Η αρχιτεκτονική των Ανασάζι κατά τη διάρκεια ζωής του πολιτισμού τους πήρε διάφορες μορφές. Οι πρώτες κατοικίες, τα υπόγεια σπίτια, ήταν απλές καλύβες σκαμμένες μέσα στη γη, στις οποίες η είσοδος βρισκόταν στην οροφή και μπορούσε κανείς να μπει χρησιμοποιώντας μια σκάλα. Τα πρώτα χωριά αποτελούνταν από μια σειρά τέτοιων σπιτιών χτισμένων το ένα δίπλα στο άλλο, με μικρά τετράγωνα δωμάτια.

Στην αρχική φάση η τοίχοι δεν κατασκευάζονταν από πηλό, αλλά με μια τεχνική που ονομαζόταν χακάλ: οι τοίχοι δηλαδή χτίζονταν με πλέγματα τα οποία καλύπτονταν με μια στρώση στεγνής λάσπης και ξεκινούσαν πάνω σε μια πέτρινη βάση.

Στις μεταγενέστερες περιόδους κατασκευάστηκαν επίσης τοίχοι από πέτρες και κονίαμα από πηλό, καλυμμένοι με σοβά, ενώ η οροφή δημιουργούνταν από διάφορες στρώσεις φυτών μαζί με λάσπη που τοποθετούνταν πάνω σε ένα ξύλινο σκελετό. Στο πέρασμα του χρόνου τα σπίτια μεγάλωσαν σε μέγεθος, με την προσθήκη και άλλων δωματίων καθώς ο πληθυσμός αυξανόταν. Γύρω στο 900-1000 τα χωριά εξελίχθηκαν σε μεγάλα πολυώροφα συγκροτήματα, με πολλά δωμάτια που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες τροφίμων.
Οι Ανασάζι στην πραγματικότητα χρησιοποιούσαν τα σπίτια ως καταφύγιο για τη νύχτα και τις κρύες εποχές. Τη μέρα την περνούσαν έξω, στις οροφές των κτιρίων ή στους χώρους γύρω από τις κίβας. Εστίες, αποθηκευτικά ντουλάπια που ακουμπούσαν στο πάτωμα και γουδιά είναι αντικείμενα που βρέθηκαν στις κουζίνες και στους χώρους της οικογενειακής ζωής. Κάποια διέθεταν πέτρινους μύλους, τον ένα δίπλα στον άλλον, που χρησίμευαν μάλλον για την επεξεργασία των δημητριακών.
Οι είσοδοι συχνά ήταν μικρές ορθογώνιες και με υπερυψωμένο πλατύσκαλο. Στη Μέσα Βέρντε και στο Τσάκο Κάνιον ήταν διαδεδομένες επίσης οι είσοδοι σε σχήμα «κλειδαρότρυπας». Για το κλείσιμο της εισόδου χρησιμοποιούσαν ψάθες, δέρματα ή υφαντά.
Η αρχιτεκτονική των Ανασάζι έφτασε στο απόγειο της με τα κτίρια της λεγόμενης Κλασικής Περιόδου Τσάκο. Τα συγκροτήματα αυτά είχαν ορθογώνια, κυκλική ή ημικυκλική βάση. Αποτελούνταν από ορόφους και οι κάτω τοίχοι ήταν πιο χοντροί από τους πάνω, ώστε να στηρίζουν το βάρος. Πόρτες, παράθυρα, εσοχές και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία είχαν κανονικό σχήμα και διαστάσεις και ήταν τοποθετημένα με συγκεκριμένη σειρά. Οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από χαλίκι και λάσπη που συμπιεζόταν ανάμεσα σε δύο λεπτές στρώσεις αμμόλιθου, που επιλεγόταν και τοποθετούταν έτσι ώστε να δημιουργούν διακοσμητικό σχέδιο.

Η μεγάλη πλατεία που ανοιγόταν μπροστά στις κατοικίες ήταν συνήθως κλειστή στην νότια πλευρά από ένα μονώροφο κτίριο. Τόσο ο προσανατολισμός προς το νότο όσο και η διάταξη των δωματίων ανταποκρίνονταν στην ανάγκη για μέγιστη εκμετάλλευση του φωτός και της ζέστης του ήλιου.
Επίσης, σχεδόν όλοι οι οικισμοί χτίζονταν στη βόρεια πλευρά του Τσάκο Γουός, κάτω από τα απόκρυμνα τοιχώματα του κάνιον που πιθανόν τους προστάτευαν από τον αέρα. Η οικοδόμηση αυτών των επιβλητικών κτιρίων, που ολοκληρώθηκε σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα, απαιτούσε καλή οργάνωση και άφθονα εργατικά χέρια.
Η προπαρασκευαστική δραστηριότητα περιελάμβανε την εξαγωγή ενός εντυπωσιακού αριθμού από πέτρες που έπρεπε να μεταφερθούν, κάποιες φορές αρκετά χιλιόμετρα, μόνο με τη δύναμη του ανθρώπου. Εκείνη την περιοχή δεν υπήραν υποζύγια, καθώς εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, μετά την άφιξη των Ισπανών. Εκτός από τις πέτρες χρειάζονταν επίσης άργιλο και νερό για την κατασκευή των τοίχων από λάσπη, αλλά και μεγάλο αριθμό από ξύλινα δοκάρια και κορμούς μεγάλων διαστάσεων για την υποστήριξη της οροφής και της τραβέρσας.
Υπολογίζεται πως για την οικοδόμηση των χωριών του Τσάκο Κάνιον κόπηκαν πάνω από 200.000 δέντρα και πως κάποια από αυτά χρειάστηκε να μεταφερθούν μόνο με τη δύναμη των χεριών, από τα μακρινά δάση όπου βρίσκονταν σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων.

Στην τελική φάση οι Ανασάζι κατασκεύασαν τα λεγόμενα βραχόσπιτα, εξαιρετικούς οικισμούς των βράχων που διέθεταν εκπληκτικό αμυντικό σύστημα. Ήταν χτισμένοι στις προεξοχές που είχαν οι κοιλότητες στα τοιχώματα του κάνιον και απέξω έμοιαζαν με ένα μόνο υπερυψωμένο κτίριο, αδιαπέραστο και σχεδόν αδύνατον να το ανέβει κανείς.
Αυτή η κατασκευαστική τεχνική φαίνεται πως συνδεόταν με τις νέες απαιτήσεις για την υπεράσπιση των οικισμών από τις εισβολές εχθρικών πληθυσμών. Κάθε κατοικία αναπτυσσόταν κάθετα, με δωμάτια που χτίζονταν το ένα πάνω στο άλλο και επικοινωνούσαν με ξύλινες σκάλες. Οι τοίχοι ήταν λιγότερο ογκώδεις από εκείνους της τεχνοτροπίας Τσάκο και αποτελούνταν από μεγάλους αμμόλιθους που ήταν τετραγωνισμένοι και ισομεγέθεις. Συχνά καλύπτονταν με σοβά και ενίοτε έφεραν ζωγραφική διακόσμηση.
Τα βραχόσπιτα της Κλασικής Περιόδου διέφεραν σε μέγεθος και στον αριθμό των κατοίκων τους. Στη Μέσα Βέρντε το πιο μεγάλο συγκρότημα ήταν το Κλιφ πάλας, μήκους 91 μέτρων, με 217 δωμάτια και 23 κίβας, το οποίο μπορούσε να φιλοξενήσει πάνω από 200 άτομα. Μικρότερων διαστάσεων αλλά εξίσου σημαντικά ήταν το Λονγκ Χάουζ (με 150 δωμάτια και 21 κίβας για περίπου 175 κατοίκους ) και το Σπρους Τρι Χάουζ (με 130 δωμάτια και 8 κίβας για περίπου 100 κατοίκους).
Μικρότερα αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέροντα ήταν κάποια συγκροτήματα, όπως το Μπετατάκιν, τα οποία αναδύθηκαν στην περιφερειακή ζώνη των παραπάνω περιοχών. Επίσης μικρών διαστάσεων και με πιο απλή διάρθρωση, οι οικισμοί αυτοί ακολουθούσαν σε μεγάλο βαθμό την τεχνοτροπία των μεγαλειωδών και πιο διάσημων βραχόσπιτων της Μέσα Βέρντε.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic