Η άνοδος των ευγενών ως οικονομικού και πολιτικού παράγοντα σε μερικά ελληνικά κράτη, πριν από το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα εξακολούθησε σε αυτά τα ίδια και επεκτάθηκε σε πολλά άλλα. Στο οικονομικό επίπεδο οι ευγενείς ωφελήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική τάξη από την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας και συγχρόνως άντλησαν κέρδη από τις ασθενέστερες τάξεις, και μάλιστα από τους χωρικούς. Στο πολιτικό επίπεδο, οι ευγενείς από τη μια μεριά μείωσαν ή κατάργησαν τους βασιλείς, από την άλλη περιόρισαν τον κύκλο των ενεργών πολιτών στην τάξη τους ή και σε ένα τμήμα της.

Η απόσταση που χώριζε τους αριστοκράτες από τις άλλες κοινωνικές τάξεις μεγάλωσε. Ήδη στον Όμηρο συναντούμε επίθετα που στο αριστοκρατικό λεξιλόγιο δήλωναν τους ευγενείς και τους μη ευγενείς. Αυτά τα επίθετα ήταν για τους πρώτους: «αγαθοί», «άριστοι», για τους δεύτερους: «κακοί», «χείρους». Στην μεθομηρική γραμματεία συναντούμε τους όρους για τους πρώτους: «καλοί καγαθοί», «ευγενείς», «ευπατρίδες», «γενναίοι», «γνώριμοι», «επιεικείς», «χαρίεντες», «χρηστοί». Για τους δεύτερους: «δειλοί», «πονηροί».
Οι ευγενείς που έμειναν πιστοί στις παραδόσεις τους κρατήθηκαν μακριά από κάθε «ασχολία», όρος που εκείνη την εποχή σήμαινε κάτι κακό, έλλειψη «σχολής». Οι ευγενείς θεωρούσαν ότι η «σχολή» παρείχε στον ευγενή τη δυνατότητα να γυμνάσει το σώμα του, το πνεύμα του και την ψυχή του, με αποτέλεσμα να γίνει «καλός καγαθός», συγκεντρώνοντας στον ύψιστο βαθμό τις ικανότητες και τις αρετές που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει με «κλέος» τον εχθρό στη μάχη. Ο εργαζόμενος όχι μόνο δεν ασκούσε το σώμα του αλλά το ταλαιπωρούσε, όχι μόνο δεν φρονιμάτιζε την ψυχή του αλλά την ταπείνωνε, είτε επιδιώκοντας να κερδίσει είτε εκτελώντας ένα έργο με ξένη εντολή έναντι μισθού.
Τα ιδανικά με τα οποία εκπαιδευόταν ο ευγενής -επιδίωξη του «κλέους», της «αριστείας»- και η πράξη μέσα στην οποία ζούσε -έντονοι πολιτικοί ανταγωνισμοί, που άλλοτε οδηγούσαν στην εξουσία και στις απολαύσεις του πλούτου και άλλοτε στην εξορία και στην οικονομική στενοχώρια, που διανύονταν με δραστηριότητα για αποκατάσταση ή με στρατιωτική υπηρεσία σε κάποιον ηγεμόνα της Ανατολής- συνετέλεσαν ώστε μέσα στους αριστοκρατικούς κύκλους να διαπλασθούν έντονα ατομικές συνειδήσεις.
Αυτή η ψυχολογική διεργασία έλυσε τους δεσμούς των ατόμων με τις παραδοσιακές ομάδες και τα απομάκρυνε από τις καθιερωμένες ιδέες. Πρώτοι οι Έλληνες ευγενείς έφθασαν ως την ατομική ελευθερία στα πλαίσια όχι μόνο της εθνικής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία άλλοι επιδόθηκαν στις απολαύσεις της ζωής, άλλοι επιδίωξαν τον πλούτο και την δύναμη, άλλοι έδωσαν λυρική έκφραση στα δικά τους «πάθη», άλλοι στοχάσθηκαν τα προβλήματα της πολιτείας και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ως «νομοθέτες», άλλοι ασχολήθηκαν με την φιλοσοφία.
Τον 7ο π.Χ. αιώνα επήλθαν σοβαρές αλλαγές στον οπλισμό και την τακτική των μαχών και στον ρόλο που διαδραμάτισαν σε αυτές οι ευγενείς και οι μη ευγενείς. Τα νέα αμυντικά όπλα είχαν μεγαλύτερο πάχος μετάλλου. Αλλά σε αντιστάθμισμα μίκρυνε η ασπίδα. Τώρα κάλυπτε μόνο το αριστερό πλευρό του πολεμιστή, ενώ συγχρόνως το αριστερό ημικύκλιο περίσσευε. Για να προστατευθεί και το δεξιό πλευρό, οι πολεμιστές έπρεπε να σχηματίσουν μια σφιχτή παράταξη, έτσι που ο καθένας να προφυλάσσεται από το ημικύκλιο της ασπίδας του πλαϊνού του. Αλλά η ασπίδα του προς τα δεξιά συστρατιώτη αποτελούσε εμπόδιο για τον χειρισμό του ξίφους. Για τούτο οι πολεμιστές πρότειναν πάνω από τις ασπίδες μακριά δόρατα, αφήνοντας τα ξίφη για την περίπτωση που η παράταξη διαλυόταν και θα έπρεπε να πολεμήσουν μεμονωμένοι. Κάθε παράταξη προσπαθούσε να διαλύσει την αντίθετη, με σκοπό να γίνουν περισσότερο τρωτοί οι αντίπαλοι. Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος παρέτασσαν τους στρατιώτες σε περισσότερες σειρές. Αυτή η διάταξη των μαχητών ονομάστηκε «φάλαγξ».
Η νέα τακτική αχρήστευε τις μαχητικές ικανότητες και την ψυχολογική προετοιμασία που αποκτούσαν οι ευγενείς. Η άσκηση που χρειαζόταν ήταν προσιτή και σε στρατιώτες προερχόμενους και από άλλες κοινωνικές τάξεις. Οι ευγενείς ανέλαβαν άλλον ρόλο. Επειδή έτρεφαν άλογα και ασκούνταν στην ιππασία, υπηρετούσαν σε τμήματα ιππικού. Αλλά τα περισσότερα ελληνικά κράτη είχαν ολιγάριθμο ιππικό και το έδαφος σπάνια προσφερόταν για ιππομαχίες. Οι μάχες γίνονταν από την φάλαγγα. Το ιππικό αναλάμβανε δευτερεύουσες αποστολές.
Αυτή η αντιστροφή των ρόλων μείωσε τους ευγενείς σε πολλά ελληνικά κράτη, την ίδια ακριβώς εποχή που ανέβαιναν ως πολιτική δύναμη και ευνόησε τα στοιχεία εκείνα που υπηρετούσαν στην φάλαγγα, δηλαδή τους πολίτες που ήταν σε θέση να αγοράσουν τα απαιτούμενα αμυντικά και επιθετικά όπλα (ο οπλισμός ήταν ατομική ιδιοκτησία). Αυτοί ήταν οι ευπορότεροι γεωργοί και οι πλουσιότεροι επιχειρηματίες και επαγγελματίες. Οι στρατιώτες που έφεραν πλήρη οπλισμό και υπηρετούσαν στη φάλαγγα ονομάστηκαν «οπλίται». Οι απορώτεροι εξακολουθούσαν να στρατεύονται ως «ψιλοί» ή δεν στρατεύονταν καθόλου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους