στην αρχή κάθε έτους, που θα υποβαλλόταν από το εκτελεστικό σώμα και με την επιθεώρηση των καθολικών λογαριασμών των εξόδων και εσόδων στο τέλος κάθε χρονιάς. Η διάταξη αυτή ενσωματώθηκε και στο Σύνταγμα της Β’ Εθνικής Συνέλευσης. […]

  2. […] Το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος είναι μια σπουδαία πράξη της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Νόμος της Επιδαύρου ήταν ένα «αυστηρό» σύνταγμα. Η αυστηρότητα του όμως αφορούσε, όμως, μόνο τον κοινό νομοθέτη. Επομένως η Εθνική Συνέλευση είχε απεριόριστο δικαίωμα να για αναθεώρηση του οργανικού νόμου, αλλά όχι πριν τη παρέλευση διετίας από τη λήξη των εργασιών του σώματος στο Άστρος. […]

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *