Στην ελληνική πολιτική σκηνή του 5ου π.Χ. αιώνα, ο Εύξεινος Πόντος δεν έπαιξε ούτε μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο. Η ιστορική σημασία του Ελληνισμού στην απομακρυσμένη αυτή περιοχή έγκειται στο ρόλο που έπαιξε στην οικονομική ζωή της κυρίως Ελλάδας, ιδιαίτερα της Αθήνας, και στην πολιτιστική του επίδραση στους βάρβαρους λαούς της ενδοχώρας.
Μετά την οριστική εγκατάσταση των Ελλήνων αποίκων οι δυνατότητες προσπέλασης του Εύξεινου Πόντου ορίζονται από δύο κυρίως θαλάσσια δρομολόγια. Το ένα οδηγούσε από τον Ελλήσποντο και τον Θρακικό Βόσπορο στον Εύξεινο Πόντο, δηλαδή τις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας, για να καταλήξει στις εκβολές του Φάσιδος ποταμού (στην Κολχίδα, στη ΝΔ πλευρά του Καυκάσου) και στη συνέχεια βορειότερα στον Κιμμέριο Βόσπορο. Τέλος έφθανε στις εκβολές του Τανάιδος ποταμού, του βορειότερου σημείου της περιοχής. Αυτό ο θαλάσσιος δρόμος ήταν και ο αρχαιότερος, πράγμα που αποδεικνύεται και από την ίδρυση των παλαιότερων ιωνικών αποικιών, Σινώπης και Αμισού, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Μια παράδοση ακόμη που αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την αρχαιότητα του δρομολογίου αυτού είναι ο δρόμος των Αργοναυτών.
Οι πειρατικές επιδρομές όμως και οι αφιλόξενες ακτές μεταξύ Σινώπης και Τραπεζούντας ανάγκασαν τους Έλληνες ναυτικούς να ακολουθήσουν άλλον δρόμο. Αυτός ο δεύτερος θαλάσσιος δρόμος, που αντικαθρεφτίζεται στους ελληνικούς θρύλους, (ο Ορέστης στην χώρα των Ταύρων και ο Οδυσσέας στη χώρα των Κιμμερίων), είναι ο δυτικός που οδηγούσε επίσης μέσα από τον Ελλήσποντο και τον Θρακικό Βόσπορο, στον Εύξεινο Πόντο. Τα πλοία έπειτα έπλεαν στους δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου με βόρεια κατεύθυνση και συνέχιζαν ως την περιοχή των εκβολών του Υπάνιδος και του Δνείπερου ποταμού για να καταλήξουν στις ακτές της Χερσονήσου της Κριμαίας.
Τέλος, ένα τρίτο δρομολόγιο -για το εσωτερικό της Μαύρης Θάλασσας- το λεγόμενο «σύντομο δρομολόγιο», που ένωνε στην αρχαιότητα κατ’ ευθείαν τις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, περίπου από το ύψος της Σινώπης, με τις βόρειες, δηλαδή τις νότιες ακτές της Ταυρικής Χερσονήσου, όπου βρισκόταν το ακρωτήριο Κριού Μέτωπο και μια πλούσια ελληνική αποικία η Χερσόνησος.
Η ναυσιπλοΐα στον Εύξεινο Πόντο έμεινε βασικά παράκτια. Αυτό βέβαια οφείλεται στην έλλειψη μέσων πλοήγησης και στα μικρά σκάφη της εποχής. Ο Στράβων, επαναλαμβάνοντας τον Ερατοσθένη, μας πληροφορεί ότι οι αρχαίοι απέφευγαν κατά κανόνα την ανοιχτή θάλασσα και φρόντιζαν στα ταξίδια τους να μη χάσουν από τα μάτια τους την στεριά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Εύξεινο Πόντο, που το ευφημιστικό του όνομα δηλώνει πόσο αφιλόξενη θάλασσα ήταν για τους αρχαίους ναυτικούς με τα ελάχιστα τεχνικά μέσα.
Οι Έλληνες άποικοι γρήγορα ξεπέρασαν τις πρώτες δυσκολίες εγκατάστασης στις άγνωστες εκείνες χώρες και μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν δυναμικά ή να επηρεάσουν πολιτιστικά τους πληθυσμούς των βαρβάρων της ενδοχώρας. Μερικές αποικίες μάλιστα έστειλαν οι ίδιες αποίκους και κατόρθωσαν έτσι να επεκτείνουν την επιρροή τους σε μεγαλύτερες περιοχές. Έτσι η Απολλωνία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου ιδρύει στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα την Αγχίαλο και η Σινώπη στις νότιες ακτές τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα.
Ήδη στο β΄ μισό του 6ου π.Χ. αιώνα οι Αθηναίοι, χάρη στην πολιτική των Πεισιστρατιδών ενίσχυσαν σημαντικά τις εμπορικές συναλλαγές με τις πόλεις του Βόρειου Εύξεινου Πόντου περιορίζοντας τις εξαγωγές των ιωνικών πόλεων, ιδιαίτερα της Μιλήτου. Η κατάληψη των στενών το Ελλησπόντου από τους Πέρσες κυρίως όμως οι Περσικοί Πόλεμοι ήταν φυσικό να ανακόψουν ή να μειώσουν τις συναλλαγές αυτές.
Το 437π.Χ. η ΑΘήνα αναθέτει στον Περικλή, στον οποίο δίνει 30 πλοία, την διενέργεια μιας επιχείρησης που σκοπό είχε να επηρεάσει την κατάσταση στον Εύξεινο Πόντο, να καταφέρει δηλαδή να επεκτείνει η Αθήνα ενεργότερα την επιρροή της εκεί. Η επιχείρηση αυτή απέβλεπε πρώτα-πρώτα στο να δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας στους Έλληνες του Εύξεινου Πόντου απέναντι στους βάρβαρους γείτονες τους. Οι Αθηναίοι πέτυχαν να εγκαταστήσουν κληρούχους στις πόλεις των νότιων ακτών του Εύξενου, Αμισό και Σινώπη. Αντίθετα στην ΒΔ πλευρά του Πόντου η επιτυχία της Αθήνας ήταν περιορισμένη.
Παρά την γενικότερη επιτυχία της εκστρατείας στον Εύξεινο Πόντο, η Αθήνα είχε καταλάβει ότι η άσκηση πολιτικής επιρροής στις εκεί ελληνικές πόλεις ήταν αντικειμενικά πολύ δύσκολη. Γι΄αυτό και απέβλεπαν κυρίως στο να έχουν την κυριαρχία των Στενών όπως επίσης και φιλικές διπλωματικές σχέσεις με τους ηγεμόνες του Παντικάπαιου και του θρακικού φύλου των Οδρυσών.
Η θέση του Ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου κοντά στα βαρβαρικά φύλα εξηγεί, ως ένα βαθμό, το χαρακτηριστικότερο φαινόμενο της πολιτιστικής του ιστορίας, την ακτινοβολία δηλαδή των ελληνικών αποικιών στους βάρβαρους λαούς της ενδοχώρας. Οι Έλληνες του Πόντου όχι μόνο διατήρησαν την εθνική τους συνείδηση για πολλούς αιώνες, αλλά είχαν και μια ιδιαίτερη προσήλωση στην ελληνική παράδοση.
Φυσικά και επιδράσεις των γηγενών, κυρίως των Σκυθών δεν έλειψαν. Ακόμη και η ανάμιξη Ελλήνων, συγκεκριμένα εκείνων που έμεναν έξω από τα αστικά κέντρα, όπως στην Ολβία, με τους Σκύθες ήταν φυσική. Τον πληθυσμό αυτό ονόμαζαν οι κάτοικοι της Ολβίας «μιξέλληνες», δηλώνοντας έτσι τον δικό τους ακραιφνή ελληνικό χαρακτήρα. «Μιξέλληνες» θα ήταν και οι Καλλιπίδες, που ήταν «Έλληνες Σκύθες», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Μεγάλη σημασία έχει η πολιτιστική επίδραση των Ελλήνων του Βόρειου Εύξεινου Πόντου στους γειτονικούς βαρβαρικούς λαούς, ιδιαίτερα τους Σκύθες. Οι Σκύθες της ενδοχώρας έμειναν πιστοί στα έθιμα τους, απέφευγαν τη μίμηση των επήλυδων και τιμωρούσαν κάθε προσπάθεια εισαγωγής ξένων εθίμων. Η «προσπέλαση» έγινε με την τέχνη. Οι τεχνίτες των ελληνικών πόλεων του Εύξεινου Πόντου κατασκεύαζαν στον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα αγγεία, από χρυσό και άργυρο, χρυσές διακοσμητικές πλάκες, κοσμήματα κ.α. για τους πλούσιους Σκύθες πελάτες τους. Τα έργα αυτα δεν παρουσιάζουν ενιαία τεχνοτροπία, αλλά είναι «ιωνικά», άλλα εμφανίζουν μίγμα ξένων τεχνοτροπιών, όπου όμως υπερτερεί το σκυθικό στοιχείο, δηλαδή η απεικόνιση ζώων.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους