Η Αλεξανδρούπολη, το Καλογερόδεντρο

Η Αλεξανδρούπολη είναι πόλη της Θράκης και πρωτεύουσα του Νομού Έβρου. Έχει χαρακτηριστεί ως «σταυροδρόμι των λαών, των πολιτισμών και της ομορφιάς», αφού κατέχει στρατηγική γεωγραφική θέση συνδέοντας την Ευρώπη με την Ασία, τη Δύση με την Ανατολή, ενώ προσφέρει μαγευτικά θαλάσσια τοπία. Σύμβολο της Αλεξανδρούπολης είναι ο Φάρος, ο οποίος χτίστηκε το 1880 και βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία, στο λιμάνι.

Η Αλεξανδρούπολη, το Καλογερόδεντρο
Ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης

Η Αλεξανδρούπολη είναι μία από τις νεότερες πόλεις στην Ελλάδα, δεδομένου ότι ιδρύθηκε ως ένα απλό ψαροχώρι στα 1850. Οι Τούρκοι την ονόμασαν Δεδέαγατς, που σημαίνει Καλογερόδεντρο και αυτό γιατί στην περιοχή υπήρχε ένα μουσουλμανικό μοναστήρι και ένας δερβίσης συνήθιζε να πηγαίνει να κάθεται στην σκιά ενός δέντρου. όπου τελικά τον έθαψαν όταν πέθανε. Η σημερινή ονομασία της δόθηκε προς τιμήν του βασιλιά Αλέξανδρου.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στα αρχαία χρόνια στη θέση της υπήρχε η αρχαία πόλη Σάλη που ιδρύθηκε από αποίκους από το νησί της Σαμοθράκης, τους Μαρωνίτες. Η πόλη είχε έντονη παρουσία τον 5οπ.Χ. αιώνα. ήταν μία από τις πόλεις της σαμοθρακικής Περαίας, (Μεσημβρία Ζώνη, Δρυς, Τέμπυρα και Χαράκωμα οι άλλες). Με την πάροδο του χρόνου έπεσε σε μαρασμό και ερημώθηκε.

Η Αλεξανδρούπολη έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη ελληνική, όταν την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του 1912 αποφασίστηκε μια βουλγαρική μεραρχία να μεταφερθεί από τον Θερμαϊκό στο Δεδέαγατς. Καθώς ο ελληνικός στρατός κυριαρχούσε στο Αιγαίο και από τα βόρεια κατέβαιναν οι Βούλγαροι οι Τούρκοι αποφάσισαν να εκκενώσουν την περιοχή και να αποσυρθούν στο εσωτερικό της Θράκης. Τότε Βούλγαροι άτακτοι κομιτατζήδες εισέβαλαν στην πόλη, τρομοκρατώντας τον πληθυσμό.

Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης αναγκάστηκε να διευκολύνει τον βουλγαρικό στρατό να φτάσει έγκαιρα στην Αλεξανδρούπολη μήπως καταφέρει και επιβάλει την τάξη. Γνώριζε ότι το λιμάνι ήταν αβαθές και έστειλε το αντιτορπιλικό «Βέλος» να βρει και να αναφέρει λύση. Ο κυβερνήτης του «Βέλους» διαπίστωσε ότι στο λιμάνι υπήρχαν ενενήντα φορτηγίδες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απόβαση των Βουλγάρων. Στις 8 Νοεμβρίου, στην Αλεξανδρούπολη μπήκε τμήμα του βουλγαρικού στρατού με επικεφαλής τον στρατηγό Κοκόφτσεφ, ενώ σε 17 ελληνικά φορτηγά πλοία, στη Θεσσαλονίκη επιβιβάζονταν οι Βούλγαροι στρατιώτες με προορισμό την θρακική πόλη.

Ο ναύαρχος Κουντουριώτης άφησε τη φύλαξη των Δαρδανελλίων σε επτά αντιτορπιλικά, ένα υποβρύχιο και δύο τορπιλοβόλα και με τα τέσσερα θωρηκτά του στόλου, δύο τορπιλοβόλα και δύο ανιχνευτικά, έπλευσε στην Αλεξανδρούπολη, στα ανοιχτά της οποίας έφτασε στις 15 Νοεμβρίου.

Ο Βούλγαρος στρατηγός Κοκόφτσεφ έσπευσε στη ναυαρχίδα του Κουντουριώτη, το θρυλικό «Αβέρωφ», και τον παρακάλεσε να βοηθήσει να σταλεί μήνυμα στο στρατηγείο του στο Διδυμότειχο, να τα στείλει στρατό στην Καλλίπολη για να αποκόψει προς τα εκεί τον υποχωρούντα Τούρκο στρατηγό Γιαβέρ και τους 15.000 άνδρες του. Είκοσι εννέα ώρες αργότερα ο Κουντουριώτης πληροφόρησε τον Κοκόφτσεφ ότι η επιχείρηση έγινε και ο Γιαβέρ με τους 15.000 άνδρες του είχαν παραδοθεί χωρίς μάχη.

Από το 1912 ως το 1920 το Δεδέαγατς, όπως και όλη η Θράκη, αποτελούσε βουλγαρική περιοχή. Αποδόθηκε στην Ελλάδα, με βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ. Ονόμασαν την πόλη Νεάπολη και από Νεάπολη Αλεξανδρούπολη. Με την Μικρασιατική καταστροφή, την Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε πόλη μπολιάστηκε από το κύμα των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *