Η Α’ Εθνική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 20 Δεκεμβρίου 1821 στο χωριό Πιάδα κοντά στην αρχαία Επίδαυρο. Εξήντα αντιπρόσωποι θα αποφάσιζαν για το πρώτο πολίτευμα της Ελλάδας, που η σημασία του θα ήταν τεράστια, γιατί θα δημιουργούσε τις βάσεις για ενιαία διοίκηση και θα περιόριζε αντιθέσεις και φιλοδοξίες προσώπων και περιοχών.
Δέκα αντιπρόσωποι προέρχονταν από την Πελοπόννησο, είκοσι επτά από την Ανατολική Στερεά, οκτώ από τη Δυτική Στερεά δεκατρείς από τις Σπέτσες, την Ύδρα και τα Ψαρά, ένας από την Κάσο και ένας αντιπρόσωπος των «Αλβανών συμμάχων», αν και η συμμαχία είχε διαλυθεί, ο Μάρκος Νταμιράλης, που ήταν Έλληνας από τη Νάξο και βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Ήπειρο από την εποχή που ήταν που μητροπολίτης Ιωαννίνων ήταν ο Ιερόθεος, θείος του, Νάξιος και αυτός.
Η απουσία αντιπροσώπων από άλλες περιοχές (Κρήτη, Κυκλάδες, Σποράδες, Δωδεκάνησα και άλλα νησιά) αφαιρούσε από τη συνέλευση τον χαρακτήρα ενός γενικού συναγερμού του έθνους για τη ρύθμιση των πολιτειακών του ζητημάτων, και ο τρόπος με τον οποίο είχε γίνει η επιλογή των πληρεξουσίων δεν επιτρέπει να θεωρηθεί απολύτως αντιπροσωπευτική. Ωστόσο, για την σύγκληση της χρειάστηκε να εδραιωθεί πρώτα, τοπικά έστω, η Επανάσταση και να παρακαμφθούν τα εμπόδια που όρθωναν οι αντιζηλίες και τα προσωπικά πάθη.
Την πρώτη μέρα ψηφίσθηκε ο κανονισμός της Συνέλευσης, από είκοσι άρθρα, που κανόνιζε τον τρόπο των εργασιών. Κατά το πρώτο άρθρο, τη συνέλευση συγκροτούν «τέσσαρες κλάσεις της Ελλάδος, της Πελοποννήσου, των τριών νησιών, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος». Την εκλογή προέδρου προέβλεπε το πέμπτο άρθρο και «πρόσκαιρος» πρόεδρος εξελέγη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. «Πρόσκαιροι» γραμματείς ορίσθηκαν οι Δημήτριος Τομαράς (Τομαρόπουλος) και ο Γεώργιος Σταυρίδης.
Οι συνεδριάσεις θα γίνονταν «με κλεισμένην θύραν» και οι πληρεξούσιοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην κοινολογούν «όσα λέγονται εντός της Συνελεύσεως, ειμή όταν εγκριθεί παρά της Συνελεύσεως η κοινοποίησις». Στο τέλος του κανονισμού υπάρχει το κείμενο του όρκου που θα έδιναν οι πληρεξούσιοι: «Ορκιζόμεθα εις το όνομα της Τρισυποστάτου Θεότητος και εις το σεβαστόν όνομα της Πατρίδος, να συσκεπτώμεθα εν ειλικρινεία καθαρά και αδελφική αγάπη, αδιαφορούντες περί των προσωπικών συμφερόντων μας και φροντίζοντες περί μόνου του κοινού της Ελλάδος συμφέροντος».
Στον κατάλογο των πληρεξουσίων επικρατούν πρόκριτοι, λόγιοι και κληρικοί. Ελάχιστοι είναι οι στρατιωτικοί. Ο Υψηλάντης, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Ανδρούτσος απουσιάζουν από τη συνέλευση, όπως και άλλοι από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Η ατμόσφαιρα, όμως, δεν ήταν βαριά. Αντίθετα, επικρατούσε ενθουσιασμός γιατί η συνέλευση συμβόλιζε και υλοποιούσε την ενότητα του αγωνιζομένου Ελληνισμού.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] Η Επανάσταση τον βρίσκει στο αρματολίκι των Κραβάρων και λίγο αργότερα επεκτείνει τον τομέα ευθύνης του μέχρι τα αρματολίκια Λιδωρικίου και Μαλανδρίνου. Η προσχώρηση του στο στρατόπεδο του Μαυροκορδάτου θα σημάνει την κατίσχυση του επί των τοπικών αντιπάλων του. Θα κατορθώσει να οριστεί πληρεξούσιος της επαρχίας του στις συνελεύσεις της Άμφισσας και της Επιδαύρου. […]
[…] «Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος», που θέσπισε η Α’ Εθνική Συνέλευση, περιέχονται οι βασικές έννοιες του προϋπολογισμού […]
[…] πράξη της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Νόμος της Επιδαύρου ήταν ένα «αυστηρό» σύνταγμα. Η αυστηρότητα του όμως […]
[…] Ο Ζαΐμης, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι, όμως υπέδειξαν την Πιάδα και εκεί τελικά άρχισαν να συρρέουν οι […]
[…] Ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλης επεδίωξε να οργανώσει και πολιτικά την επανάσταση. Γι’ αυτό το λόγο κάλεσε τον Πέτρο Ομηρίδη Σκυλίτση, που είχε ήδη εκπροσωπήσει το νησί ως «Παραστάτης της νήσου Κρήτης» στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου. […]
[…] τωρινή σημαία της Ελλάδας υιοθετήθηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822 ως ναυτική σημαία της χώρας. Από […]