Η Αγία Ροζαλία ήταν μια ευγενής που απαρνήθηκε τον πλούτο για να ζήσει με προσευχές στη σπηλιά του βουνού Πελεγκρίνο, επιθυμώντας το κέρδος της απόλυτης γαλήνης της αιωνιότητας.
Ένας άκρως εκλεπτυσμένος ζωγράφος, αγαπητός στην ευρωπαϊκή καλή κοινωνία της εποχής του και διάσημος για τα πορτραίτα του ένιωσε δέος μπροστά στην τρομερή πανώλη, τόσο, ώστε να δημιουργήσει ένα από τα ελάχιστα έργα της ιστορίας της τέχνης με σαφή αναφορά στο λοιμό που μάστιζε την ανθρωπότητα. Αυτός ο ζωγράφος ήταν ο Άντονι Βαν Ντάικ. Ο γνωστός Φλαμανδός ζωγράφος των μουσείων, σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στο Παλέρμο της Σικελίας όπου έζησε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το 1624, βρέθηκε στη δίνη μιας από τις πολλές επιδημίες πανώλους που μάστιζαν μαζικά τις κοινωνίες του παρελθόντος, συγκλονίστηκε και δούλεψε το περίφημο πορτραίτο «Η Αγία Ροζαλία δέεται για τους πανουκλιασμένους του Παλέρμο». Το έργο ανήκει στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το οποίο απέκτησε το 1871.
Ο Άντονι Βαν Ντάικ, γιος εύπορου εμπόρου από την Αμβέρσα, μαθητής του Ρούμπενς, στο εργαστήριο του οποίου δούλεψε γύρω στο 1619, γοητευμένος από το χρώμα και τις υφές των υφασμάτων του δασκάλου, ζωγράφισε αναφερόμενος, αρχικά, στην αρχαία ελληνική μυθολογία και σε ηλικία 21 χρόνων μπήκε στην αγγλική βασιλική αυτή, αποδεχόμενος πρόσκληση του κόμητα της Αρουντέλ. Με τον κόμη έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία, όπου προσκλήθηκε από τον Καρδινάλιο της Ρώμης Μπεντιβόλιο και τις μεγάλες γενοβέζικες οικογένειες Σπίνολα, Μπρίνγκολε Σάλε και Ντουράτζο. Η Ιταλία ασκούσε τεράστια γοητεία στους καλλιτέχνες της εποχής, οι Φλαμανδοί, από την εποχή του Τζιότο, είχαν νιώσει τις ισχυρές επιδράσεις του Νότου όπως εξάλλου και ο Νότος δέχτηκε με θαυμασμό τους ζωγράφους του Βορρά και αγόρασε τους πίνακες τους. Το καμίνι της κόλασης και η φλεγόμενη βάτος έβγαλαν ακόμη πιο λαμπερά κόκκινα στην ανάμνηση των φλαμανδικών εξεγέρσεων που πνίγηκαν στο αίμα, ενώ ο Ρούμπενς κορύφωσε τη ζωγραφική του γενέθλιου τόπου, εναρμονίζοντας την πλήρως με την ιταλική περιπέτεια της μεγάλης τέχνης.
Ο Άντονι Βαν Ντάικ θαυμάζει απεριόριστα την Ιταλία, γοητεύεται από τ απαστράπτοντα χρώματα του μπαρόκ αλλά και μένει πιστός στο φλαμανδικό πρότυπο των πορτραίτων, που δεν απεικονίζουν ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, αλλά σταματούν κάπου στο μέσον των ποδιών. Στις κατακτήσεις του συνοψίζονται τα φίνα λαμπερά χρώματα της λεπτής πινελιάς, οι ασημένιοι και χρυσοί φωτισμοί που ξεγλιστρούν από τις θερμές σκιές. Βιρτουόζος του λευκού μεταξωτού. του μπλε και της υφής του πολύτιμου βελούδου. Ο Άντονι Βαν Ντάικ δουλεύει την Αγία Ροζαλία, αναδεικνύοντας το μέγεθος μιας πίστης όπου το θείο βρίσκεται ψηλά και ο πιστός χρειάζεται να εναρμονίσει το βλέμμα με την κίνηση προς τα επάνω.
Βιώνοντας ο Βαν Ντάικ την τρομερή επιδημία πανώλους στο Παλέρμο, επιδημία που κόστισε τη ζωή πολλών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου και του αντιβασιλέα της Σικελίας, προστάτη του ζωγράφου, συγκλονίστηκε. Ενώ η πανούκλα ήταν σε έξαρση βρέθηκαν τα οστά της Αγίας Ροζαλίας στο όρος Πελεγκρίνο, γεγονός που επικύρωσε τη φήμη της ως πολιούχου Αγίας του Παλέρμου.
Στο έργο του Βαν Ντάικ η Αγία Ροζαλία εικονίζεται να υπερίπταται της πόλης προς τον ουρανό για να δεηθεί ώστε ο Θεός να σώσει το Παλέρμο από την πανούκλα. Στη διαδρομή της τη συνοδεύουν άγγελοι. Ο ένας βρίσκεται ψηλότερα και είναι έτοιμος να τη στεφανώσει, ο άλλος δεξιά εικονίζεται τρομοκρατημένος, ενώ εκείνος που βρίσκεται στην άκρη του έργου αριστερά, κρατά την μύτη του. Είναι μια κίνηση υπαινικτική για την πανουκλιασμένη πόλη που απλώνεται κάτω.
Πηγή: http://www.enet.gr