Η Εύβοια, το Negreponte των δυτικών πηγών, ανήκε στα τμήματα του ελληνικού χώρου που γνώρισαν, προτού υπαχθούν στη Βενετία, μια φάση φεουδαρχικής κυριαρχίας. Το κεντρικό μέρος του νησιού μαζί με την πόλη του Ευρίπου (Χαλκίδα) είχε ήδη αποσπασθεί στις παραμονές της Δ’ Σταυροφορίας από τον Λέοντα Σγουρό και βρισκόταν υπό τον έλεγχό του, ενώ ο Ωρεός στον βορρά και η Κάρυστος στον νότο, είχαν αποδοθεί σύμφωνα με το έγγραφο της διανομής των βυζαντινών εδαφών του 1204 στους Βενετούς.

Την άνοιξη, ωστόσο, του 1205, ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός, αδιαφορώντας για τα κυριαρχικά δικαιώματα των Βενετών, κατέλαβε ολόκληρη την Εύβοια και την παραχώρησε ως φέουδο πρώτα στον Φλαμανδό σταυροφόρο Ιάκωβο d’ Anesnes και λίγους μήνες αργότερα μετά τον θάνατο του τελευταίου σε τρεις ευγενείς από την Βερόνα. Το νησί χωρίστηκε σε τρεις φεουδαρχικούς κύκλους και κάθε τριτημόριος ή τρίαρχος έλαβε έναν, εκτός από την πόλη, που ορίσθηκε κοινή κτήση και των τριών.
Στην Εύβοια η φεουδαρχική οργάνωση εξελίχθηκε τον 13ο αιώνα με εντελώς ιδιόρρυθμο τρόπο. Από το 1208, ο Ravano dalle Carceri, ένας από τρεις ευγενείς στους οποίους είχε δοθεί ως φέρουδα η Εύβοια, έμεινε μόνος κυρίαρχος του νησιού. Επιζητώντας σύμμαχο στη διένεξη του με τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο, έσπευσε τον Μάρτιο του 1209 να δεχθεί την επικυριαρχία του δόγη της Βενετίας. Όμως έπειτα από δύο μήνες οι σχέσεις του με τον Λατίνο αυτοκράτορα ρυθμίστηκαν μετά την υπογραφή συνθήκης της Θήβας, δεν δίστασε να αναγνωρίσει τον εαυτό του άνθρωπο λίζιο (υποτελή) και του Λατίνου αυτοκράτορα, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο σχέσεις διπλής υποτέλειας.
Με τις ενέργειες αυτές του Ravano η Εύβοια ενσωματώθηκε στον φεουδαρχικό κλοιό της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης και αργότερα το 1248, με τη μεταβίβαση της επικυριαρχίας από τον Λατίνο αυτοκράτορα στον πρίγκιπα της Αχαΐας, το νησί τέθηκε υπό τον έλεγχο των ηγεμόνων της φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου. Αλλά ενώ η φεουδαρχική σχέση υποτέλειας στην λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και την ηγεμονία της Αχαΐας παρέμεινε θεωρητική, η ανάμιξη της Βενετίας στις φεουδαρχικές υποθέσεις της Εύβοιας γινόταν συνεχώς μεγαλύτερη. Η Γαληνοτάτη, απασχολημένη με την κατάκτηση της Κρήτης στις αρχές του 13ου αιώνα, δεν επιθυμούσε να την κατάλυση του συστήματος της τριαρχίας, γιατί η εγκατάσταση εκεί μιας αρχής όχι ιδιαίτερα ισχυρής τη διευκόλυνε στην αύξηση της επιρροής της και στη μακροπρόθεσμη πραγματοποίηση του σχεδίου της για επέκταση της εξουσίας σε ολόκληρο το νησί.
Η παρουσία των Βενετών στην Εύβοια, παρά τα δικαιώματα που τους είχαν παραχωρηθεί, στην αρχή ήταν περιορισμένη. Σιγά σιγά όμως, ο αντιπρόσωπος της Γαληνοτάτης, ο βάιλος, άρχισε να αναμιγνύεται όλο και πιο αποφασιστικά στα εσωτερικά πράγματα του νησιού, έγινε γρήγορα ο κύριος εξουσιαστής και ρυθμιστής των διαφορών των διαδόχων των τριτημορίων και μοιράζει τα φέουδα ανάλογα με τις προτιμήσεις της μητρόπολης.
Το «Βασίλειο του Νεγρεπόντε» όπως ονομάστηκε η Εύβοια κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας, χωρίς να έχει τη ζωτική σημασία των κρητικών λιμανιών, ήταν ωστόσο σημαντικός εμπορικός σταθμός, οργανωμένος κατάλληλα από τους Βενετούς για να διευκολύνει τις συναλλαγές των εμπόρων με την κεντρική και νότια Ελλάδα, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, η Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη. Την εμπορική κίνηση της Εύβοιας δεν μονοπωλούσαν αποκλειστικά οι κάτοικοι της Βενετίας, αλλά και οι Βενετοί που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή.
Παρά την τάση της Βενεντίας να εντάξει τις πρωτοβολίες της στο πατερναλιστικό της σύστημα, οι δυνατότητες που είχαν οι άποικοι να αναπτύξουν εμπορική δραστηριότητα ήταν πολλές και μεγάλες. Ήδη από το 1340, η Βενετία είχε παραχωρήσει το δικαίωμα της βενετικής υπηκοότητας, περιορισμένης όμως στην περιοχή της Ρωμανίας, όχι μόνο στους κατοίκους της παροικίας της, αλλά και σε όσους ακόμη θα πήγαιναν να κατοικήσουν εκεί. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωνε να αποσπά τους Λατίνους από τη δικαιοδοσία των τριτημορίων και να επεμβαίνει στις διαφορές που παρουσιάζονταν ανάμεσα σε αυτούς και στους υπηκόους της. Αργότερα, η Γαληνοτάτη υποσχέθηκε τη χορήγηση πλήρων δικαιωμάτων βενετικής υπηκοότητας στους Λατίνους, που θα κατοικούσαν με τις οικογένειες τους για μια χρονική περίοδο 10 ετών στη Εύβοια, στην Κρήτη και στα Μοθοκόρωνα.
Η μεταβίβαση της κυριαρχίας από τους τριτημόριους στους Βενετούς δεν δημιούργησε προβλήματα στους αυτόχθονες πληθυσμούς κια μάλλον ικανοποίησε παρά δυσαρέστησε τους κατοίκους, που προτιμούσαν να είναι υποταγμένοι στους βαΐλους της Βενετίας παρά σε διάφορους Λατίνους ηγεμονίσκους.
Η Γαληνοτάτη επέτρεψε στις νέες της κτήσεις τη συνύπραξη του τοπικού φεουδαρχικού και βενετικού δικαίου. Το 1421, αναγνώρισε την εφαρμογή του δικαίου των Ασσιζών, και αργότερα, το 1453, ανέθεσε σε δωδεκαμελή επιτροπή να καταγράψει τους φεουδαρχικούς νόμους και τα έθιμα και να συντάξει ένα επίσημο κείμενο για τη χρήση στων κατοίκων της Εύβοιας, του Ναυπλίου, της Κορώνης και της Μεθώνης. Παραχωρώντας, από την άλλη, φέουδα έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας, κατόρθωσε να συμφιλιώσει τα φεουδαρχικά έθιμα με τις ανάγκες της και να εξασφαλίσει συγχρόνως το αμυντικό σύστημα των κτήσεων της.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους