Επιχείρηση Ελλήνων στον Λίβανο

Μια τυχοδιωκτική επιχείρηση των Ελλήνων στον Λίβανο είχε ως εξής: Στις 25 Οκτωβρίου 1824 είχε παρουσιασθεί στο Βουλευτικό ο Χατζηστάθης Ρέζης και είχε ισχυρισθεί ότι μετέφερε προτάσεις του εμίρη του Λιβάνου Μπεσήρ και των προυχόντων της χώρας για συμμαχία του Λιβάνου με την Ελλάδα, με σκοπό την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό με τη βοήθεια ελληνικών πλοίων του Λιβάνου και της Κύπρου. Έτσι θα προέκυπτε ένας σοβαρός αντιπερισπασμός στις δυνάμεις του σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή. Ο Μπεσήρ από την πλευρά του θα βοηθούσε τον ελληνικό Αγώνα στέλνοντας στην Ελλάδα στρατεύματα και ίππους.

Επιχείρηση Ελλήνων στον Λίβανο
Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης

Το Βουλευτικό δέχτηκε την πρόταση αυτή και όρισε αντιπροσώπους του για τις διαπραγματεύσεις τον Χατζηστάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη, που αντικαταστάθηκε αργότερα από τον επίσκοπο Ευδοκιάδος Γρηγόριο, και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη. Στις 13 Ιουλίου του 1825 το Εκτελεστικό ανέθεσε στον Ρέζη να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει, ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων τους Έλληνες απεσταλμένους, που η κυβέρνηση εφοδίασε με έγγραφα προς τον Εμίρη Μπεσήρ, τους φυλάρχους, τους ιερωμένους και τους προκρίτους, σχετικά με τους τρόπους της συνεργασίας των δύο τόσο απομακρυσμένων χωρών. Με ιδιαίτερα έγγραφα προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας Μεθόδιο τον Νάξιο, τους μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας η κυβέρνηση -με την πρωτοβουλία ασφαλώς του Μαυροκορδάτου, που χειριζόταν την υπόθεση- ζητούσε και τη συμπαράσταση της Εκκλησίας για τη επιτυχία του κινήματος.

Περισσότερο από τους άλλους απεσταλμένους ο Χατζηστάθης Ρέζης, διαβλέποντας τη μεγάλη ωφέλεια που θα είχε το ελληνικό έθνος από τη συμμαχία αυτή, την υποστήριξε με φαντασία και θάρρος. Συγκεκριμένα πρότεινε να σταλούν επίσημα από την κυβέρνηση 3.000 Έλληνες στρατιώτες και 20 τουλάχιστον πλοία, για να βοηθήσουν τους κατοίκους του Λιβάνου στο κίνημα της ανεξαρτησίας τους. Το όφελος των Ελλήνων εκτός από τον αντιπερισπασμό θα ήταν και η ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων με 200.000 Λιβανέζους πολεμιστές, καθώς και η απελευθέρωση της Κύπρου.

Το σχέδιο των εκστρατειών εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου υπήρξε αντικείμενο χαλαρών διαπραγματεύσεων και τελικά εγκαταλείφθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Μολαταύτα, όταν η συζητούμενη αυτή επιχείρηση των Ελλήνων στον λίβανο έγινε γνωστή σε έναν κύκλο τολμηρών Ελλήνων στρατιωτικών, όπως του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, του Κριεζώτη, του Βάσου Μαυροβουνιώτη, άρχισε να αντιμετωπίζεται από αυτούς μυστικά το θέμα με αισιοδοξία, αλλά και επιπολαιότητα, που ανησύχησε τον Κύπριο πρωταγωνιστή της σχεδιαζόμενης εκστρατείας Χαράλαμπο Μάλη.

Ο Μάλης ο οποίος επιθυμούσε να πραγματοποιηθεί το κίνημα αυτό με την πρωτοβουλία και την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης και όχι από άτομα που θα το οργάνωναν με ιδιοτελείς και τυχοδιωκτικούς σκοπούς, κατήγγειλε με αναφορά του της 29ης Ιανουαρίου του 1826 προς το Βουλευτικό τη μυστική αυτή κίνηση και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον των πρωταγωνιστών και συγκεκριμένα εναντίον του Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Η κυβέρνηση που δεν είχε πληροφορίες για τις ζυμώσεις, ζήτησε από το Βουλευτικό να ληφθούν μέτρα, ώστε να εμποδισθεί η κίνηση αυτή και ακόμη με το πνεύμα αυτό έγραψε και στους προκρίτους Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, καθώς και μέσω του αρχηγού της Πελοποννήσου Θ. Κολοκοτρώνη προς τον ίδιο τον καταγγελλόμενο Χατζημιχάλη.

Ο τελευταίος απάντησε ότι στόχος της εκστρατείας δεν θα ήταν η Κύπρος ή τα παράλια της Μικράς Ασίας αλλά ο Λίβανος με σκοπούς τους οποίους είχε κιόλας εγκρίνει η κυβέρνηση. Έτσι ο Χατζημιχάλης, παρά τη αποδοκιμασία του σχεδίου του και από άλλους οπλαρχηγούς, άρχισε πάλι με τους ομοϊδεάτες του να αναπτύσσει δραστηριότητα για την πραγματοποίηση του. Τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων ορίστηκε η Κέα, στην οποία άρχισαν να συρρέουν από τον Δεκέμβριο του 1825 ως και τον Φεβρουάριο του 1826 διάφοροι οπλοφόροι υπό τους Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Νικόλαο Κριεζώτη, Βάσο Μαυροβουνιώτη, Σταύρο Λιακόπουλο και Χατζηστεφανή Βούλγαρη, συνολικά πάνω από 2.000 άνδρες, οι οποίο με τις αυθαιρεσίες τους ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους.

Στα τέλη Φεβρουαρίου το σώμα αυτό αναχώρησε με 14 καράβια και στις αρχές Μαρτίου έφθασε στις ακτές της Συρίας έξω από τη Βηρυττό. Αφού κατέλαβε ένα ακρινό παραθαλάσσιο πύργο επιδόθηκε σε λεηλασίες. Ήρθε σε επαφή με τον εμίρη Μπεσήρ, που ζήτησε από τους αρχηγούς τα πληρεξούσια τους γράμματα, τα οποία όμως δεν διέθεταν. Διατάχθηκαν τότε και αναχώρησαν όσο μπορούσαν γρηγορότερα, προτού συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον τους οι Άραβες.

Στις 25 Μαρτίου τα ελληνικά σώματα εγκατέλειψαν τη Συρία άπρακτα. Επιστρέφοντας οι οπλοφόροι αυτοί προσέγγισαν στην Κύπρο, όπου άρπαξαν τροφές και ζώα με αποτέλεσμα να τρομοκρατήσουν Τούρκους και Έλληνες κατοίκους, έπιασαν στα παράλια της Κιλικίας ένα αυστριακό καράβι γεμάτο χρυσοΰφαντα του Χαλεπίου και άλλα συριακά χειροτεχνήματα και ξαναγύρισαν άδοξα στην Ελλάδα. Με τέτοιες απερίσκεπτες επιχειρήσεις κατατριβόταν η ελληνική αυτή δύναμη, ενώ ο εχθρός έδινε συντονισμένα και μεθοδικά τα τελευταία χτυπήματα στο Μεσολόγγι.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *