Η Α’ Σταυροφορία είναι γεγονός καίριας σημασίας στην ιστορία της δυτικής Ευρώπης αλλά και της Εγγύς Ανατολής εφόσον με αυτή αρχίζει η πολιτική και ως ένα βαθμό η οικονομική επέκταση της Δύσης στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η ίδρυση λατινικών κρατών και κρατιδίων στην Ανατολή και η παρουσία των Λατίνων σε αυτόν τον χώρο, παρουσία η οποία, τουλάχιστον στον χώρο της Παλαιστίνης θα διαρκέσει ως το 1291, δημιούργησε ανακατατάξεις που θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη βυζαντινή πολιτική στη Μικρά Ασία όσο και στις σχέσεις του βυζαντινού κράτους με τη Δύση.

Τυπικά, η Α’ Σταυροφορία αρχίζει με το κήρυγμα του πάπα Ουρβανού Β’ στη σύνοδο του Clermont στις 27 Νοεμβρίου 1095. Με την ομιλία του ο πάπας απευθυνόταν στον κλήρο, στους στρατιωτικούς αρχηγούς και τους φεουδάρχες της Δύσης ιδιαίτερα τους Φράγκους. Ο Ουρβανός προέτρεψε ένα «θεάρεστον» έργο παρακινώντας τους να ελευθερώσουν τις εκκλησίες της Ανατολής και να βοηθήσουν τους εκεί «αδελφούς» τους στον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι, κατά τον πάπα, είχαν φτάσει στα Δαρδανέλλια, κατέστρεφαν χριστιανικές γαίες και σκότωναν χριστιανούς.
Η ομιλία του πάπα έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, με κραυγές και έτσι εκατοντάδες ορκίστηκαν να πάρουν μέρος στην Σταυροφορία. Εκπρόσωπος του πάπα ορίσθηκε ο Adhemar de Monteil, επίσκοπος του Puy, αργότερα και άλλοι. Ο πρώτος σημαντικός φεουδάρχης που αποφάσισε να πάρει μέρος στην σταυροφορία ήταν ο Ραϋμόνδος de Sancto Egidio (de Saint-Gilles), κόμης της Τολώσης (Toulouse).
Οι Σταυροφορίες πρέπει θεωρηθούν μέρος των επεκτατικών τάσεων της δυτικής Ευρώπης στον 11ο αιώνα, τάσεων που εκφράζονται τόσο μέσα από τις εκστρατείες των Ιταλών, Ισπανών και Γάλλων εναντίον των μουσουλμάνων στη δυτική Μεσόγειο και Ισπανία, όσο και μέσα από τη συνεχή διείσδυση και τελική επέκταση της γερμανικής Εκκλησίας, των φεουδαρχών, εμπόρων και χωρικών, στις χώρες ανατολικά του ποταμού Έλβα.
Στα πλαίσια των σχέσεων Βυζαντίου και Δύσεως, η αρχική σύλληψη της ιδέας της Σταυροφορίας από τον Ουρβανό Β’ πρέπει να θεωρηθεί ως φυσική απόρροια σειράς γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Ήδη μετά την ήττα στο Μαντζικέρτ και την προϊούσα επέκταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ο Μιχαήλ Ζ’ στην προσπάθειά του να διώξει τους εισβολείς, επικαλέστηκε την βοήθεια της Δύσης.
Στα μέσα Ιουλίου του 1096, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος Α’, άρχισαν φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη οι πρόδρομοι της Α’ Σταυροφορίας, άνδρες και γυναίκες με αρχηγούς τον Gautier τον Ακτήμονα και έναν μοναχό, τον Πέτρο τον Ερημίτη ή Κουκούπετρο. Ο Αλέξιος Α’ δεν αντιμετώπισε εχθρικά τους σταυροφόρους. Βλέποντας όμως ότι το πλήθος υπό τον Κουκούπετρο δεν ήταν αξιόμαχο τους συμβούλεψε να περιμένουν την άφιξη και των άλλων σταυροφόρων, πριν διαπεραιωθούν στην Μικρά Ασία. Η συμβουλή του όμως δεν εισακούσθηκε.
Στη Μικρά Ασία σε εχθρικό έδαφος, οι σταυροφόροι έχασαν κάθε συνοχή και πειθαρχία, λεηλάτησαν χωριά και σκότωσαν χριστιανικούς πληθυσμούς. Στα τέλη Οκτωρίου του 1096 έπεσαν σε τουρκική ενέδρα και εξοντώθηκαν. Ανάμεσα στους τυχερούς που απέφυγαν τον θάνατο ή την αιχμαλωσία ήταν ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη πριν την ήττα.
Λίγο μετά την καταστροφή της «λαϊκής» σταυροφορίας άρχισαν να φτάνουν περισσότερο συγκροτημένες φεουδαρχικές στρατιές. Η άφιξη αυτών των ομάδων έθεσε προβλήματα τεχνικά και ουσιαστικά στον βυζαντινό αυτοκράτορα. Το τεχνικό πρόβλημα του ανεφοδιασμού λύθηκε σχεδόν ικανοποιητικά. Άλλο μέλημα του Αλεξίου Α’ ήταν να αποτρέψει την συνάντηση όλων αυτών των επί μέρους στρατιών στην Κωνσταντινούπολη. Φοβούμενος τυχόν επίθεση κατά της πόλης, προσπάθησε να στείλει κάθε στρατιά από την Κωνστανινούπολη στη Μικρά Ασία, όσο το δυνατόν ταχύτερα.
Όμως το ακόμη πιο σημαντικό για τον Αλέξιο ήταν το ουσιαστικό πρόβλημα της διάρθρωσης των νομικών σχέσεων με τους αρχηγούς της Σταυροφορίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώσει τον κίνδυνο επίθεσης των σταυροφόρων κατά βυζατινών εδαφών, αλλά και να καταστήσει, κατά κάποιον τρόπο τους σταυροφόρους όχι απλώς συμμάχους, αλλά υποτελείς του. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε βασιλική ηγεσία στη Σταυροφορία, καθώς και αναγνωρισμένος κοσμικός ηγέτης, η πρόθεση του Αλεξίου ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.
Η πρώτη ομαδική επαφή μεταξύ Δυτικών και Βυζαντινών στον 11ο αιώνα και κατέληξε σε νομική και πολιτική καινοτομία. Για να εξασφαλίσει, κατά το δυνατόν, την υπακοή των σταυροφόρων ο Αλέξιος υιοθέτησε δυτικούς θεσμούς, με τους οποίους οι σταυροφόροι ήταν εξοικιωμένοι, και τους οποίους ήλπιζε ότι θα σέβονταν. Η συμφωνία με τους σταυροφόρους αποτελεί γεγονός ενδιαφέρον από την άποψη σχέσεων Βυζαντίου και Δύσεως, αλλά και ενδεικτικό της εσωτερικής εξέλιξης του βυζαντινού κράτους. Με τη φεουδαρχοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας, ο όρκος πίστεως έτεινε στην εποχή των Κομνηνών να γίνεται όρκος στο πρόσωπο του αυτοκράτορα μάλλον παρά στον αυτοκράτορα εκπρόσωπο της πολιτείας, ενώ ο ύψιστος φεουδαρχικός δεσμός, η «ligesse», χρησιμοποιούνταν αρκετά συχνά στη διάρκεια του 12ου αιώνα.
Οι σταυροφόροι μετά από πολιορκίες και αλώσεις κατάφεραν να κατακτήσουν τη Νίκαια, την Αντιόχεια και τέλος τα Ιεροσόλυμα και να δημιουργήσουν λατινικά κρατίδια. Η Α’ Σταυροφορία ήταν η επιτυχέστερη από τις πολλές φερώνυμες εκστρατείες που κατά καιρούς ξεκίνησαν από τη Δύση. Οι αρχικοί της σκοποί πραγματοποιήθηκαν με παραπλανητική ευκολία. Η επιτυχία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη διάσπαση των μουσουλμάνων και έγινε, ακριβώς, αφορμή να αρθεί αυτή η διάσπαση σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Πάντως, το 1099, οι σταυροφόροι μπορούσαν να καυχηθούν ότι και τους Αγίου Τόπους παρέδωσαν στους χριστιανούς και βοήθησαν τους Βυζαντινούς να απελευθερώσουν μέρος της Μικράς Ασίας.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους