Η ιστορία των Επτανήσων στη διάρκεια της φραγκοκρατίας χαρακτηρίζεται από την ποικιλία και τη ρευστότητα του καθεστώτος που εγκαθίδρυσαν οι ξένοι κυρίαρχοι, άλλοτε με την υποστήριξη της Αγίας Έδρας και άλλοτε με την προστασία της δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Η επτανησιακή κοινωνία παρουσίασε την εικόνα μιας άστατης και αβέβαιης πραγματικότητας, που τη συνέθεταν βυζαντινοί θεσμοί, τοπικά έθιμα και φεουδαρχικές συνήθειες. Η κωδικοποίηση των ανομοιογενών αυτών στοιχείων, που διαμόρφωναν την κοινωνική ζωή των νησιών και η ενοποίηση τους σε οργανωμένα πλαίσια πραγματοποιήθηκε με τη βενετική κυριαρχία. Ώσπου να αποκτήσουν όμως κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ενότητα, τα Επτάνησα γνώρισαν διαφορετική τύχη το καθένα, μεγαλύτερη ή μικρότερη διάρκεια λατινοκρατίας, έναν ή και περισσότερους Φράγκους κυριάρχους.
Κέρκυρα
Η επεκτατική κίνηση της Δύσης προς την Ανατολή, που παρατηρήθηκε έντονη από τα μέσα του 12ου αιώνα, σε συνδυασμό με την αποσύνθεση και παρακμή του βυζαντινού κράτους στον πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό τομέα, είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση από τον βυζαντινό κορμό, ήδη πριν την λατινική κτάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας, των κυριότερων νησιών του Ιονίου.
Στην Κέρκυρα, η βυζαντινή εξουσία καταργήθηκε λίγα χρόνια πριν από την Δ’ Σταυροφορία με την κατάκτηση του νησιού το 1199 από τον Γενουάτη πειρατή Λέοντα Vetrano. Αλλά μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυταυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους το νησί περιήλθε σύμφωνα με το έγγραφο της partitio στη Βενετία και η τελευταία δεν φάνηκε διατεθειμένη να επιτρέψει την κυριαρχία εκεί ενός Γενουάτη.
Ύστερα από δύο ανεπιτυχείς επιχειρήσεις εναντίον του, το 1205 και το 1206, οι Βενετοί κατέλαβαν τον επόμενο χρόνο την Κέρκυρα και καταδίκασαν σε θάνατο τον Γενουάτη πειρατή. Η Γαληνοτάτη παραχώρησε αμέσως τη νέα της κτήση σε δέκα Βενετούς ευπατρίδες, στους οποίους ανέθεσε να συμπληρώσουν με δικά τους έξοδα την κατάκτηση και να οργανώσουν διοικητικά την περιοχή. Εγκαινιάοζντας μια πολιτική που δεν απέβλεπε στις καινοτομίες, αλλά στη διατήρηση, εφόσον βέβαια δεν ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα της, των ειδικών τοπικών συνθηκών, οι οποίες υπήρχαν στα εδάφη που προσαρτούσε στην πολιτεία της, έδωσε εντολή στους υπηκόους της να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τους θεσμούς που ίσχυσαν στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής.
Η πρώτη περίοδος της βενετοκρατίας κράτησε λιγότερο από μια δεκαετία. Στα τέλη της δεσποτείας του ο Μιχαήλ Α’ Δούκας, δεσπότης της Ηπείρου, απέσπασε από τη βενετική κυριαρχία την Κέρκυρα και το Δυρράχιο, προσθέτοντας τα δύο αυτά σημαντικά δυτικά λιμάνια στα εδάφη του δεσποτάτου. Η προσάρτηση της Κέρκυρας στο ελληνικό κράτος της Ηπείρου εξασφάλισε στο νησί τη συνέχεια του βυζαντινού καθεστώτος.
Με την εμφάνιση στα μέσα του 13ου αιώνα του σικελικού στόλου του Μαμφρέδου, γιου του Φρειδερίκου Β΄, βασιλιά της Σικελίας, στη θάλασσα του Ιονίου το δεσποτάτο της Ηπίρου έχασε τον έλεγχο ενός τμήματος της Ιλλυρικής ακτής. Το 1258, ο ναύαρχος του σικελικού στόλου, ο φραγκοκύπριος Φίλιππος Chinardo, κατέλαβε το Δυρράχιο και τον Αυλώνα, επεκτείνοντας την κυριαρχία του ως την Κέρκυρα. Ο γάμος ένα χρόνο αργότερα της Ελένης, κόρης του Έλληνα δεσπότη με τον Μαμφρέδο νομιμοποίησε ουσιαστικά την κατάκτηση του νησιού.
Η επικράτηση στην πολιτική ζωή της ανατολικής Μεσογείου του Καρόλου Α’ του Ανδεγαυού και η ίδρυση μετά τη μάχη του Βενεβένδου του γαλλικού βασιλείου της Σικελίας επηρέασαν τις τύχες της Κέρκυρας, που υπάγεται απευθείας στην κυριαρχία των Ανδεγαυών. Στα χρόνια της ανδεγαυικής κατοχής του νησιού (1267-1383) άρχισε η διείσδυση φεουδαρχικών θεσμών στην κερκυραϊκή κοινωνία. Παράλληλα με το φεουδαρχικό σύστημα που έθεσαν σε εφαρμογή οι Ανδεγαυοί, ίσχυσε και το τοπικό δίκαιο. Δυτικοί δηλαδή θεσμοί συνυπήρξαν με τα βυζαντινά και τοπικά έθιμα.
Η Κέρκυρα στη διάρκεια της ανδεγαυικής περιόδου εισχώρησε στη σφαίρα της πολιτικής του βασιλείου της Σικελίας και Νεαπόλεως, η οποία καθόρισε για 100 περίπου χρόνια το μέλλον της κοινωνικής, οικονομικής και εμπορικής της ζωής. Η Βενετία είχε φροντίσει να εγκαταστήσει πρόξενο και τα εμπορικά της πλοία στάθμευσαν στα κερκυραϊκά λιμάνια.
Κεφαλλονιά, Ζάκυνθος, Ιθάκη
Η πρώτη φραγκοκρατία στην Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Ιθάκη συνδέεται με την προσωπικότητα του πειρατή και αμιρά του σικελικού στόλου Μαργαρίτου ή Μεγαρείτη, γνωστού στους χρονογράφους του 12ου αιώνα από την ανάμιξη του στα πράγματα του σταυροφορικού κράτους της Ιερουσαλήμ, για τη βοήθεια που πρόσφερε στον τότε βασιλιά της Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό εννατίον των Βυζαντινών και την πολυσχιδή του δράση στα εσωτερικά του βασιλείου της Σικελίας.
Ο Γουλιέλμος Β’ της Σικελίας μετά την νορμανδική επιδρομή εναντίον των βυζαντινών επαρχιών του 1185 παραχώρησε στον Μαργαρίτο, τις νέες κτήσεις στο Ιόνιο, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στους Νορμανδούς. Στις κτήσεις αυτές ο Μαργαρίτος πρόσθεσε και την Μάλτα παίρνοντας τον τίτλο του Μελιτηίου κόμητος.
Το 1195, ο Μάιος ή Ματθαίος Orsini, διαδέχτηκε τον Μαργαρίτο στην ηγεμονία των νησιών του Ιονίου. Για να εξασφαλίσει τη θέση του στα Επτάνησα ο Ματθαίος, αναγνώρισε στην αρχή την επικυριαρχία της Βενετίας και του πάπα και αργότερα την ηγεμονία της Αχαΐας. Στην εποχή αυτή τοποθετείται και η κατάργηση της ορθόδοξης επισκοπής των νησιών και η πλήρωση των επισκοπικών θρόνων με Λατίνους.
Ο διάδοχος του Ματθαίου, Ριχάρδος, «ο υψηλότατος και κυριώτατος κόντης Ρεκιάρδος του παλατίου και αυθέντης Κεφαλληνίας, Υακύνθου και Ιθάκης», επικύρωσε το 1264 τα κτήματα της λατινικής επισκοπής Κεφαλληνίας. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του Φράγκου αυτού η Κεφαλλονιά είχε γίνει άσυλο πειρατών.
Η οικογένεια Orsini δεν περιορίστηκε μόνο στην κυριαρχία των νησιών του Ιονίου, αλλά κατέλαβε στις αρχές του 14ου αιώνα και την Ήπειρο, προσθέτοντας με αυτόν τον τρόπο στον τίτλο της και αυτόν του δεσπότη. Μέλη της ασπάσθηκαν το ορθόδοξο δόγμα και παντρεύτηκαν Ελληνίδες. Ο Ιωάννης Α’ Orsini ανακαίνισε τον ναό της Παρηγορήτισσας στην Άρτα και παρήγγειλε την παράφραση του Ομήρου σε απλή ελληνική γλώσσα.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Β’ Orsini, το 1335, κατέλαβαν τα νησιά οι Ανδεγαυοί, που είχαν τότε την επικυριαρχία στην ηγεμονία της Αχαΐας. Η ανδεγαυική κατοχή κράτησε ως το 1357, οπότε η ελληνική αυτή περιοχή παραχωρήθηκε στην ιταλική οικογένεια των Τόκκων (Tocco) που διατήρησε την εξουσία περισσότερο από έναν αιώνα.
Λευκάδα
Εντελώς διαφορετική από τα υπόλοιπα Επτάνησα ήταν η τύχη της Λευκάδας, που αποτελούσε στον 13ο αιώνα τμήμα του δεσποτάτου της Ηπείρου. Πότε εγκαθιδρύθηκεε κεεί ηφκραγκοκρατία δεν έχει εξακριβωθεί. Πιθανότατα το νησί παραχωρήθηκε το 1294 με την ευκαιρία του γάμου της κόρης του δεσπότη Νικηφόρου ως προικώα κτήση στον Ιωάννη Orsini, γιο του παλατινού κόμητος Κεφαλληνίας, Υακύνθου και Ιθάκης Ριχάρδου. Οπωσδήποτε το 1330, ο Ιωάννης εμφανίζεται ως κυρίαρχος της Λευκάδας.
Το 1331, ο έκπτωτος δούκας της Αθήνας Gautier de Brienne, στη διάρκεια εκστρατείας με σκοπό την ανακατάληψη των πατρώων του κτήσεων, κατέλαβε το νησί και ανέθεσε τη διοίκηση του σε Γάλλους τοποτηρητές. Συγχρόνως καταργήθηκε η ορθόδοξη επισκοπή και ο πάπας έσπευσε να στείλει Λατίνο στη θέση του ορθόδοξου επισκόπου. Λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος Λατίνος επίσκοπος παραπονιόταν ότι οι καθολικοί ιερείς είχαν ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα και δεν υπάκουαν στις εντολές της δυτικής Εκκλησίας.
Το 1355 ο έκπτωτος δούκας της Αθήνας παραχώρησε ως φέουδο την Λευκάδα και την Βόνιτσα στο Γρατιανό Zorzi, βενετικής καταγωγής και πρόσωπο της εμπιστοσύνης του. Ενώ όμως ο Zorzi γινόταν με αυτόν τον τρόπο απόλυτος «αυθέντης» της Λευκάδας, διάφοροι ηγεμόνες συγκέντρωναν τις βλέψεις τους στην Ήπειρο, δικεδικώντας ο καθένας την κυριαρχία της, με άμεσες συνέπειες στα εσωτερικά πράγματα του γειτονικού νησιωτικού χώρου.
Ο Zorzi για να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της κατάστασης και να εξασφαλίσει την κατοχή του κρατιδίου του στράφηκε το 1357 στην Βενετία ζητώντας τη βοήθεια του στόλου της. Η Γαληνοτάτη ανταποκρίθηκε στην αίτηση, αλλά όταν ο στόλος της έφθασε στην Λευκάδα, οι κάτοικοι, ύστερα από την υποκίνηση του Νικηφόρου, γιου του Ιωάννη Β’ Orsini και του νέου κόμητος Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Λεονάρδου Α’ Τόκκου, είχαν ήδη επαναστατήσει και αιχμαλωτίσει τον Zorzi.
Μετά τον θάνατο του Νικηφόρου ο Γρατιανός Zorzi απακαταστάθηκε στην αρχή, κατέστειλε το επαναστατικό κίνημα και απομάκρυνε τη Βενετία από τη Λευκάδα. Ο Zorzi εξακολούθησε να έχει την κατοχή της Λευκάδας ως το θάνατό του το 1362. Τότε ο λαός του νησιού κάλεσε τον Λεονάρδο Τόκκο, κόμητα Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, και έσπευσε να του παραδώσει το νησί.
Κύθηρα
Μολονότι το όνομα των Κυθήρων δεν μνημονεύεται στην partitio, το νησί συμπεριλήφθηκε στη βενετική σφαίρα επιρροής μαζί με τη μερίδα των πελοποννησιακών εδαφών, που κληρώθηκαν στην Βενετία μετά την Δ’ Σταυροφορία. Οι λεπττμέρειες της κατάκτησης δεν είναι γνωστές. Βέβαιο όμως είναι ότι το 1207, λίγο μετά την κατάκτηση της Κρήτης από την Βενετία, ο Βενετός ευγενής Μάρκος Venier έγινε κύριος των Κυθήρων και πήρε τον τίτλο του μαρκήσιου.
Στα τέλη του 12ου αιώνα τα Κύθηρα ανήκαν στην πολιτική και διοικητική σφαίρα της Μονεμβασίας, και Μονεμβασιώτες άρχοντες ο Γεώργιος Παχύς και οι Ευδαιμονογιάννηδες ή Δαιμονογιάννηδες, διοικούσαν το νησί ως απόλυτοι άρχοντες. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν άποικοι από την Λακωνία και οι άγιοι ακόμη των Κυθήρων, Άγιος Θεόδωρος και Αγία Ελέσσα, είχαν πελοποννησιακή καταγωγή. Οι δεσμοί αυτοί διατηρήθηκαν και μετά την κατάκτηση των Κυθήρων από τους Βενετούς, ενώ η βυζαντινή επίδραση έγινε ιδιαίτερα έντονη με την ανάκτηση της Μονεμβασίας από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο.
Η ξένη κυριαρχία στα Κύθηρα ήταν τα πρώτα χρόνια ονομαστική. Οι Βενιέρηδες προτιμούσαν να κατοικούν στην Κρήτη, όπου η Βενετία τους είχε παραχωρήσει φέουδα και οι Ευδαιμονογάννηδες συνέχιζαν να ελέγχουν την κατάσταση. Οι Λατίνοι κυρίαρχοι δεν ασχολήθηκαν με τα πράγματα του ορθόδοξου κλήρου και η Παλιοχώρα συνέχισε στη διάρκεια της πρώτης βενετοκρατίας να είναι, όπως και στη βυζαντινή περίοδο, το θρησκευτικό κέντρο του νησιού.
Αλλά με την πάροδο του χρόνου η επιρροή και η δύναμη των Βενετών αυξήθηκε. Οι τέσσερις εγγονοί του Βαρθολομαίου Venier μοίρασαν την κτήση τους σε 24 κλήρους και πήρε ο καθένας από αυτούς έξι. Με τη φεουδαρχική αυτή οργάνωση οι κάτοικοι ενσωματώθηκαν στην τάξη των παροίκων με άμεση εξάρτηση από τη γη των κυρίων τους.
Από τις αρχές του 14ου αιώνα ως το τέλος της κυριαρχίας τους, οι Venier ακολούθησαν ανεξάρτητη από την Βενετία πολιτική. Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη αυτής της οικογένειας και την μητρόπολη χειροτέρευαν συνεχώς. Η φιλελληνική πολιτική που εφάρμοσαν στα Κύθηρα, οι γάμοι με γυναίκες βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών, η διαλλακτική στάση απέναντι στους αυτόχθονες και οι πειρατικές επιδρομές που έκαναν εναντίον των συμμάχων της Βνεετίας, δεν έβρισκαν σύμφωνη την Γαληνοτάτη, η οποία περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να επιβάλει την άμεση κυριαρχία της. Αφορμή υπήρξε η συμμετοχή των Venier στην επανάσταση των φεουδαρχών της Κρήτης, το 1363, εναντίον της μητρόπολης. Οι Βενετοί αφού κατέστειλαν το κίνημα, κήρυξαν έκπτωτη την οικογένεια και έστειλαν αμέσως αντιπροσώπους. Τα Κύθηρα παρέμειναν προσαρτημένα στη σημαία του Αγίου Μάρκου ως το 1797.
Τα δύο μικρότερα νησιά της Επτανήσου, οι Παξοί και τα Αντικύθηρα, ακολούθησαν αντίστοιχα την τύχη της Κέρκυρας και των Κυθήρων. Οι Παξοί ήταν εξάρτημα της Κέρκυρας και τα Αντικύθηρα είχαν γίνει τον 13ο αιώνα κτήμα της οικογένειας των Viaro, που τα είχαν αποσπάσει από τους Ευδαιμονογιάννηδες. Οι Viaro διοίκησαν το νησί ως τον 17ο αιώνα στην αρχή ως μόνοι κυρίαρχοι και αργότερα υπό τον άμεσο έλεγχο του γενικού προνοητή της Κρήτης.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους