Η βυζαντινή ανάμειξη στην Ιταλία

Από την εποχή που ο Θεοδόσιος είχε κληροδοτήσει στους γιους του Αρκάδιο και Ονώριο το ανατολικό και δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας αντίστοιχα και επί όσο χρόνο τα δύο αυτά τμήματα του αρχαίου και ενιαίου ρωμαϊκού συνόλου συμβίωναν παράλληλα, έστω και υπό διαφορετικές συνθήκες, η Ανατολική Αυτοκρατορία που έχει πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη/ Νέα Ρώμη είναι φυσικό να μην αποβλέπει στην Ιταλία, μόνιμο λίκνο της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Όταν, όμως, το 476, καταλύεται η ρωμαϊκή αυτοκρατορική νομιμότητα στη Δύση με την εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου, τότε τα πράγματα αλλάζουν ριζικά: ο αυτοκράτορας, που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και είναι τώρα ένας και μοναδικός, έχει χρέος και καθήκον να επαναφέρει στους κόλπους της ρωμαϊκής οικουμένης, αυτής που υπάρχει τότε και που υπακούσει στην Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία, από όπου κάποτε ξεκίνησαν οι Ρωμαίοι για να κατακτήσουν τον κόσμο. Έτσι άρχισε η βυζαντινή ανάμειξη στα πράγματα της Ιταλίας.

Η βυζαντινή ανάμειξη στην Ιταλία
Λεπτομέρεια από ψηφιδωτό με τη Προσκύνηση των Μάγων στην Αγία Μαρία του Κοσμεντίν στη Ρώμη

Η βυζαντινή ανάμειξη επί Ιουστινιανού

Αρχικά, η τακτική που ακολουθήθηκε ήταν ειρηνική: στο βάρβαρο ηγεμόνα Οδόακρο, που επιβάλλεται στην Ιταλία από το 476 και μετά, ο αυτοκράτορας Ζήνων απονέμει τα διάσημα του πατρικίου και ο Οδόακρος αναγνωρίζει την θεωρητική επικυριαρχία του αυτοκράτορα που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη. Η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί και επί του Οτρογότθου ηγεμόνα Θεοδώριχου που καταλύει και διαδέχεται τον Οδόακρο στην Ιταλία, μέχρι που οι συνθήκες στην Ανατολική Αυτοκρατορία να ωριμάσουν για μια ένοπλη επέμβαση στην Ιταλία. Μια πρώτη ναυτική απόβαση το 508 επί αυτοκράτορα Αναστάσιου δεν είναι παρά χλωμό προανάκρουσμα του σχεδόν εικοσάχρονου επιθετικού πολέμου που θα εξαπολύσει ο Ιουστινιανός Α’ και που θα λήξει με την πλήρη προσάρτηση της Ιταλίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Η εισβολή των Λογγοβάρδων από το 568 και εξής ανατρέπει προοδευτικά όχι μόνο την εδαφική συνοχή της ιταλικής χερσονήσου, αλλά και την αντίληψη ότι η πλήρης κατοχή της Ιταλίας από τους Βυζαντινούς θα μπορούσε να είναι μόνιμη. Έπειτα από ορισμένες μάταιες προσπάθειες επαναφοράς της προηγούμενης κατάστασης στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, οπότε το Βυζάντιο χρησιμοποιεί στρατιωτικά τους συμμάχους του Φράγκους εναντίον των Λογγοβάρδων στην Ιταλία.

Η βυζαντινή ανάμειξη κλονίζεται

Οι αυτοκράτορες Φωκάς (602-610) και Ηράκλειος (610-641), παρ΄ όλο που ανήκουν σε διαμετρικά αντίθετες κοινωνικές παρατάξεις, αναγκάζονται να παραδεχτούν με συνθήκες τη νέα κατάσταση: οι βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία περιορίζονται στα εξής -πέρα από τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία- σε μια σχετικά στενή λωρίδα γης από τη Ραβένα στη Ρώμη, το γνωστό εξαρχάτο της Ιταλίας ή εξαρχάτο της Ραβένας. Εξάλλου, ως το πρώτο μισό του 7ου αιώνα, ολόκληρη η πρώην αιρετική, αρειανική Δύση θα έχει προσέλθει στην Ορθοδοξία με πρωτοβουλίες των διαδοχικών παπών Ρώμης, άρα δεν υπάρχει πια, επίσημα τουλάχιστον, ανάγκη για μια βυζαντινή ένοπλη επέμβαση στη Δύση ανάλογη της ιουστινιάνειας εποχής.

Από τον Ηράκλειο και εξής οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες του 7ου αιώνα θα υποχρεωθούν να συνειδητοποιήσουν ότι διατήρηση του ελέγχου τους στις βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία απαιτεί καλές σχέσεις με τον πάπα Ρώμης, που αναδεικνύεται βαθμιαία σε δύναμη με μεγάλη επιρροή στη Δύση. Τα πράγματα αρχίζουν έτσι να αντιστρέφονται: ένας αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης που αποκλίνει προς δοξασίες τις οποίες η Ρώμη θεωρεί αιρετικές θα αντιμετωπίσει μοιραίως ανυπακοή, ανταρσίες στην Ιταλία και γενικά, την εχθρότητα της δυτικής Εκκλησίας, όπου η παπική επιρροή κερδίζει έδαφος. Γι΄ αυτό και ναυαγεί η ένοπλη πεντάχρονη επέμβαση που επιχειρεί προσωπικά για να υποτάξει την Ιταλία ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ που θεωρείται αιρετικός.

Η μεγάλη κρίση εκδηλώνεται κατά την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας (727-775). Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες Λέων Γ’ και Κωνσταντίνος Ε’ βλέπουν τις υ=ιταλικές κτήσεις να εξεγείρονται, το εξαρχάτο της Ραβένας να υποκύπτει στους Λογγοβάρδους και τους πάπες Ρώμης να προσφεύγουν στους ορθόδοξους Φράγκους που, νικώντας τους Λογγοβάρδους, παραχωρούν τα εδάφη του βυζαντινού εξαρχάτου στους πάπες, και έτσι, ιδρύεται το παπικό κοσμικό κράτος. Οι βυζαντινές κτήσεις στη Ιταλία απειλούνται με μαρασμό, καθώς μάλιστα η αραβική απειλή στη Μεσόγειο γίνεται όλο και πιο αισθητή.

Η δε παποσύνη χαλκεύει τότε περίπου το περίφημο πλαστό έγγραφο που αποκαλείται Κωνσταντίνεια Δωρεά, σύμφωνα με το οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος αναχωρώντας οριστικά για την Κωνσταντινούπολη άφησε τη Ρώμη, την Ιταλία και ολόκληρη τη Δύση στην πνευματική και εμπράγματη εξουσία του πάπα Ρώμης. Αν αληθεύουν όλα αυτά τότε ο πάπας μπορεί να προχωρήσει και στο επόμενο βήμα, που είναι η στέψη του αυτοκράτορα στη Δύση, εφόσον οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης δεν νομιμοποιούνται να επέμβουν στη Δύση.

Τα Χριστούγεννα του 800 ο Καρλομάγνος στέφεται από τον πάπα Λέοντα Γ’ στη Ρώμη αυτοκράτορας της Δύσης και από τότε η Ιταλία αρχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ανταγωνισμού των δύο μεσαιωνικών αυτοκρατοριών: της Βυζαντινής, που είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα να υποχωρεί στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία, και της Δυτικής, που έλκει τη νομιμότητα της από την αυτοκρατορική στέψη που γίνεται αποκλειστικά στην Ιταλία.

Ωστόσο, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που αρχίζει να αναζωογονείται και πάλι κοινωνικά, παρατηρείται μια γενική τάση εδαφικής εξάπλωσης που δεν μπορεί, παρά να συμπεριλάβει στις ορέξεις της και την Ιταλία. Φορέας της γενικής αυτής τάσης είναι, κυρίαρχα, η νένα σφριγηλή αριστοκρατία της γης που, εφόσον οι διαδοχικοί αυτοκράτορες συμμορφώνονται ρεαλιστικά με την υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων στρέφονται στην πνευματική ηγεσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και μαζί πατριάρχης και στρατιωτική αριστοκρατία της γης ωθούν τα πράγματα προς ρήξη με τη Ρώμη, κάτι που θα συμβεί επί πάπα Νικολάου Α’ και πατριάρχη Φωτίου (858-867 και οι δύο) και μπορεί να αποτελέσει προανάκρουσμα γενικής ρήξης με τη Δύση. Έτσι, η τάση αυτή ανατρέπεται με δυναμικό τρόπο από τον Βασίλειο το Μακεδόνα, που ερχόμενος στο θρόνο δεν εγκαθιδρύσει απλά μια δυναστεία, αλλά εγκαινιάζει μια πολιτική μακρόπνοης συνεννόησης με τη Δύση που διαρκεί όσον καιρό η ένδοξη Μακεδονική Δυναστεία βρίσκεται στην εξουσία, δηλαδή ως τα μέσα του 11ου αιώνα.

Η νέα ισορροπία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων έχει κι αυτή επίκεντρο την Ιταλία και αποτελεί έναν πολύπλοκο συμβιβασμό πραγματικών προϋποθέσεων και συνέχειας της αρχαίας παράδοσης, ρεαλισμού και πολιτικής ιδεολογίας: η πρώτη προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση των καλών σχέσεων με τον πάπα Ρώμης και η παροχή σε αυτόν και στο Δυτικό αυτοκράτορα στρατιωτικής και ναυτικής συνδρομής για την απόκρουση των Αράβων από τη Νότια Ιταλία από το 869 και εξής. Ο βυζαντινός στόλος σταθεροποιεί τις βυζαντινές ιταλικές κτήσεις και ακόμη, πολύ περισσότερο, καταργεί στην πράξη -και με την έγκριση του πάπα- τις διατάξεις της Κωνσταντίνειας Δωρεάς που απαγόρευε κάθε βυζαντινή ένοπλη επέμβαση στη Δύση. Στο εξής, η βυζαντινή κατοχή στη Νότια Ιταλία θα είναι πολιτικά και ιδεολογικά κατοχυρωμένη και αυτό θα διαρκέσει ως τη νέα και οριστική ρήξη Κωνσταντινούπολης και Ρώμης το 1054, που συμπίπτει σε γενικές γραμμές με την πτώση της Μακεδονικής Δυναστείας.

Η δυτική πολιτική των αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας μπορεί να εξασφάλισε μια νέα και ιδεολογικά κατοχυρωμένη επάνοδο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στη Δύση και μια έστω και περιορισμένη οικουμενικότητα, σε σύγκριση με την παλιά οικουμενικότητα της εποχής του Ιουστινιανού. Ωστόσο, η αυτοκρατορική στέψη του Όθωνα Α’ (936-973) που γίνεται στη Ρώμη το 962 με βυζαντινή σιωπηρή ανοχή, απελευθερώνει μέσα στη βυζαντινή κοινωνία δυνάμεις που θεωρούν προδοσία τη ασκούμενη πολιτική της προσάρτησης ολόκληρης της οικουμένης στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.

Ο επικεφαλής της στρατιωτικής αριστοκρατίας Νικηφόρος Β’ Φωκάς θεωρεί ότι μπορεί να επαναφέρει στο διεθνές προσκήνιο την ιουστινιάνεια πολιτική της προσάρτησης ολόκληρης της οικουμένης στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, διακόπτει τη δυναστική συνέχεια των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, καταργεί την πολιτική συνεννόησης με τη Δύση και προχωρά σε μια σειρά στρατιωτικών παρεμβάσεων στην περιοχή της Ιταλίας, οι οποίες όμως τον οδηγούν σε ήττες. Οι ήττες αυτές προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του λαού της Κωνσταντινούπολης.

Ο Ιωάννης Τσιμισκής που διαδέχεται το Νικηφόρο Φωκά δολοφονώντας τον το 969, αποκαθιστά τη δυτική πολιτική της Μακεδονικής Δυναστείας και με μεσολάβηση του πρίγκιπα της Κάπουας, επανέρχονται οι φιλικές σχέσεις με τη γερμανική αυτοκρατορία που θα διατηρηθούν, με μικρά διαλείμματα, ως τον 11 αιώνα. Η μακρόχρονη βασιλεία του Βασίλειου Β’ είναι μια εποχή άνθησης και επέκτασης της Βυζαντινής Ιταλίας.

Το τέλος της Βυζαντινής ανάμειξης στην Ιταλία

Η θρησκευτική ρήξη ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία με το Σχίσμα του 1054, η παποσύνη θα ενισχύσει με όλες τις δυνάμεις της κάθε προσπάθεια για να καταλυθεί η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία. Το τελικό της όπλο ήταν οι Νορμανδοί. Το 1072, οπότε παράλληλα με την καταστροφή του Ματζικέρτ, έπεφτε στα χέρια τους η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Ιταλίας Μπάρι, είναι το έτος που σηματοδοτεί το οριστικό τέλος για κάθε βυζαντινή ανάμειξη στην Ιταλία και κάθε εμπράγματη βυζαντινή οικουμενικότητα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *