Ο Ηράκλειος και οι Πέρσες

Όταν ο Ηράκλειος ανέβηκε στον θρόνο, το σπουδαιότερο πρόβλημα της αυτοκρατορίας ήταν οι εξωτερικοί εχθροί, οι Αβαροσλάβοι στις επαρχίες στη χερσόνησο του Αίμου, οι Πέρσες στις ασιατικές επαρχίες και στην Ιταλία οι Λογγοβάρδοι.

Ηράκλειος και Πέρσες
Χρυσός βυζαντινός σταυρός, 7ος-9ος αιώνας

Οι Πέρσες ήταν πιο δύσκολο πρόβλημα για τον Ηράκλειο. Χρειάστηκαν τρεις εκστρατείες για να λυθεί. Α’ εκστρατεία: Το Πάσχα του 622 ο Ηράκλειος αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα παρακολούθησε την Θεία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά. Αποβιβάστηκε με τον στρατό του στην Μικρά Ασία, αλλά απέφυγε να συγκρουστεί εκεί με τον εχθρό. Προχώρησε ανατολικότερα παρασύροντας μαζί του τους Πέρσες που τον παρακολουθούσαν. Με την κίνηση του αυτή μετέφερε τον πόλεμο στην Αρμενία. Εκεί έγινε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους Πέρσες και αναδείχθηκε νικητής. Άφησε εκεί τον στρατό του για να ξεχειμωνιάσει και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη.

Β’ εκστρατεία: Το 624 ο Ηράκλειος εισβάλλει στην Αρμενία και στην Ατροπατηνή Μηδία (σημερινό Αζερμπαϊτζάν) και έρχεται σε συνεννοήσεις με τους λαούς του Καυκάσου με τους οποίους γίνεται σύμμαχος. Το 626 ο Ηράκλειος επανέλαβε τις επιχειρήσεις και κατεδίωξε τους Πέρσες ως την Κιλικία.

Γ’ και τελική εκστρατεία: Το 627 ο Ηράκλειος άφησε τμήμα του στρατού του για να κυριεύσει την Τιφλίδα και εκείνος προχώρησε προς την Μεσοποταμαι αναζητώντας παντού τους Πέρσες. Η τελική αποφασιστική σύγκρουση έγινε στα ερείπια της αρχαίας πρωτεύουσας των Ασσυρίων Νινευΐ, ανατολικά του Τίγρη ποταμού και κοντά στην πεδιά των Γαυγαμήλων. Στους ίδιους τόπους που πριν από χίλια χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος είχε νικήσει του προγόνους τους Χοσρόη. Ο Ηράκλειος πλησίαζε να φτάσει στην πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα.

Το 628 οι Πέρσες αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη. Ο Ηράκλειος επέβαλε τρεις όρους: α) Να επιστραφούν στο Βυζαντινό Κράτος όλες οι περιοχές που είχαν καταλάβει οι Πέρσες, β) Να ελευθερωθούν όλοι οι χριστιανοί αιχμάλωτοι, γ) Να επιστραφεί ο Τίμιος Σταυρός, τον οποίοι είχαν αρπάξει οι Πέρσες το 614, όταν είχαν καταλάβει και καταστρέψει τα Ιεροσόλυμα. Από την μακρινή Ανατολή ο αυτοκράτορας στέλνει επιστολή στην Κωνσταντινούπολη με την οποία αναγγέλλει την κοσμοϊστορική νίκη του και ευχαριστεί τον Χριστό και τη Θεοτόκο.

Μετά από τις λαμπρές νίκες του, ο Ηράκλειος επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, όπου λαός, άρχοντες και πατριάρχης τον υποδέχονται κρατώντας κλαδιά ελιάς και λαμπάδες. Ο νικητής αυτοκράτορας εισήλθε στη Κωνσταντινούπολη πάνω σε άρμα, που το έσυραν τέσσερεις ελέφαντες, ενώ μπροστά προχωρούσαν άνδρες που κρατούσαν τον Τίμιο Σταυρό. Τον επόμενο χρόνο ο ίδιος ο αυτοκράτορας έφερε στα Ιεροσόλυμα τον Τίμιο Σταυρό και τον αναστύλωσε στις 21 Μαρτίου 630 στο ίδιο μέρος που τον είχαν στήσει ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη.

Σημασία της νίκης του Ηρακλείου

Το μεγάλο κατόρθωμα του Ηρακλείου να κατανικήσει τόσο τους Πέρσες (630) όσο και τους Αβάρους (626), δύο δυνάμεις της εποχής που απειλούσαν το Βυζάντιο, είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο ολόκληρο. Αναφέρεται ότι ο βασιλιάς των Ινδών έστειλε στον Ηράκλειο «συγχαρίκια» και πλούσια δώρα, μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Ο βασιλιάς των Φράγκων Δαγοβέρτος έστειλε απεσταλμένους να διαβιβάσουν τα συγχαρητήριά του και να συνάψουν με τον Ηράκλειο «αειπαγή» ειρήνη. Το 630 ο Μωάμεθ έστειλε κάποιον Ντιχία από το Κελμπ και κάλεσε τον Ηράκλειο να ασπασθεί τον ισλαμισμό. Ο Ηράκλειος συνάντησε τον Ντιχία στη Συρία και το μόνο που δέχθηκε ήταν να συναφθεί συμφωνία για την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων στην Ανατολή.

Το τέλος όμως του πολέμου είχε και άλλες επιπτώσεις. Όλες οι επαρχίες που είχαν υποστεί εισβολές και δηώσεις υπέφεραν από μεγάλο οικονομικό μαρασμό. Περιφέρειες ολόκληρες έμεναν ακαλλιέργητες εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Οι δρόμοι του χρυσού και των πρώτων υλών είχαν ανοίξει, αλλά χρειαζόταν χρόνος για να συνέλθει όλη η οικονομία. Τα δημόσια ταμεία ήταν άδεια, γιατί είχαν δαπανηθεί μεγάλα ποσά για τη συντήρηση του στρατού, την καταβολή χορηγιών στους συμμάχους.

Ο Ηράκλειος υποχρεώθηκε να αποδώσει τα χρήματα που του είχε δανείσει η Εκκλησία. Περιόρισε τον στρατό του και ανέστειλε τη διοικητική αναδιοργάνωση. Υποχρεώθηκε επίσης να εντείνει την είσπραξη των φόρων, με αποτέλεσμα να εξαγριωθούν οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί, ιδίως των ανατολικών επαρχιών, που τόσο είχαν υποφέρει. Υποχρεώθηκε επίσης να πληρώνει επιχορηγήσεις στις φυλές που ο ίδιος είχε εγκαταστήσει στην βόρεια χερσόνησο του Αίμου ως ασπίδα εναντίον των Αβάρων.

Το περσικό κράτος πολύ γρήγορα έπεσε σε αναρχία τόσο μεγάλη, ώστε σχεδόν έφθασε στα όρια της διάλυσης. Έπαυσε πλέον να είναι υπολογίσιμη δύναμη και έτσι το Βυζάντιο έπρεπε να αντιμετωπίσει τα επιθετικά κύματα της Ασίας. Λόγω έλλειψης χρημάτων μειώθηκαν και οι επιχορηγήσεις που καταβάλλονταν στις συνοριακές αραβικές φυλές, χωρίς τις οποίες οι αραβικές φυλές δεν μπορούσαν να ζήσουν και ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν στη ληστεία. Την κατάσταση επιδείνωνε η διαγωγή των βυζαντινών αρχόντων και απεσταλμένων οι οποίοι διαρκώς προσπαθούσαν να τους ταπεινώνουν. Αυτή η συμπεριφορά και η πείνα ώθησε τους χριστιανούς Άραβες να ενωθούν με τους μουσουλμάνους αδελφούς τους. Ο δρόμος της εισβολής ήταν πλέον ανοικτός.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους