Εξωτερική πολιτική της Σπάρτης

Ο σεισμός στη Σπάρτη και η εξέγερση των ειλώτων υποχρέωσαν τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν βοήθεια από τους συμμάχους τους, αλλά και από τους Αθηναίους. Ο Κίμων, γνωστός για τα φιλολακωνικά του αισθήματα, έπεισε την εκκλησία του δήμου να στείλουν εκστρατευτικό σώμα 4.000 ανδρών να βοηθήσουν την παλαιά σύμμαχο τους στους εθνικούς πολέμους. Οι Σπαρτιάτες όμως τελικά φοβήθηκαν το δημοκρατικό πνεύμα των Αθηναίων και απέπεμψαν τον Κίμωνα με τους στρατιώτες του από την Ιθώμη. Αυτό οδήγησε αφενός στο να αντιμετωπίσει ο Κίμων φοβερή εχθρότητα από τους Αθηναίους με την επιστροφή του στην Αθήνα και τελικά τον εξοστρακισμότου και αφετέρου να έρθει η οριστική ρήξη στις σχέσεις Αθήνας – Σπάρτης. Η ρήξη αυτή καθόρισε την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης και της Αθήνας στο εξής και οδήγησε στην πολεμική σύγκρουση των δύο πόλεων.

Εξωτερική πολιτική  της Σπάρτης

Γύρω στο 460π.Χ οι Σπαρτιάτες συγκρούστηκαν με τους Αργείους τους οποίους πιθανόν να βοήθησαν οι Αθηναίοι. Σε αυτή τη σύγκρουση φαίνεται ότι ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τους είλωτες και η μικρή αριθμητική δύναμη του σπαρτιατικού στρατού υπήρξαν οι βασικές αιτίες της ήττας των Λακεδαιμονίων. Οι Αργείοι αισθάνθηκαν μεγάλη ικανοποίησση με την ήττα του προαιώνιου εχθρού τους, γιατί με τη νίκη εκείνη πίστεψαν ότι έπεφτε ο θρύλος του αήττητου των Σπαρτιατών.

Η Σπάρτη δέχθηκε σιωπηλά το πικρό μάθημα. Παράλληλα όμως δοκίμασε να προσαρμόσει τη εξωτερική της πολιτική σε νέες βάσεις, σταθμίζοντας από τη μία τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα, και υπολογίζοντας από την άλλη το οξύτερό της πρόβλημα, τις μικρές δηλαδή στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε. Αγωνίσθηκε ωστόσο να μην γίνει αντιληπτή αυτή η αδυναμία της από τους άλλους Έλληνες.

Από το 460π.Χ. οι Αθηναίοι απασχολούν τις δυνάμεις τους σε διμέτωπο αγώνα: στον επιθετικό πόλεμο εναντίον των Περσών στην Αίγυπτο και στις πολεμικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, για την πραγματοποίηση της επεκτατικής πολιτικής που είχε εγκαινιάσει το δημοκρατικό κόμμα. Κάποια γεγονότα εμπόδισαν την Σπάρτη να αναλάβει αγώνα κατά των Αθηναίων, ωστόσο ήταν ανάγκη για τη διατήρηση του κύρους της στην Πελοποννησιακή συμμαχία, να δίνει κάποιο «παρών» στις συγκρούσεις που γίνονταν, κυρίως όμως να οργανώσει με τέτοιον τρόπο την αθηναϊκή πολιτική της στην Ελλάδα, ώστε η ίδια να αποφεύγει κάθε είδους φθορά και να χτυπά όπου και όπως μπορεί την Αθήνα.

Η συμμαχία της Αθήνας με το Άργος ήταν για τη Σπάρτη πρόξενος πολύ μεγάλης δυσφορίας, που την έκανε εντονότερη το γεγονός ότι το Άργος είχε και πάλι ανορθωθεί και άπλωνε συνεχώς την επιρροή στην Πελοπόννησο. Η αύξηση της αθηναϊκής δύναμης και η σταδιακή διείσδυση της Αθήνας σε χώρους, που η Σπάρτη επηρέαζε άλλοτε στην Πελοπόννησο και στην κεντρική Ελλάδα, ήταν ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Για πολύ καιρό η Σπάρτη έβλεπε το έδαφος να κλονίζεται κάτω από τα πόδια της. Κατόρθωσε όμως να διατηρήσει τη συμμαχία της στην Πελοπόννησο και να συγκρατήσει τη σύμμαχό της Κόρινθο, η οποία φανερά δυσανασχετούσε βλέποντας την αδρανή στάση της Σπάρτης απέναντι στην επεκτατική πολιτική της Αθήνας που έβλαπτε καίρια βασικά συμφέροντά της και το εμπόριό της με την Κάτω Ιταλία.

Όλα αυτά τα προβλήματα η Σπάρτη τα αντιμετώπιζε με δύο τρόπους. Επειδή δεν είχε τη δύναμη να εμφανίζεται συνεχώς στα πολεμικά μέτωπα που άνοιγε η Αθήνα, περιστασιακά μόνο έσπευδε ο στρατός της να βοηθήσει τους αντιπάλους των Αθηναίων, έτσι ώστε να καλύπτεται ο τύπος, εφόσον ήταν ηγετική δύναμη, φρόντιζε ωστόσο να αποσύρει αμέσως τον στρατό της στην Πελοπόννησο, γιατί της ήταν απαραίτητος εκεί. Με αυτήν την τακτική όμως δεν ήταν μόνιμα τα αποτελέσματα που πετύχαινε αλλά ανατρέπονταν σύντομα. Την αδυναμία που παρουσίαζε αυτός ο τρόπος ενέργειας της προσπάθησε να την καλύψει με άλλον, που αποδείχθηκε αποτελεσματικός και που οπωσδήποτε δημιούργησε στην Αθήνα μακροπρόθεσμα προβλήματα.

Στο Άργος, στη Βοιωτία, στ Μ έγαρα, κυρίως όμω στα περισσότερα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, που ήταν εκείνη την εποχή σύμμαχοι της Αθήνας, υπήρχαν ισχυρά αριστοκρατικά κόμματα, ήταν φυσικό να ανησυχούν, όχι μόνο με τον φιλοδημοκρατικό άεμο που έπνεε σε όλη την Ελλάδα, μετά τα Μηδικά, αλλά και με την ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, που βάδιζε από το 462π.Χ. προς την τελείωση του δημοκρατικού της πολιτεύματος.

Η ανησυχία αυτή δεν εκδηλώθηκε προηγουμένως γιατί η ΑΘήνα δεν έθιξε βασικά τα πολιτεύματα των συμμάχων της, όσον καιρό κατηύθυνε την πολιτική της ο Κίμων. Με την εξορία του όμως και την μεταπολίτευση στην ΑΘήνα, όταν οι αριτοκρατικοί των διαφόρων πόλεων ήθελαν να αντιδράσουν στο ρεύμα, ασφαλώς θα θεωρούσαν αναγκαία την συμπαράσταση μιας μεγάλης δύναμης στον αγώνα τους εναντίον της ηγέτιδας της συμμαχίας.

Παρακολουθώντας κανείς τις συγκρούσεις που έγιναν τότε στην Ελλάδα, κυρίως τις αλλεπάλληλες αποστασίες των συμμάχων της ΑΘήνας από μια ορισμένη εποχή και ύστερα, είναι αδύνατον να μην καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι κάποια μεγάλη δύναμη οργάνωσε μυστικά αντιαθηναϊκή πολιτική, ακόμη και στους κόλπους της Αθηναϊκής συμμαχίας. Για τη Σπάρτη δεν υπήρχε δυσκολία ούτε της προκαλούσε καμιά φθορά η κρυφή συνεννόηση με τους αριστοκρατικούς στις διάφορες πόλεις, εφόσον κοινή ήταν η επιθυμία να μην αφεθεί ελεύθερο να κυριαρχήσει το δημοκρατικό ρεύμα στην Ελλάδα. Ίσως δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί τυχαίο γεγονός πως το 464π.Χ οι Θάσιοι -την κυβέρνηση στο νησί είχαν οι αριστοκρατικοί- ζήτησαν την βοήθεια της Σπάρτης, που δεν ήταν σύμμαοός τους για να απαλλαγούν από την πολιορκία των ΑΘηναίων.

Αυτή τη γραμμή τήρησε η Σπάρτη στην εξωτερική της πολιτική ως την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Η αρνητική αυτή αντιμετώπιση ήταν ο μόνος τρόπος που βρέθηκε για να διατηρήσει τη θέση της στον ελληνικό κόσμο. Κατόρθωσε μάλιστα να προκαλέσει στην Αθήνα μεγάλες φθορές ιδίως μετά το 456/5 π.Χ. το έτος που η μεγάλη της αντίπαλος, βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δύναμης της.

Οι συνασπισμοί στην Ελλάδα άλλαξαν σιγά σιγά και η ΑΘήνα ήταν αναγκασμένη να αντιδρά, για να μην χάσει τους συμμάχους της. Κατόρθωσε να κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, να επεκτείνει την επιρροή της στο Ιόνιο και να διαταράξει την ισορροπία των δυνάμεων στην Πελοπόννησο, δημιουργώντας ρέυμα δυσφορίας εναντίον της Σπάρτης. Ωστόσο κατέληξε να ζητήσει αρχικά σύναψη πενταετούς ανακωχής με τους Λακεδαιμόνιους και το 449π.Χ. για να κλείσει το μέτωπο με τους Πέρσες να προχωρήσει στην Καλλίειο ειρήνη. Η Αθήνα κουρασμένη από τις πολεμικές συγκρούσεις, είδε πως η ειρήνη στην Ελλάδα ήταν επείγουσα ανάγκη. Ζήτησε γι’ αυτό και έκλεισε το 446/5π.Χ. τις Τριακοντούτεις σπονδές με τη Σπάρτη.

Η εναντίον της Αθήνας πολιτική των Λακεδαιμονίων είχε αποδώσει τους καρπούς της με αποτέλεσμα να οδηγήσει σταθερά προς τον πελοποννησιακό πόλεμο. Γνωρίζοντας σήμερα τις καταστρεπτικές συνέπειες αυτής της πανελλήνιας σύρραξης, βλέπει καθαρά και σε ποια διάλυση οδήγησε την Ελλάδα η αρνητισμός της Σπάρτη, που ξεκινούσε από την εγωιστική τάση της να κυριαρχεί στον ελληνικό κσόμο ενώ δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί πια το προβάδισμα.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Περικλής όταν συνειδητοποίησε τη γενική κόπωση των πόλεων από τις συγκρούσεις, ζήτησε τη σύγκληση πανελλήνιου συνεδρίου στην Αθήνα με την συμμετοχή της Σπάρτης. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως εμπόδισαν με κάθε τρόπο την πραγματοποίηση αυτού του φωτεινού σχεδίου. Ύστερα από αυτό φάνηκε καθαρά ως η τελική σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων ελληνικών συνασπισμών ήταν αναπόφευκτη.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους