Με εντελώς ιδιάζοντα τρόπο ιδρύθηκε η ηγεμονία της Αχαΐας, που έμελλε να αποκτήσει σημαντική δύναμη και να γίνει η σπουδαιότερη από τις φραγκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου εκτός από την περιοχή της Κορίνθου, του Άργους και του Ναυπλίου που είχε σφετερισθεί ο Λέων Σγουρός, είχε αποδοθεί σύμφωνα με την partitio στην Βενετία. Τα γεγογότα ωστόσο εξελίχθηκαν διαφορετικά.

(Castle Tornese)
Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος, που είχε, ακολουθώντας την πορεία της σταυροφορικής στρταιάς, διαπεραιωθεί στη Συρία, μόλις πληροφορήθηκε την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους έσπευσε να ενωθεί με τους νικητές, για να εξασφαλίσει μερίδιο στην διανομή των λαφύρων. Ο κακές καιρικές συνθήκες τον υποχρέωσαν να προσορμισθεί στην Μεθώνη, όπου, ύστερα από πρόταση τοπικού άρχοντα, που ζητούσε ευκαιρία να επεκτείνει τις κτήσεις του, ανέλαβε την από κοινού κατάκτηση της δυτικής Πελοποννήοσυ.
Ο γιος όμως του Έλληνα άρχοντα δεν αναγνώρισε, μετά τον θάνατο του πατέρα του, την συμφωνία και απέσπασε από τον Βιλλεαρδουΐνο τα εδάφη που είχαν καταληφθεί. Ο τελευταίος αναγκάστηκε τότε να στραφεί προς τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, που πολιορκούσε το Ναύπλιο, να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε αυτόν. Εκεί συνάντησε τον φίλο του Γουλιέλμο de Champlitte και τον παρακίνησε να να επιχειρήσουν μαζί την κατάκτηση «της πλούσιας γης που ονομάζεται Μορέας».
Το 1205, οι κυριότερες πόλεις της Πελοποννήσου είχαν κατακτηθεί χωρίς αντίσταση. Μολονότι η κατάκτηση της Πελοποννήσου δεν είχε ολοκληρωθεί ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ σε γράμμα που έστειλε στον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης τον Νοέμβριο του 1205, ονόμασε τον Γουλιέλμο «princeps totius Achaie provincie». Το 1208, ο Γουλιέλμος επέστρεψε στη Γαλλία, για να κληρονομήσει τον αδελφό του Λουδοβίκο, κόμητα της Βουργουνδίας, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι ο Βιλλεαρδουΐνος έμεινε ο κύριος ρυθμιστής των πραγμάτων.
Ο όρος «provincia» εγκαταλείφθηκε γρήγορα και το κράτος του Βιλλεαρδουΐνου ονομάστηκε «principatus Achaie». Το νέο φραγκικό κράτος κατέλαβε ιδιότυπη θέση στον φεουδαρχικό κόσμο της Ανατολής. Ο Βιλλεαρδουΐνος έγινε κυρίαρχος τςη Πελοποννήσου «κατακτητικώ δικαίω» την κυριότητα όμως των εδαφών της Πελοποννήσου την διεκδικούσε σύμφωνα με το έγγραφο της partitio η Βενετία. Από την άλλη, το γεγονός ότι ο Βονιφάτιος είχε δώσει την άδεια να κατακτήσουν την περιοχή δημιουργούσε αυτόματα μια σχέση υποτέλειας με τον βασιλιά της Θεσσσαλονίκης.
Μετά την θάνατο του Βονιφάτιου και την έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος ανέλαβε την επικυριαρχία του κράτους του Μομφερρατικού, με αποτέλεσμα ο Βιλλεαρδουΐνος να γίνει άνθρωπος του αυτοκράτορα και να τιμηθεί με τον τίτλο του «senescallus» (κάτι σαν μέγας δομέστικος) της αυτοκρατορίας . Με αυτόν τον τρόπο ο Βιλλεαρδουΐνος εξασφάλισε τη θέση του απέναντι στην λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, αλλά παράλληλα έπρεπε να τακτοποιήσει και τις διαφορές του με την Βενετία.
Οι σχέσεις του Φράγκου ηγεμόνα με την Γαληνοτάτη ρυθμίστηκαν με τη συνθήκη της Σαπιέντσας (νησάκι στα νότια της Μεθώνης), τον Ιούνιο του 1209. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης η Βενετία παραχώρησε στον Βιλλεαρδουΐνο ως φέουδα τα εδάφη της Πελοποννήσου, εκτός από την περιοχή της Μεθώνης και της Κορώνης και ο τελευταίος έγινε υποτελής του δόγη.
Η ηγεμονία της Αχαΐας αρχίζει
Αφού εξασφάλισε τη θέση του στο νεοσύστατο φραγκικό κράτος της Πελοποννήσου, ο Βιλλεαρδουΐνος ασχολήθηκε με την διανομή των φέουδων και την οργάνωση της ηγεμονίας του. Η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε 12 βαρονίες, που περιελάμβαναν αντίστοιχα ορισμένο ριθμό φέουδων: 1) Άκοβα (σημερινή Δημητσάνα) με 24 φέουδα, 2) Καρύταινα με 22 φέουδα, 3) Πάτρα με 24 φέουδα, 4) Πασσαβάς (στον Λακωνικό κόλπο) με 4 φέουδα, 5) Βοστίτσα με 8 φέουδα, 6) Καλάβρυτα με 12 φέουδα, 7) Χαλανδρίτσα με 4 φέουδα, 8) Βελίγοστη (Αρκαδία) με 4 φέουδα, 9) Νίκλι (κοντά στην Τεγέα) με 6 φέουδα, 10) Γεράκι (δυτικά του Πάρνωνα) με 6 φέουδα, 11) Γρίτσενα (Μεσσηνία) με 4 φέουδα, 12) Καλαμάτα και Κυπαρισσία προσωπικά φέουδα του Βιλλεαρδουΐνου.
Παράλληλα οργανώθηκε και η λατινική εκκλησία σε αρχιεπισκοπές και επισκοπές. Στην αρχή ιδρύθηκε η αρχιεπισκοπή Πατρών, που είχε στη δικαιοδοσία της επτά επισκοπές και αργότερα μετά την κατάκτηση της Κορίνθου (1210), η εκκλησία της τελευταίας αριθμούσε επτά επισκοπές. Η πρώτη οργάνωση με τις πολλές επισκοπές έμεινε αρχικά στα χαρτιά. Η πάροδος του χρόνου, οι ανάγκες και η πείρα που είχε αποκτήσει η λατινική εκκλησία ήταν φυσικό να οδηγήσουν σε αλλαγές. Πολλές επισκοπές χωρίς περιουσία και χωρίς λατινικό πληθυσμό καταργήθηκαν ή ενώθηκαν με άλλες πιο εύπορες, με αποτέλεσμα στα μέσα του 13ου αιώνα η αρχιεπισκοπή Πατρών να περιλαμβάνει τέσσερις επισκοπές και η αρχιεπισκοπή της Κορίνθου τρεις.
Οι σχέσεις ηγεμονίας και εκκλησίας στα πρώτα χρόνια της φραγκικής κυριαρχίας ήταν κακές. Οι αυτονομιστικές τάσεις των επισκόπων και η παρακράτηση των εκκλησιαστικών εσόδων από τους Φράγκους ηγεμόνες -σύμφωνα με την παράδοση ο Βιλλεαρδουΐνος έχτισε το Χλεμούτσι με χρήματα που ανήκαν στην εκκλησία- προκαλούσαν συχνά την αντίδραση του πάπα που χρησιμοποιούσε ακόμη και τον αφορισμό για να επαναφέρει τα πράγματα στην τάξη.
Όσο για τους Έλληνες ιερείς, όσοι έμειναν και δεν ζήτησαν καταφύγιο στην εξορία, δεν συνάντησαν ιδιαίτερες δυσκολίες στην άσκηση των καθηκόντων τους. Ο αριθμός τους είχε βέβαια ελαττωθεί και πολλά ορθόδοξα μοναστήρια είχαν δοθεί στους καθολικούς, αλλά γενικά ο ορθόδοξος κλήρος δεν δέχθηκε την πίεση ή τις βιαιοπραγίες που γνώρισε η ελληνική εκκλησία σε άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές.

(φραγκική εκκλησία)
Η λατινική κατάκτηση ανέκοψε τις φιλοδοξίες των τοπικών αρχόντων για επέκταση της επιρροής και αύξηση της κτηματικής τους περιουσίας. Αντιμετωπίζοντας τη νέα πραγματικότητα, το αρχοντολόι της Πελοποννήσου, αναγκάσθηκε, για να διατηρήσει τα προνόμια του, να κάνει «σύμβασιν» με τους Φράγκους. Με αντάλλαγμα της παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας και δίνοντας συγχρόνως όρκο πίστης στους Φράγκους κατακτητές. Η τάξη των αρχόντων ενσωματώθηκε στις κατώτερες βαθμίδες της φεουδαρχικής ιεραρχίας.
Ο υπόλοιπος πληθυσμός αποτέλεσε σύμφωνα με τη φεουδαρχική αντίληψη τις τάξεις των παροίκων ή των βιλλάνων, του «λίου λαού». Με την αλλαγή της κυριαρχίας οι πάροικοι, που ήταν ως τότε εξαρτώμενοι από τη γη, έγιναν προσωρινά υποτελείς των κυρίων τους. Εκτός από τους φεουδάρχες και τους παροίκους, υπήρχαν ακόμη οι ελεύθεροι χωρικοί, οι κάτοικοι των πόλεων («burgenses») και οι έμποροι, Βενετοί και Γενουάτες κυρίως, που ζούσαν συγκεντρωμένοι στα λιμάνια και στα αστικά κέντρα. Η κοινή ζωή και τα κοινά συμφέροντα οδήγησαν στην προσέγγιση Ελλήνων και Φράγκων και στη σύναψη επιγαμιών. Από την ελληνολατινική αυτή ένωση προέκυψε η τάξη των γασμούλων, που διέθεταν την πειθαρχία και τη σύνεση των Ελλήνων και την ορμητικότητα και την αυθάδεια των Λατίνων.
Οι ανάγκες και τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι φεουδάρχες συνετέλεσαν στη διαμόρφωση ενός φεουδαρχικού δικαίου, γνωστού με το όνομα «Ασσίζες της Ρωμανίας». Το δίκαιο αυτό καθόριζε τις δικαιοδοσίες των φεουδαρχών, την τύχη των φέουδων, τις σχέσεις με τους υποτελείς, τη θέση των βιλλάνων, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των τοπικών αρχόντων. Οι Ασσίζες της Ρωμανίας διαδόθηκαν ευρύτατα στον λατινοκρατούμεον ελληνικό χώρο γιατί η Βενετία ευνόησε ιδιαίτερα το φεουδαρχικό δίκαιο κα επέτρεψε τη συνέχιση του στις περιοχές που γνώρισαν, πριν περάσουν υπό τη σημαία του Αγίου Μάρκου, τη φραγκική κυριαρχία.
Η φεουδαρχία συνετέλεσε στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και του διαμετακομιστικού εμπορίου χωρίς να δημιουργήσει μεγάλα αστικά κέντρα. Η αμπελουργία ήταν η κύρια απασχόληση και τα κρασιά ήταν περιζήτητα στην Ευρώπη. Οι πελοποννησιακές πόλεις με τη φράγκικη κατάκτηση στράφηκαν προς τη Δύση, εισχώρησαν στο κύκλωμα του δεθνούς εμπορίου και έγιναν βάσεις διαμετακομιστικές και σταθμοί ανεφοδιασμού.
Η ηγεμονία της Αχαΐας τελειώνει
Από τα μέσα του 14ου αιώνα τα φραγκικά κρατίδια που ιδρύθηκαν στα εδάφη της άλλοτε βυζαντινής αυτοκρατορίας άρχισαν να εξασθενούν. Οι μικρές αυτές χωρίς μητρόπολη δυτικές αποικίες της ελληνικής Ανατολής μεταφυτευμένες σε ένα περιβάλλον ξένο με το οποίο δεν πέτυχαν να συγκερασθούν, ήταν επόμενο με την πάροδο του χρόνου να καταρρεύσουν.
Ο τελευταίος αιώνας της φραγκοκρατίας στη Πελοπόννησο χαρακτηρίζεται από την παρουσία ποικίλων ξένων στοιχείων (Βενετών, Φλωρεντινών, Γενουατών, Καταλανών, Ιωαννιτών, Ναβαρραίων), που προσπαθούν αλληλοσυγκρουόμενα να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν στον ελληνικό χώρο με αποτέλεσμα η ηγεμονία της Αχαΐας να διασπασθεί σε μικρά ανεξάρτητα κρατίδια και να επικρατήσει αστάθεια και αναρχία. Ενώ στο εξωτερικό νέοι εχθροί, οι Τούρκοι, εμφανίζονται στις πελοποννησιακές ακτές, απειλώντας ελληνικές και φραγκικές κτήσεις, στο εσωτερικό οι Φράγκοι είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των Ελλήνων.
Ήδη στη διετία σημαντικά φραγκικά κάστρα, όπως της Καρύταινας και της Άκοβας, είχαν περάσει στα χέρια των Βυζαντινών του Μυστρά και από τις δώδεκα βαρωνίες, που είχε συστήσει ο Βιλλεαρδουΐνος είχαν μείνει μόνο τρεις, Πάτρας, Χαλανδρίτσας και Βοστίτσας. Οι οικογένειες των πρώτων κατακτητών είχαν εκλείψει και πολλοί από τους Φράγκους εγκατέλειπαν το δόγμα τους και εισχωρούσαν στους κόλπους της ελληνικής εκκλησίας.
Το κλίμα ανασφάλειας που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο έντονο, ώστε το 1321 μια ομάδα Φράγκων, λαϊκών και κληρικών, ζήτησε με δική της πρωτοβουλία από τον δόγη της Βενετίας να περιλάβει την ηγεμονία της Αχαΐας υπό τη σημαία του Αγίου Μάρκου. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1341, Φράγκοι φεουδάρχες έστειλαν αντιπροσωπία στον Ιωάννη Καντακουζηνό, που βρισκόταν στο Διδυμότειχο, για να διαπραγματευθεί την υποταγή τους στους Βυζαντινούς της Πελοποννήσου. Η κατάσταση για τους Φράγκους θα γίνεται ολοένα και πιο κρίσιμη, καθώς το ελληνικό δεσποτάτο, περνώντας στα χέρια των Κανατακουζηνών και των Παλαιολόγων μελών της αυτοκρατορικής δυναστείας, εξελίσσεται σε δεύτερο μετά την Κωσνσταντινούπολη κέντρο πολιτικής δύναμης του Βυζαντινού Κράτους.
Τον 15ο αιώνα η κατάσταση στα φραγκικά κρατίδια της Πελοποννήσου ήταν χαώδης. Η περιοχή γύρω από την Πάτρα είχε συγκεντρώσει από το 1426 την προσοχή των Βυζαντινών. Ανίκανοι να αντισταθούν στου Έλληνες οι τελευταίοι ηγεμόνες της Αχαΐας αναγκάστηκαν να τους παραχωρήσουν τις κτήσεις τους. Το 1427 ο Κάρολος Τόκκος παραχώρησε στον δεσπότη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο την Κλαρέντσα ως προίκα της ανηψιάς του Μαγδαληνής-Θεοδώρας και το 1429-1430 ο Centurione Zaccaria πρόσφερε στον Θωμά Παλαιολόγο και αυτός προίκα της κόρης του όλα τα εδάφη που είχε η ηγεμονία της Αχαΐας, με εξαίρεση την βαρωνία της Αρκαδίας, την οποία κατέλαβε ο δεσπότης μετά τον θάνατο του πεθερού του το 1432. Έτσι εκτόα από τις βενετικές κτήσεις η Πελοπόννησος ύστερα από δύο περίπου αιώνες φραγκικής κυριαρχίας έγινε πάλι ελληνική το 1432.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους