Η Βενετία στην Πελοπόννησο

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Φράγκοι προχώρησαν και στην κατάληψη, το 1205, της Κορώνης και της Μεθώνης. Η Βενετία, ανήσυχη από την εξέλιξη της κατάστασης που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Πελοπόννησο και μη σκοπεύοντας να εγκαταλείψει τα εδάφη που είχε αποκτήσει με τη συμφωνία της partitio στον ελληνικό χώρο, έσπευσε, το 1207, να στείλει το στόλο της με επικεφαλής τον Ruggerio Premarin και τον Renier Dandolo για να αποσπάσει τα δύο λιμάνια από την φραγκική εξουσία. Τελικά, η βενετική κυριαρχία στα Μοθοκόρωνα αναγνωρίστηκε με τη συνθήκη της Σαπιέντσας τον Ιούνιο του 1209.

Η Βενετία στην Πελοπόννησο
Το λιμάνι της Μεθώνης τον 15ο αιώνα

13ος αιώνας και 14ος αιώνας

Η Βενετία σκέφθηκε στην αρχή να κατεδαφίσει και να αχρηστεύσει τις οχυρώσεις των δύο πόλεων, ύστερα, όμως, από πρόταση του Renier Dandolo χορήγησε στον τελευταίο τις νέες κτήσεις της ως φέουδα. Αργότερα, μεταξύ της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του αιώνα, παραχώρησε την πελοποννησιακή αυτή περιοχή εννέα χρόνια σε τέσσερις ενοικιαστές, ώσπου να την θέσει οριστικά υπό τον άμεσο έλεγχο της.

Οι νέες κτήσεις της Βενετίας, τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης, ήταν θέσεις κλειδιά για το βενετικό εμπόριο στην ανατολική μεσόγειο, και ιδεώδεις στρατιωτικές βάσεις για την διατήρηση της βενετικής ηγεμονίας στην θάλασσα. Σε όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας, οι καστελλάνοι των δύο αυτών πόλεων επενέβαιναν συνεχώς στις διαπραγμετεύσεις της βενετικής πολιτείας με τους Φράγκους ηγεμόνες της Αχαΐας, τους Έλληνες δεσπότες του Μυστρά και τα μέλη της φλωρεντινής οικογένειας Acciaiuoli.

Τα Μοθοκόρωνα αποτέλεσαν ενιαία διοίκηση με δύο ή και τρεις καστελλάνους, που τους πλαισίωναν σύμβουλοι, ταμίες, καγκελάριοι και άλλοι κατώτεροι υπάλληλοι. Μόλις οι Βενετοί εξαφάλισαν την κυριαρχία τους, φρόντισαν να ενισχύσουν την οχύρωση της περιοχής. Το 1269, η σύγκλητος αποφάσισε την έναρξη των εργασιών για την αποκατάσταση του τείχους του κάστρου της Κορώνης, το 1283 την συνέχιση των εργασιών στους οχυρωματικούς πύργους και το 1292 την ανέγερση του τείχους της Μεθώνης.Την ίδια εποχή εγκασταάθηκαν εκεί ως άποικοι αρτοποιοί, οπλοποιοί, ξυλουργοί, λιθοτόμοι, ράφτες, γουναράδες κ.α., όχι μόνο από τη Βενετία αλλά και από άλλες ιταλικές πόλεις.

Με τη βενετική κτήση ελληνικός λαός πέρασε στις τάξεις των βιλλάνων, που ανήκαν είτε στη λατινική εκκλησία, είτε στο βενετικό κράτος, ενώ οι Βενετοί συγκρότησαν τις τάξεις των αστών. Το «καπνικό», το «αερικό» και το «zovatico» ήταν οι κυριότεροι φόροι που είχαν επιβληθεί στους Έλληνες, ενώ οι τρεις γέροντες, διορισμένοι από τον καστελλάνο, είχαν αναλάβει την είσπραξη του «ακροστίχου».

Αργότερα με απόφαση της συγκλήτου ορίσθηκε η εκλογή μεταξύ των κατοίκων τριών αγορανόμων για τον έλεγχο των μέτρων και των σταθμών, καθώς και τον διακανονισμό μικρών διαφορών. Οι αρχές κατέβαλαν στους αγορανόμους, εκτός από τον μισθό τους, ποσότητα σιταριού και το ένα τρίτο των προστίμων που εισέπρατταν. Με τον σκοπό να επωφεληθούν όλοι οι κάτοικοι από την προνομιακή αντιμισθία, απαγορευόταν η επανεκλογή του ίδιου προσώπου στη θέση αυτή.

Η Βενετία μολονότι χρησιμοποίησε Έλληνες για την φρούρηση των κάστρων, θεωρούσε επικίνδυνη για τα συμφέροντα της τη στρατολόγηση των αυτόχθονων και βρισκόταν πάντα σε επιφυλακή. Γι’ αυτό, όταν ο αριθμός των Ελλήνων που υπηρετούσαν στις φρουρές της Μεθώνης και της Κορώνης μεγάλωνε, φρόντιζε αμέσως να παίρνει μέτρα για την απόλυσή τους.

Στον θρησκευτικό τομέα η Γαληνοτάτη, σε αντίθεση με την Κρήτη όπου είχε καταργήσει τις ορθόδοξες επισκοπές, επέτρεψε στα Μοθοκόρωνα την διατήρηση ορθόδοξων επισκόπων πλάι στους καθολικούς. Οι Έλληνες επίσκοποι των πόλεων αυτών δέχονταν ως την τουρκική κατάκτηση τους Κρητικούς ιερείς, που κατέφευγαν εκεί για να χειροτονηθούν.

Στην περίοδο της βενετοκρατίας η Μεθώνη και η Κορώνη γνώρισαν αξιόλογη εμπορική κίνηση. Από τα δύο μεσσηνιακά λιμάνια γινόταν εξαγωγή στην Βενετία και γενικά στην δυτική Ευρώπη, τόσο της τοπικής παραγωγής όσο και των προϊόντων του υπόλοιπου πελοποννησιακού χώρου. Ιδαίτερη ακμή στον 14ο αιώνα είχε το δουλεπόριο, και τα Μοθοκόρωνα είχαν μεταβληθεί σε σκλαβοπάζαρο.

Την εμπορική και ναυτική άνθηση την εκμεταλλεύτηκαν και οι Έλληνες. Στο έγγραφο του 1278 με τις αποφάσεις των δικαστών για τις αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβάλουν οι Βυζαντινοί στους εμπόρους της Βενεντίας μνημονεύονται μεταξύ άλλων και ονόματα Ελλήνων εμπόρων από την Κορώνη και τη Μεθώνη. Πολλοί Έλληνες είχαν αποκτήσει την βενετική υπηκοότητα αποκομίζοντας με την ιδιότητα αυτή διάφορα εμπορικά και φορολογικά προνόμια.

Στα μέσα του 15ου αιώνα οι κάτοικοι της Μεθώνης είχαν συστήσει αδελφότητα με αρκετά μεγάλη δύναμη, αν κρίνει κανείς από την απαγόρευση των συγκεντρώσεων που διέταξε η σύγκλητος στις 22 και 23 Απριλίου 1444. Την ίδια εποχή η φρουρά του κάστρου απαρτιζόταν αποκλειστικά από Έλληνες, με αποτέλεσμα η Γαληνοτάτη να διατάξει τον νέο καστελλάνο να τους απολύσει μόλις φτάσει εκεί και να τους αντικαταστήσει με Λατίνους.

Στην Κορώνη η έντονη αριθμητική υπεροχή του πληθυσμού και η παρουσία του ορθόδοξου επισκόπου, που τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων, δημιουργούσε πρόσθετα προβλήματα στην Βενετία, η οποία τα αντιμετώπιζε με την επιβολή μέτρων που περιόριζαν τις ελευθερίες των κατοίκων. Παρά τη διάταξη που όριζε ότι ο ορθόδοξος επίσκοπος έπρεπε να κατοικεί έξω από την Κορώνη, το 1436 ο ορθόδοξος ιεράρχης είχε εγκατασταθεί μέσα στην πόλη και οι Έλληνες άρχισαν αμέσως να συχνάζουν στον τόπο της κατοικίας του. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο που εγκυμονούσαν οι συναθροίσεις αυτές των ορθοδόξων, το Συμβούλιο των Δέκα με απόφαση του ανάθεσε στον καστελλάνο να φροντίσει για την επαναφορά του επισκόπου στην αρχική του κατοικία.

Τέλη 14ου και 15ος αιώνας

Στις τελευταίες δεκαετίες τυο 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα, η ισορροπία των δυνάμεων στην φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο είχε κλονισθεί επικίνδυνα για την Βενετία. Αντιμετωπίζοντας την νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με την ανάπτυξη και εδραίωση του ελληνικού δεσποτάτου, την εμφάνιση των Ναβαρραίων, τις φιλόδοξες απαιτήσεις της Γένουας και του Νέριου Acciaiuoli, και τις τουρκικές κυρίως, επιδρομές, η Γαληνοτάτη απέβλεψε στην επέκταση της κυριαρχίας της, με σκοπό να εξασφαλίσει κατάλληλα αμυντικά στρατηγικά σημεία και να προστατεύσει τους εμπορικούς και ναυτικούς σταθμούς, που είχε ήδη εκεί.

Χρειάστηκε να περάσουν δύο αιώνες από τη συνθήκη της Σαπιέντσας για να επιτύχει την προσάρτηση στις κτήσεις της, εκτός από τη Μεθώνη και την Κορώνη, ενός άλλου τμήματος του πελοποννησιακού χώρου, του Ναυπλίου και του Άργους. Η περιοχή είχε αρχικά παραχωρηθεί από τον Βιλλεαρδουΐνο ως κληρονομικό φέουδο στον Δούκα της Αθήνας και μετά από την κατάληψη του δουκάτου από τους Καταλανούς παρέμεινε στα χέραι των διαδόχων των la Roche, Brienne και Enghien. Το 1377, η Μαρία d’ Enghien παντρεύτηκε τον Βνενετό Πέτρο Cornaro και δέκα χρόνια αργότερα πούλησε το φέουδο της στη Βενετία. Τον επόεμνο χρόνο οι Βενετοί κατέλαβαν το Ναύπλιο, ενώ το Άργος, το οποίο είχε ήδη ανακτηθεί από τον δεσπότη Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο, παραχωρήθηκε στη δημοκρατία του Αγίου Μάρκου το 1394.

Στις αρχές του15ου αιώνα, το 1408, ο φόβος των Τούρκων ανάγκασ ετον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Πατρών Στέφανο Zaccaria να παραδώσει την πόλη στη Βενετία έναντι ετήσιας αμοιβής αποζημιώσης για μια πενταετία. Η βενετική κυριαρχία στην Πάτρα διατηρήθηκε και μετά τη λήξη της προθεσμίας, ως το 1419. Το 1410, ο Centurione II Zaccaria πρότεινε στη Βενετία την παραχώρηση του Ναβαρίνου και των χωριών Γκρίζι και Μαντιχώρι ή Μανιατοχώρι με αντάλλαγμα την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των Φράγκων φεουδαρχών.

Τελικά το 1422-1423 η Βενετία περιέλαβε στην κυριαχία της το Γκρίζι και το Μαντιχώρι μετά από επιτυχείς διαπραγματεύσεις με τον Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο και το 1423 αγόρασε το Ναβαρίνο. Τον ίδιο ακριβώς χρόνο ο Φράγκος φεουδάρχης Adam de Melpignano ζήτησε την προστασία της βενετικής πολιτείας και της πρόσφερε τα κάστρα των Μύλων, του Αγίου Ηλία και της Ίκλαινας.

Οι νέες πελοποννησιακές κτήσεις της Βνενετίας είχαν γνωρίσει πριν από την βενετική κατοχή μακρόχρονη περίοδο φραγκοκρατίας, που βασιζόταν στην διατήρηση των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών, οι οποίες επικρατούσαν στα εδάφη που κατακτούσε, η Γαληνοτάτη αναγνώρισε την φραγκική υποδομή και εφάρμοσε το δίκαιο των Ασσιζών της Ρωμανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύγκλητος εφοδίασε τους πρώτους αξιωματούχους, που έστειλε το 1389 στο Ναύπλιο και στο Άργος, με οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν τα τοπικά έθιμα, για να μείνουν ικανοποιημένοι οι κάτοικοι.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)

Αρέσει σε %d bloggers: