Γύρω στο 2190π.Χ. η ακκαδική αυτοκρατορία -η οποία είχε αρχίσει ήδη να αποδυναμώνεται εξαιτίας της αχανούς έκτασης της, που δεν άφηνε περιθώρια για έναν αποτελεσματικό έλεγχο, αλλά και της όλο και μεγαλύτερης αυτονομίας που κέρδιζαν οι πόλεις-κράτη- άρχισε να διασπάται, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα κατακτήθηκε από τους Γκούτιους, ένα ημινομαδικό λαό αρμενικής καταγωγής.
Οι εισβολείς λεηλάτησαν όλες τις πόλεις, σφαγίασαν τους κατοίκους τους και κατέστρεψαν την πρωτεύουσα Ακκάδ, χωρίς όμως να αφήσουν ίχνη της δικής τους κυριαρχίας, καθώς δεν επιχείρησαν ποτέ να ενσωματωθούν ή να αφομοιώσουν τον ανώτερο σουμεροακκαδικό πολιτισμό.
Η απουσία μιας ισχυρής κεντρικής διοίκησης εξασφάλισε μια σχετική ανεξαρτησία στις διάφορες πόλεις, οι οποίες εν μέρει διατήρησαν ζωντανή την πολιτιστική και καλλιτεχνική παράδοση της προηγούμενης περιόδου. Ένας από τους πρωτεργάτες στην επιχείρηση διάσωσης της σουμεροακκαδικής παράδοσης ήταν ο Γκουντέα, δεύτερος βασιλιάς της Τρίτης Δυναστείας της Λαγκάς, ο οποίος κατασκεύασε επιβλητικά δημόσια έργα, ενίσχυσε τις εμπορικές δραστηριότητες και έχτισε μεγαλειώδης ναούς.
Η εξέγεση ενατίον των ξένων εισβολέων ξεκίνησε στην Ουρούκ με αρχηγό τον βασιλιά Ουτουχενγκάλ, ο οποίος κατάφερε να διώξει τους Γκούτιους και να ελέγξει μεγάλο μέρος της Σουμερίας, δίνοντας στη χώρα μια αίσθηση σταθερότητας. Ο ηγεμόνας αυτός όμως ηττήθηκε τη συνέχεια από τον Ουρ-Ναμού, ιδρυτή της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει περισσότερο από έναν αιώνα.
Ήταν μια περίοδος ειρήνης και ευμάρειας για τη σουμερική αυτοκρατορία, η οποία κατάφερε να ελέγξει μια περιοχή αντίστοιχη στην έκταση με την ακκαδική αυτοκρατορία. Η διακυβέρνσηση στηριζόταν σε μια έντονα συγκεντρωτικη δομή με ένα αποτελεσματικό γραφειοκρατικό σύστημα. Τα σουμερικά επανήλθαν ως επίσημη γλώσσα και δόθηκε μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη της τέχνης. Με τους ηγεμόνες της Τρίτης Δυναστείας η Ουρ γνώρισε την μεγάλη της ακμή. Ο Ουρ-Ναμού την ανακήρυξε πρωτεύουσα του βασιλείου του, την οχύρωσε, προώθησε μια σειρά από δημόσια έργα και ανακαίνισε ναούς και άλλα δημόσια κτίρια.
Ο Σουλγκί, γιος του Ουρ-Ναμού, κληρονόμησε από τον πατέρα του μια αυτοκρατορία που περιλάμβανε όλη τη Σουμερία, το μεγαλύτερο μέρος της Ασσυρίας, ορσιμένες περιοχές της Συρίας καθώς και το Ελάμ. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ακκάδα βασιλιά Ναράμ-Σιν, ο Σουλγκί αυτοανακηρύχθηκε θεός και υιοθέτησε τις προσφωνήσεις που χρησιμοποιούνταν για τους θεούς. Στον ηγεμόνα αυτόν, εκτός από την αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας με την ανάθεση επαρχιών σε υψηλούς αξιωματούχους, αποδίδεται και η κατασκευή του μνημείου στη βασιλική νεκρόπολη της Ουρ, καθώς και η σύνταξη ενός νομικού κώδικα, ο οποίος προηγήθηκε του πασίγνωστου Κώδικα του Χαμουραμπί.
Οι περίοδοι βασιλείας των διαδόχων του χαρακτηρίζονται από συνεχείς στρατιωτικές συγκρούσεις με τους Αμορίτες, τους Χουρίτες και τους Ασσυρίους. Ο Ιμπί-Σιν ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ. Οι συνεχώς αυξανόμενες επιθέσεις από τα σημιτικά φύλα των Αμοριτών και των Ελαμιτών προκάλεσαν γρήγορα τον κατακερματισμό του βασιλείου: πολλές πόλεις αφανίστηκαν, ορισμένοι αξιωματούχοι εξεγέρθηκαν ενάντια στην κεντρική εξουσία και αυτονομήθηκαν και, τέλος, και η ίδια η πόλη της Ουρ λεηλατήθηκε από τους Ελαμίτες και ο ηγεμόνας αιχμαλωτίστηκε.
Η πτώση της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ σηματοδότησε το τέλος της σουμεροακκαδικής αυτοκρατορίας, αλλά όχι και το τέλος του σουμερικού πολιτισμού, καθώς αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν όλοι οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας που ακολούθησαν, με πρώτο τον βαβυλωνιακό.
Με πληροφορίες από: nationageographic